Ο μέγας εγκλεισμός
Και λέγαμε πως έτσι θα συνεχίσουμε
βαριόμασταν κιόλας την επανάληψη
και ήταν ο αιφνιδιασμός απόλυτος
το αναπάντεχο με μια σπαθιά
μας άνοιξε τα πλευρά στην πανοπλία
το άτρωτο της προόδου έγινε μύθευμα μεμιάς
κλειστήκαμε στις σπηλιές ανάψαμε φωτιές
πόλεμος έξω βιολογικός με αόρατες στρατιές
με κομμάτια ύλης δίχως ζωή δίχως ψυχή
ένα τίποτε που κολλά στον άξονα του είναι.
Από σπηλιά σε σπηλιά φτερουγίζει ο φόβος
αργός στραγγαλισμός σ’ αόρατο ικρίωμα
στη μοναξιά στα πλαστικά ο Χάρος σε λευκή στολή
κι ο ρόγχος νεκρώνει τη χώρα·
η κάθε αγάπη σβήνει στην απόσταση, χέρια
περιαπτεύουν αόρατα, κρύα δάχτυλα σφίγγουν
της φούρκας ο τελευταίος λόγος είναι σιωπή.
Το χώμα είναι παντού, μαλακό και φιλόξενο
εκεί δεν είναι κανείς πια μόνος τους
παρέα με εκατόμβες η ανωνυμία κυριαρχεί
κι άλλος εβδομηντατριάχρονος μας άφησε
επώνυμα ταυτότητες διαλύονται όπως και οι σάρκες
ο χους εις τον χουν, το λίπος για λίπασμα
και τα οστά σταυρόλεξο της ματαιότητας.
Η πολιορκία του αόρατου
Έγκλειστοι πάντα στης σάρκας τη διασκευή
αναμέναμε μια ζωή του αόρατου την επίθεση
του άγνωστου την επιδρομή
του αγνώριστου το γιουρούσι.
Κάποτε θα ερχόταν· παρά τα λαγούμια, τις πολεμίστρες
παρά τα βέλη και τις πανοπλίες
παρά τα εμβόλια, τ’ αντιβιοτικά, τ’ αντίδοτα
όλο το σώμα μια πτέρνα, αυτή του Αχιλλέα.
Προσευχές εκτοξεύονται, πέφτουν
θυσίες πνίγονται στην καπνίλα
τα πρόσφορα ξεράθηκαν μαζί με τα χέρια μας
πέτρα η επιφάνεια, πέτρα το βάθος, χολή η ψυχή
τόσο μόνοι, τόσος φόβος για το μόνο βέβαιο·
δε θα πεθάνουμε ηρωικά, ελεεινά θα ψοφήσουμε
στην κλίνη του ρόγχου ανάξιοι πολεμιστές.
Δίχως σπαθιά θα πάρει το κάστρο το άγνωστο
με λάθος όπλα στα χέρια θα κηδευτούμε
δεν βλέπαμε το αόρατο
το αγνώριστο δεν αναγνωρίσαμε
φαίνεται πως ξεπερασμένοι από το χρόνο
είναι καιρός πλέον να φύγουμε
το άγνωστο πάντα μπροστά από τη γνώση.