Το ανθρώπινο χιούμορ έχει πολλές εκδοχές. Άπειρες. Από την ανελέητη γελοιοποίηση και την μοχθηρή κακεντρέχεια έως τη σάτιρα και την παρωδία, και από εκεί στη συμπονετική ανάδειξη των αδυναμιών, με συμπάθεια και αγάπη. Από την ειρωνική αυτοϋπονόμευση στο σφάξιμο του άλλου με βαμβάκι. Από το σαρκασμό στη συγχώρεση, από το χλευασμό στο χαμόγελο. Απεριόριστες αποχρώσεις, λεπτεπίλεπτες φωτοσκιάσεις. Το χιούμορ είναι ο μισός πολιτισμός. Προϋποθέτει γνώση της ζωής και θυμοσοφία.
Το δηκτικό χιούμορ της Π.Π. είναι άλλης υφής: το γκροτέσκο δεν έχει πια σημεία αναφοράς στο τραγικό ή το κωμικό της υπαρξιακής συνθήκης, αλλά είναι αποκομμένο, ασύνδετο και άσχετο με αξιακά συστήματα και ολικές προσεγγίσεις, συγκολλά ψηφίδες ενός χαοτικού μωσαϊκού, κάνει montage της αστρικής σκόνης, ένα pastiche από σπαράγματα του επιστητού που κινούνται αυτόνομα και με αυτάρκεια, συναντιούνται τυχαία, και, πριν διαλυθούν πάλι οι στιγμιαίες ενώσεις, ιδού: ένα απίθανο νόημα σαν αστραπή διαφωτίζει τη δυνατότητα ή και υποψία μιας δυνητικής ερμηνείας, που είναι τόσο υπερβατικά εξωλογική και απίθανη, που ο έλλογος νους την απορρίπτει αυτοστιγμεί.
Παραμυθολογικά: τα πράγματα μιλούν, έχουν άποψη, τα ζώα και τα φυτά συνεννοούνται, τα όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο είναι ανοιχτά, ο χρόνος είναι σχετικός, διαθέσιμος στον αφηγητή, ο αφηγητής κινείται ελεύθερα μέσα στους χρόνους.
Υπάρχει παντού η παιγνιώδης διάθεση του αιφνιδιασμού, η απόλαυση του εγκεφαλικού αστείου, του απρόσμενου και αναπάντεχου: ένας κόσμος ανιμιστικός, μια γκροτέσκα αισωπική διδακτικότητα, η διάψευση των προσδοκιών του αναγνώστη, ένας κόσμος χωρίς αιτολογική συνεκτικότητα, ή με παραλογική ψευδο-λογική. Υπάρχει μια επίπεδη καθημερινότητα (με υπερβατικά παράθυρα), αλλά ανεστραμμένη στη «λογική», γεμάτη από μικροπράγματα και μικροσυμβάντα, με εκούσια σύγχυση βαρών και μεγεθών, υπερβολικότητα, burlesk, skurril, ένας κόσμος σαν σκραμπλ, με ασύνδετες ψηφίδες για ένα τρελό παιχνίδι, που κτίζεται με πλούσιο λεξιλόγιο απλής αλλά και επιστημονικής και φιλοσοφικής ορολογίας.
Η συγγραφέας διαθέτει ασυνήθιστο μυαλό και ταλέντο. Μια παιδικότητα όπως στο μαγικό παραμύθι, στο όνειρο, αλλά χωρίς συναισθηματική μέθεξη στα παράξενα γεγονότα των παράδοξων και παράλογων συσχετισμών. Η γραφή της έχει ένα όλως ιδιαίτερο στίγμα, (το οποίο είναι ανιχνεύσιμο και στο υπόλοιπο πλούσιο λογοτεχνικό έργο της).
Οι παράξενες κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες της, κάνοντας μια ανάλυση του κόσμου από ασυνήθιστη και ασύμβατη οπτική γωνία, προσφέρουν μια έξυπνη διασκέδαση, κατά κάποιον τρόπο και διδακτική: είναι ένα σταυρόλεξο για προχωρημένους.
Υπάρχει εγκεφαλικός έλεγχος και απολυταρχική διαχείριση της αφήγησης (ό,τι θέλει την κάνει), από εύρημα σε εύρημα της φαντασίας και της παρατηρητικότητας. Συντίθεται ένα μαθηματικό παιχνίδι με δυνατότητες και ελεύθερη σύνδεση με διάφορα γνωστικά πεδία, υπολογίζεις τα εφέ, τα χαίρεσαι ως παιχνίδι παραδοξολογίας που νικάει την κοινή λογική και την ισχύουσα πραγματικότητα, χαίρεσαι το αναποδογύρισμα, την ανατροπή, τη διάψευση, την αποδόμηση, τη μικρή επανάσταση στη μεγάλη πραγματικότητα σε επίπεδο ατομικό· υπάρχει δεδομένο θέμα, προγραμματισμένη ιστορία και το παιχνίδι των εφέ, των ευρημάτων του αιφνιδιασμού, στο τέλος το παράλογο ηθικό δίδαγμα, που ανατρέπει την κατάσταση των πραγμάτων ή την γελοιοποιεί, υπάρχει και η διερεύνηση του άγνωστου μέσω «ορθολογικών» διαδικασιών της αναλογίας και δυσαναλογίας, της συγγένειας, της ξενότητας, της γειτνίασης ή της αντιστροφής της. Της ταύτισης και μη ταύτισης.
Μια μεθοδολογική καθαρότητα των φυσικών επιστημών: δεν υπάρχουν σύνθετα αισθήματα, ψυχολογικά μπερδέματα, σκέψεις με χώμα και αισθήματα βουτηγμένα στην αοριστία· αφήγηση καθαρή και ευθύγραμμη (με επεισόδια) όπως στο μαγικό παραμύθι.
Το επίθετο «παράξενο», υπερθετικό του «ξένου», προϊδεάζει ήδη για την αποστασιοποιημένη ματιά, την περίεργη αντικειμενικότητα και ακρίβεια με την οποία παρουσιάζονται καθημερινά γεγονότα, ή και υπερφυσικά συμβάντα με μια φυσιολογικότητα που δεν τους ταιριάζει, ένας πεντακάθαρος κόσμος δεδομένων χωρίς πολλά και μπερδεμένα αισθήματα, από συμβεβηκότα και αναπάντεχα, που δεν αιτιολογούνται ούτε εξηγούνται. Τα αντι-αφηγήματα αυτά, που υπερβαίνουν το είδος του ανέκδοτου, όπως είπαμε, συγγενεύουν κάπως με το μαγικό παραμύθι ή και τους παροιμιόμυθους της προφορικής λογοτεχνίας, ωστόσο χρησιμοποιούν διαφορετικά υφολογικά μέσα και δεν αποτελούν μυητική ιστορία αλλά την παρωδία της· το δίδαγμά τους είναι η γελοιοποίηση του διδακτισμού και της παιδαγωγικής χρήσης. Αυτές οι ιστορίες, σε μια νοερή συνέχεια με διακλαδώσεις του Edgar Allan Poe και του Franz Kafka, δεν συγκρίνονται, όσο μπορώ να ξέρω, με τίποτα που να έχει γραφτεί ξανά στα ελληνικά.
Η πρώτη ιστορία με τον επιτυχημένο συγγραφέα/δολοφόνο δίχως κίνητρο, με τους 42 τρόπους αυτοκτονίας στο τέλος, λειτουργεί σαν προειδοποίηση για τον αναγνώστη, ότι οι ιστορίες αυτές δεν θα είναι οπωσδήποτε χαρούμενες: το «παράξενες» έχει και τρομακτικές διαστάσεις.
Η δεύτερη, με τις ανόμοιες ταυτότητες, μάς μυεί στο γκροτέσκο κόσμο της σύνδεσης του ασύνδετου, όπου τελικά όλα συνδέονται με όλα, όπως στον ανιμιστικό κόσμο της μαγείας.
Αυτό γίνεται και στην ιστορία για το «Χάρτη», όπου το μεθυσμένο μάτι ενός γέρου σε παραθαλάσσια ταβέρνα βλέπει στο ναυτικό χάρτη ένα ανύπαρκτο νησί (κηλίδα χυμένου κρασιού) και βρίσκει τον εαυτό του να περπατά στο λιμάνι του νησιού αυτού και να μεταμορφώνεται από δύο γυναίκες σε ψάρι· οι κόσμοι της πραγματικότητας και της φαντασίας επικοινωνούν και μπαινοβγαίνουμε συνεχώς από τον ένα στον άλλο: στο όνειρο, το μεθύσι, στη φαντασία, στην τέχνη, στη σκέψη, την έκσταση, το διαλογισμό, την κατάνυξη.
Το επόμενο, «Τα ερωτικά γράμματα», είναι ιδιαίτερα πετυχημένο: εδώ υπάρχει και συμπάθεια για τους πρωταγωνιστές της εμποδισμένης ερωτικής ιστορίας που εκτυλίσσεται διά βίου και η οποία ανασυγκροτείται από παλιά αλληλογραφία που ανακαλύπτεται φυλαγμένη μέσα σ’ ένα τάπερ.
Έως εδώ θαυμάζει κανείς τα σπινθηροβόλα ευρήματα ενός έξυπνου νου με αποξενωτική τάση και μέθοδο στην παρουσίαση πραγμάτων και γεγονότων, που με την γκροτέσκα παραμόρφωση σχέσεων και μεγεθών, χρόνων και γεγονότων, υπονομεύει την επιστημονική και ορθολογική κοσμοθεωρία της εποχής, το μοντέλο των αιτιοκρατικών σχέσεων, μέτρα και σταθμά, χρόνους και χώρους, ξαφνιάζει συνεχώς τον αναγνώστη με απίθανες συσχετίσεις και τον κάνει να ενδίδει ασμένως σε λεκτικά και νοητικά πυροτεχνήματα και λογικά άλματα σε salto mortale.
Αυτή η γραφή, νομίζω, είναι πολύ διαφορετική απ’ όσες γνωρίζουμε στα ελληνικά γράμματα. Ξεκινά από τα θεωρητικά δόγματα του υπερρεαλισμού, αλλά φτάνει με το γκροτέσκο χιούμορ της σε μια περιπαικτική εφαρμογή, που οδεύει από το μαγικό παραμύθι και τη δήθεν παιδική λογοτεχνία έως την ανιμιστική κοσμοαντίληψη των πρωτόγονων και λαϊκών δοξασιών και μαγικών πρακτικών, όπου τίποτε δεν είναι αδύνατο.
Κάθε ιστορία είναι μια tour de force ενάντια σε κάθε λογική και ανατρέπει όποια αιτιοκρατία, ταύτιση, πιθανότητα, βεβαιότητα κτλ., που βρίσκονται στα θεμέλια όλων των συμβατικών ορθολογικοφανών αντιλήψεων των φαινομένων του επιστητού.
Την αφορμή από το μαγικό παραμύθι δεν την αρνείται και η επόμενη ιστορία, για τον κ. Αδαμάντιο και την κ. Χρυσούλα, που ξεκινά από τη θεωρία της ονοματοθεσίας και τη μαγική συσχέτιση του ονόματος με ικανότητες ή καταστάσεις του φορέα του ονόματος, και τελειώνει στη φυλακή λόγω μπλεξιμάτων με την Εφορία (διαμάντια, χρυσός).
Εδώ διαφαίνεται και η τακτική της συγγραφέως να προσγειώνει βίαια και απρόσμενα τις προσδοκίες του αναγνώστη, ο οποίος, είτε από το ύφος της αφήγησης, τα γεγονότα και της προοικονομίες και νύξεις για τα περαιτέρω, έχει κάνει ήδη κάποιες εικασίες για τη συνέχεια της ιστορίας.
Η επόμενη ιστορία, «Η Χαρά», αντιμετωπίζει την αφηρημένη έννοια σε διάφορες ενσαρκώσεις: το τυχαίο, το βίαιο, ένα ατύχημα παιδιού, μια καβαφική διάψευση ειδυλλίου κ.ο.κ.
Ο «Επαγγελματικός Προσανατολισμός» προϋποθέτει μελέτη της περίπλοκης εποχής μας.
Χαριτωμένη “Η μικρή Μπέση”, απογυμνώνει με τις έξυπνες ερωτήσεις τη σημερινή συμβατική κοσμοαντίληψη· πολύ χαριτωμένο.
Ο «Κλέφτης» έχει την τρομακτική παρατηρητικότητα της μοναξιάς.
Στο «Η κ. Λιλή» μπερδεύονται οι αυτοβιογραφικοί χρόνοι, κι όπως στο παραμύθι, τα όρια ανάμεσα στους κόσμους είναι ρευστά.
Ο κόσμος μέσα από τη ματιά μιας σκύλας είναι το θέμα των επόμενων πέντε ιστοριών. Οι ακριβείς και γκροτέσκες παρατηρήσεις θυμίζουν Κάφκα.
Οι «Απαντήσεις δίχως ερώτηση» είναι ένα φιλοσοφικό πείραμα.
Έξοχο το «Το σπίτι στο τέλος του δρόμου»· πολύ ποιητικό, η μετάβαση στον άλλον κόσμο. Στο μοτίβο του αγοριού που δεν μεγαλώνει αφιερώνεται το «Ο μικρός Ιωσήφ».
Στο «Η τρύπα και ο σοφός», το γκροτέσκο παίρνει υπερφυσικές διαστάσεις: η τρύπα είναι ζωντανός οργανισμός που βρίσκει παντού το δρόμο του.
Αυτό ισχύει και για τα επόμενα διηγήματα: το «Ο Καθρέφτης που είχε άποψη», που επιλέγει τι θα δείξει· το «Το όνειρο του σάντουιτς»· το «Η ποντικίνα Μάγκι και το βάζο Μινγκ».
Τα ίδια στοιχεία έχουν και οι ιστορίες για το υπόγειο με την έξυπνη κατσαρίδα, για τον πλατύ δρόμο και τον μοναχικό περαστικό, για το περίεργο μαγαζάκι της γιαγιάς Τζένης, για τον Θεό και τη Φύση, για τον τυχερό Τζόναθαν που παντρεύεται τη μοίρα του (τελείως γκροτέσκο), για την εύθυμη Μαίρη και τους σεισμούς, για το βιβλίο και το φάντασμα, για τον διαχειριστή της πολυκατοικίας.
Προς το τέλος οι δόσεις του παράδοξου, παράξενου, παράλογου κι άλλα παρά- αυξάνονται επικίνδυνα σ’ αυτό το παιχνίδι αποδόμησης της κοινής λογικής και των ορθολογικών τροπικοτήτων του σκέπτεσθαι. Συχνά παραβιάζονται ο ιστός και ο ειρμός μιας συμβολικής αφήγησης, η ιστορία φτάνει μερικές φορές στα όρια της αντιληπτικότητας του αναγνώστη, διαψεύδοντας σκληρά τις αφηγηματικές του προσδοκίες για μια κανονική short story με κάποιο point στο τέλος.
Μια τέτοια προσμονή καταστρατηγείται από την αρχή και αποδομείται συστηματικά έως το τέλος, όπου, μας περιμένει, σαν κεράσι στην τούρτα, ένα «ηθικό δίδαγμα»: αυτό, μεταφέρει τον παραλογισμό της όλης ιστορίας σ’ ένα ακόμα πιο προχωρημένο μετα-επίπεδο, ανατρέποντας τη μορφή και λειτουργικότητα των τελικών «ηθικών διδαγμάτων» (όπως υπάρχουν στην παιδική και νεανική λογοτεχνία της σχολικής εκπαίδευσης), πολλαπλασιάζοντας την αντι-διδακτική σκοποθεσία.
Το μόνο δίδαγμα είναι: ου ερμηνεύσεις. Κατά τις προσταγές της ερμηνευτικής ανοιχτότητας όλων των κειμένων στις θεωρίες της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας. Αλλά εδώ η πολυσημία ή απόκρυψη κάθε ερμηνεύσιμης σημασίας επιβάλλει από μόνη της την αποχή από κάθε τέτοια προσπάθεια, ή την γελοιοποιεί εν τω γενέσθαι.
Ο αναγνώστης καλείται να μάθει να χειρίζεται αυτές τις αστραπές αυτογνωσίας και κοσμοαντίληψης, όπου όλα είναι δυνατά και, ως λογοτεχνικές φαντασιώσεις επιτρεπτά, και να μάθει να απολαμβάνει τις παραδοξολογικές υπερβάσεις του πραγματικού, οι οποίες έχουν ένα κοινό «ηθικό δίδαγμα»: η πραγματικότητα δεν υπάρχει, – κάτι που είναι από μόνο του μια πολύ μεγάλη ανακούφιση. (Κι αυτό είναι άλλωστε και το μήνυμα της τέχνης: η τέχνη είναι το πείραμα με άλλες πραγματικότητες· δεν είναι η μοναδική πραγματικότητα αυτή που ζούμε.) Και τότε ο αναγνώστης μπορεί να ακολουθήσει δίχως αντιστάσεις το παιχνίδι του παιδιού, που παρουσιάζει η Π.Π. σε άπειρες εκδοχές και παραλλαγές στις σελίδες του βιβλίου.
Αλλά ο ηρακλείτειος παις αυτός, είναι και κακό παιδί, και το κρυφό του χαμόγελο έχει και σκοτεινές σημασίες. Στο χάος της ρευστότητας των πάντων επιβάλλει μια δική του τάξη: αντι-λογική, γκροτέσκα, υπερβατική και αναγνωρίσιμη, με πολύπλοκες κατασκευές και σχήματα του βάθους, την οποία καταστρέφει πάλι και φτιάχνει μιαν άλλη, εξίσου αντι-λογική, γκροτέσκα, υπερβατική και αναγνωρίσιμη.
Σ’ αυτό το παιχνίδι επιστρατεύονται πολλά πεδία του επιστητού, των επιστημών, της φιλοσοφίας, της καθημερινής ζωής, και με ιδιαίτερη επιμονή ακούγονται φωνές του ζωικού βασιλείου. Δεν είναι όλα του ανθρώπου. Υπάρχουν και άλλες φωνές στον πλανήτη. Κι αυτό ανταποκρίνεται μάλιστα σε μια τάση της σύγχρονης κοινωνιολογίας, και δεν έχει σχέση μόνο με τα αγαπητά τετράποδα που κουνάν την ουρά, για να βγουν έξω σε εποχές καραντίνας.
Η Π.Π., με αστείρευτη φαντασία, παίζει το παιχνίδι των δυνατοτήτων σ’ έναν κόσμο του δυνητικού, που φαινομενικά μοιάζει με τον δικό μας αλλά δεν είναι. Και τον παρουσιάζει σε σύντομα αφηγήματα, τον ελέγχει εγκεφαλικά, τον διευρύνει με ευρήματα που εκπλήσσουν, με ξαφνιάσματα που διασκεδάζουν. Ο κόσμος αυτός – να άλλο ένα γενικό «ηθικό δίδαγμα» – δεν είναι πιο παράξενος από αυτόν που ζούμε.
Έτσι το βιβλίο αυτό οδηγεί, – από μια άλλη οδό και με άλλους τρόπους – σ’ ένα μυητικό ταξίδι αυτογνωσίας: το χάος που δείχνει στις πολλές του εκδοχές, είναι κάτοπτρο του δικού μας χάους, εσωτερικού και εξωτερικού, και η παραξενεμένη και αποστασιοποιημένη ματιά μάς φανερώνει την ξενότητα του δικού μας καθημερινού κόσμου, όπου διαρκώς καραδοκεί το τραγικό – και το κωμικό. Το γέλιο είναι ένας δρόμος προς το δάκρυ, και από εκεί προς το χαμόγελο. Το γκροτέσκο είναι η αιχμηρή έκφραση του πόνου για την κατάσταση των πραγμάτων, όχι για τη βαθύτερη φύση τους. Το παιχνίδι με τις μορφές του γέλιου είναι αυτοδιδακτικό και πολυτιμότερο από το δάκρυ. Το πένθος είναι αποδοχή, το γέλιο αντίδραση και ζωή. Άσκηση.
Οι Παράξενες κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες είναι παιχνίδια με το παράλογο, το συστατικό στοιχείο της υπαρξιακής συνθήκης. Τα μαθηματικά είναι η Εδέμ του πραγματικού, της συνείδησης, κόσμος αγγελικός κι άφταστος, που καταλύεται ήδη από την απλή διαλεκτική. Μια χίμαιρα, μια φαντασίωση του νου. Το σώμα μας άλλα ξέρει και άλλα βιώνει. Έτσι στα παιχνίδια της Π.Π. διακυβεύεται η αυτογνωσία· αλλά ο δρόμος από την αυτόματη αποστροφή του λογικού μπροστά στο ά-λογο, ώς το γνώθι σεαυτόν μέσα στο ά-λογο είναι μακρύς. Οδοδείκτης είναι πάντα το χιούμορ. Το χαμόγελο που βρίσκεται ανάμεσα στις αράδες. Τα «ηθικά διδάγματα» είναι ασφαλώς παραπλανητικά. Διδάγματα πρέπει να βγάλει ο αναγνώστης μόνος του· και δεν είναι «ηθικά». Το βάθος του κόσμου δεν χωράει εύκολα σε λέξεις. Είναι βίωμα προγλωσσικό. Οι λέξεις δεν είναι ποτέ δικές μας. Και οι αφηγούμενες ιστορίες, είναι μόνο ώς ένα βαθμό.
Μια ευχή: κάθε αξιόλογος συγγραφέας που έχει να πει κάτι, να βρίσκει έναν αναγνώστη βάθους, που να μην περιμένει από εκείνον να τον βοηθάει πάντα με όσα γράφει. Η ανάγνωση δεν είναι μια παθητική, αλλά μια δημιουργική διαδικασία. Και ο αναγνώστης συμμετέχει. Έτσι, στο τέλος, χωρίζουν με τον συγγραφέα ως φίλοι.