Έκαψε η μηχανή
[Arse il motore]
Έκαψε η μηχανή στο δρόμο απάνω
το άγριο το αίμα της και κατατρόμαξε
τα παιδάκια. Τώρα τρέμει χαμηλόφωνα μες στην αγωνία
του ποταμού καθώς κυλά στους μόλους και τις θάλασσες.
Διψασμένο για σκόνη και για φλόγα
άγριο άλογο σούζα στάθηκε μέσα στη βραδιά∙
σε πινακίδες σφαλερές, στων χωριών τα σταυροδρόμια
κοκάλωσε και δοκίμασε της αβύσσου τις σχισμές.
Μορφή απίστευτη των εποχών
της κιμωλίας, των πρώιμων μαύρων βροντών,
των σούρουπων που από μέσα τους περάσαν οι ρωγμές
στα σπίτια και στις κάμαρες μ’ άνεμο τρομερό,
μονάχος μου περίμενα σε μακριάν απαντοχή∙
παράθυρα κι αόρατες υπέμεινα πλατείες∙
πάγοι κοφτεροί που μάρανε ο πυρετός,
φύκια και κρήνες μαζί μου κατεβήκαν
στου ταξιδιού μου το βάθος:
και πυξίδες και πηδάλια μου ξυπνήσανε
του κόσμου την εγκατάλειψη στις γέφυρές του,
στα έρημα βουνά, στα φώτα των συνόρων.
Ω τροχοί κι άμαξες αψηλές ως το φεγγάρι
φεγγάρι ασημωμένο από υπόγεια σκαρπέλα
φωνές κρυμμένες μες στο σκότος σαν τις στάχτες μου
και δρόμοι που μου φάνηκαν γκρεμοί,
μονάχος εταξίδεψα σε μια γροθιά, σ’ ένα σπόρο
θανάτου, από κάποιον θεό χτυπημένος.
Άνοιξη της Αγίας Αυγούστας[1]
[Primavera di Santa Augusta]
Με τη βροχή στα όρη, στα κάστρα
πέφτουν και γκρεμίζονται τα λάβαρα∙
αλαφρύς σα σκελετός
κινώ για τούτη τη μέρα
που δασωμένη χύνεται στον κόσμο.
Πίσω απ’ τις τυφλές του πάγου ριπές
και τα πυκνά ιζήματα των βάλτων,
στο σβησμένο γαλανό των χιονοστιβάδων
ταλαντεύονται τα ζύγια του χειμώνα
σταματημένα απ’ τη δική σου τη σιωπή,
σταματημένα απ’ του τρόμου μου τις απαρχές∙
μέσ’ από ένα άλλο μέτωπο βροχής
άνοιξη γλυκιά
στα όρη βροντά
Η δικιά σου η ιστορία φωτίζει
ακόμα: μες στη δίνη κατεβαίνεις
απ’ το νοτισμένο φύλλωμα
των χωριών
με τ’ ουρανού και των δρόμων τα ρεύματα,
με τις αβύσσους τις απογυμνωμένες κάτω απ’ τα τείχη
και κάτω απ’ τα τρένα
που ακινητούν προτού βραδιάσει.
Οι φωνές του αληθούς
αιώνος σ’ εξαγνίζουν
όμως τα μάτια μένουνε σβησμένα
πάνω σε τούτη τη γη τη στερημένη από σένα
κι από το πρόσωπό σου το νικημένο απ’ το θάνατο
γνωρίζω το δικό μου.
Ατόλη
[Atollo]
Ένας ήλιος που με γύρους τεμπέλικους
γήτεψε και καταβρόχθισε του κόσμου τη σκιά
κι υψώθηκε πάνω στους μέρες και τους μήνες
κιόλας δένει τον τοίχο με την αυλή
παρατηρεί τις λεπτότατες διαφορές
της άμμου στα καστράκια
και καταυγάζει μύρια λάβαρα
από ασπίδες και πύλες
απ’ των νεκρών τις γωνιές.
Ανάμεσα σ’ αυτά τ’ αβέβαια μνημεία
εκεί σας εγκατέστησα, εύθραυστες Ιταλίες,
που τα μικρά τα κομματάκια σας
τα ’σβησε αλάτι αδηφάγο∙
εκεί μεταρσιώθηκαν οι στάχτες
του εντόμου και του βιβλίου,
εκεί ανάμεσα σε μάταια παιχνίδια και κινδύνους
στη σιωπή ακουμπήσαν οι φράσεις
της δύστυχης της μνήμης μου
καθώς τα γέρικα βουνά στην άμμο εμπιστεύονται
τις ανεπαίσθητες φθορές τους∙
και κείνη σπάταλα γιομίζει
τα πρόσωπα και τα χαμόγελα,
το χρυσάφι σβήνει των ήχων.
Κιόλας ο ήλιος διαπερνά
τις τυφλές των παραθυριών στοές,
απορροφά και κόβει τους τελευταίους
δεσμούς της ύπαρξής μου.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Προς τη χώρα του Χαίλντερλιν…
Ο Αντρέα Τζαντζότο (1911-2011) είναι ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της μεταπολεμικής εποχής στην Ιταλία και γενικότερα στο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό στερέωμα.
Αφού σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, και έχοντας λάβει μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Τζαντζότο έζησε μια απλή ζωή, εργαζόμενος ως δάσκαλος στην άσημη γενέτειρά του, στην περιοχή του Βένετο. Η βιογραφία του δύσκολα θα μπορούσε να ταιριάξει με την πολυσχιδή περιπέτειά του στον χώρο της γραφής: υπήρξε ίσως ο σπουδαιότερος και πιο τολμηρός πειραματιστής στο πλαίσιο της σύγχρονης ιταλικής ποιητικής έκφρασης. Η ολοένα αυξανόμενη αντίσταση του ποιητή στις γλωσσικές συμβάσεις τον οδήγησε σε συνεχείς αμφισβητήσεις και πειραματισμούς. Το έργο του, αν και θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο στη μετάφραση (ιδιαίτερα εκείνο της ώριμης περιόδου), έχει αναγνωριστεί διεθνώς, ενώ παραμένει άγνωστο στη χώρα μας.
Υπήρξε, παράλληλα, βαθύς γνώστης της διεθνούς λογοτεχνίας του 19ου και 20ού αιώνα. Μετέφρασε Μπατάιγ και Μπαλζάκ από τα γαλλικά, ενώ νεότατος έμαθε γερμανικά για να μπορεί να διαβάζει ποίηση στη γλώσσα αυτήν, και ειδικά το έργο του Χαίλντερλιν. Το τελευταίο επηρεάζει βαθιά τη σκέψη του και το έργο του, από το ξεκίνημα και σε όλη την περίπλοκη πορεία του.
Τα τρία ποιήματα που μεταφράζονται εδώ προέρχονται από την πρώτη συλλογή ποιημάτων του Τζαντζότο, Dietro il paesaggio (Πίσω από το τοπίο), η οποία εκδόθηκε το 1951, γράφτηκε όμως κατά μεγάλο μέρος στις αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν ο συγγραφέας ήταν φοιτητής ακόμα – και αντιστασιακός. Εδώ, ο νεαρός ποιητής ακολουθεί, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην έκφραση, τα βήματα του Χαίλντερλιν, προσαρμοσμένα στα δικά του βιώματα και τη δική του γλωσσική έκφραση. Σε ύφος αντίστοιχα υψηλό -και κάποτε δυσνόητο- καταθέτει τον προσωπικό του μύθο.
Ήδη στο εισαγωγικό ποίημα της συλλογής δηλώνει και ο ίδιος, όπως κι ο δάσκαλός του που τον «χτύπησε ο Απόλλων», «από κάποιονε θεό χτυπημένος». Η περιπλάνησή του, όμως, αντίστροφα από του Χαίλντερλιν, δεν έχει στόχο τις χώρες του Νότου: ο νεαρός Ιταλός αναζητεί να περάσει στο Βορρά, μέσα από τα χιόνια των Άλπεων. Προφανώς δεν πρόκειται για τις γερμανικές χώρες της δεκαετίας του 1940, αλλά για τη Γερμανία του ρομαντικού παρελθόντος, όπου επιδιώκει να συναντήσει τον «δάσκαλο». Εξάλλου, στο ποίημα «Ατόλη», για το οποίο η κριτική έχει επισημάνει την καταγωγή του από τη μακρά ελεγεία του Χαίλντερλιν «Αρχιπέλαγος», το όραμα του Ιταλού είναι μελαγχολικό: μοναχικό νησί κι αυτός, ανέστιος σε μια χώρα όπου «έπεσαν τα λάβαρα», εγκατέστησε -με τον εύθραυστο ποιητικό του λόγο- «εύθραυστες Ιταλίες», σβησμένες κιόλας από «αλάτι αδηφάγο».
[1] Αγία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, η οποία μαρτύρησε με φριχτό τρόπο τον 5ο αι. μ.Χ. Σημειωτέον ότι είναι προστάτιδα αγία της ευρύτερης περιοχής όπου γεννήθηκε και έζησε ο ποιητής.