Άνθρωποι που στον ύπνο τους τη νύχτα ονειρεύονται γνωρίζουν ένα ξεχωριστό είδος ευτυχίας που δεν περικλείεται στον κόσμο της ημέρας, μια γαλήνια έκταση και άνεση στην καρδιά που είναι σαν μέλι στη γλώσσα. Γνωρίζουν επίσης ότι η πραγματική δόξα των ονείρων ενυπάρχει στην ατμόσφαιρα της απεριόριστης ελευθερίας τους. Δεν είναι η ελευθερία του δικτάτορα που επιβάλλει τη βούλησή του στον κόσμο, αλλά η ελευθερία του καλλιτέχνη που δεν έχει βούληση, που είναι ελεύθερος από βούληση. Η απόλαυση του αληθινού ονειροπόλου δεν έγκειται στην ουσία του ονείρου, αλλά στο ότι εκεί συμβαίνουν πράγματα στα οποία ο ίδιος δεν έχει την παραμικρή ανάμειξη, και βρίσκονται εντελώς έξω από τον δικό του έλεγχο. Μεγάλα τοπία αυτοδημιουργούνται, μεγάλες εξαίσιες εικόνες, πλούσια και φίνα χρώματα, δρόμοι, σπίτια που ποτέ δεν έχει δει, ούτε ακούσει για αυτά. Ξένοι εμφανίζονται και είναι φίλοι ή εχθροί, παρότι το πρόσωπο που ονειρεύεται δεν έχει κάνει ποτέ τίποτα για αυτά. Οι ιδέες φυγής και αναζήτησης επανέρχονται στα όνειρα εξίσου γοητευτικές. Κι όλοι λένε υπέροχα πνευματώδη σχόλια. Είναι αλήθεια ότι, αν τα φέρει κανείς στον νου του την ημέρα, ξεθωριάζουν και χάνουν το νόημά τους γιατί ανήκουν σε ένα άλλο πεδίο, αλλά, μόλις αυτός που ονειρεύεται ξαπλώνει τη νύχτα, η ροή κλείνει και πάλι, κι εκείνος θυμάται πόσο υπέροχα ήταν. Περιβάλλεται διαρκώς από ένα αίσθημα απέραντης ελευθερίας που τον διατρέχει σαν αέρας, σαν φως – μια υπερκόσμια ευδαιμονία. Είναι ένα άτομο προνομιούχο το οποίο δεν έχει τίποτα να κάνει, αλλά για την ανάπτυξη και την ευχαρίστησή του συμπράττουν όλα. Οι βασιλιάδες της Ταρσίδος θα του προσφέρουν δώρα. Λαμβάνει μέρος σε μια μεγάλη μάχη ή γιορτή και αναρωτιέται αν πρέπει εν μέσω αυτών των γεγονότων, να είναι τόσο προνομιούχος ώστε να μένει ξαπλωμένος. Όταν αρχίζεις να χάνεις τη συνείδηση της ελευθερίας και όταν η ιδέα της αναγκαιότητας εισβάλλει στον κόσμο, όταν υπάρχει κάτι βιαστικό και επείγον, όταν έχεις να γράψεις ένα γράμμα, να προφτάσεις το τρένο, όταν πρέπει να δουλέψεις για να μπορούν τα άλογα του ονείρου να καλπάσουν και τα τουφέκια να ρίξουν, τότε είναι που το όνειρο εξασθενεί και μετατρέπεται σε εφιάλτη –το χειρότερο και κατώτερο είδος ονείρου.
Η Κάρεν Μπλίξεν (1885-1962), Δανέζα συγγραφέας που όμως έγραφε στα αγγλικά, έγινε γνωστή για τα έργα της Πέρα από την Αφρική, Η γιορτή της Μπαμπέτ και Επτά γοτθικές ιστορίες. Αρχικά υπέγραφε με το αντρικό ψευδώνυμο Ίσακ Ντίνεσεν. Γεννήθηκε και πέθανε στη Δανία.
Το 1913 πάει στην Κένυα με τον σύζυγό της Σουηδό βαρώνο Μπρορ φον Μπλίξεν-Φίνεκε για να αναλάβουν μια φυτεία καφέ. Ο γάμος τους διαλύεται και το 1918 γνωρίζει εκεί τον έρωτα της ζωής της Ντένις Φιντς Χάτον, Άγγλο αριστοκράτη και αξιωματικό του στρατού. Σε ένα γράμμα στον αδελφό της Τόμας γράφει για τον Χάτον: «Θα είμαι δεμένη για πάντα, στον αιώνα των αιώνων με τον Ντένις˙ για να λατρεύω τη γη που πατάει, για να είμαι απίστευτα ευτυχισμένη όταν εκείνος είναι μαζί μου, για να υποφέρω μέχρι θανάτου όταν εκείνος φεύγει…» Τον έρωτά της για τον Χάτον και την αγάπη της για την Αφρική, τη φύση και τα ζώα της, αφηγείται στο βιβλίο της Πέρα από την Αφρική που εκδόθηκε το 1937 στα αγγλικά, όταν η Μπλίξεν είχε πλέον επιστρέψει στη Δανία μετά την αποτυχία της φυτείας και τον θάνατο του Χάτον σε αεροπορικό δυστύχημα με το δικινητήριο αεροπλάνο του, το 1931.
Το βιβλίο έχει γίνει ταινία σε σκηνοθεσία Σίντεϋ Πόλακ, με την Μέριλ Στριπ και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.