ο χουχουριστής
Είναι τα ταξίδια ένας τόπος
κι ένας άλλος τόπος,
ο τόπος που φτάνουμε,
λέω,
κι έχω στο νου μου την ψυχή της,
έτσι που αγωνίζεται να σκίσει τη λήθη
τηγανίζοντας,
σε τούτο το τρύπιο σπίτι
που ήταν σπίτι μας
Σιωπηλοί – εμείς, οι άνδρες –
ασβεστώνουμε τις λεμονιές και
δένουμε το αρνί στη σούβλα του,
σφιχτά,
σαν ένα ιστίο στη καταιγίδα
Κι όμως, σιγούσανε τα σήμαντρα
ακόμη κι εκείνη η ρυθμική κλαγγή
της Μεγάλης Παρασκευής,
σιγούσε επίσης
(τότε που αλυχτούσε ολονυχτίς
έξω απ’ την πόρτα μας,
ο ποταπός χουχουριστής)
εσύ, ήσουν πάντα ποιητής
Απάνω που λες: – μεγάλωσα πια
δε θα ξανανταμώσω Αρχάγγελους
όμως είναι τότε που συνωστίζονται στην σκάλα
ανεβαίνοντας,
τα νυχτοπατήματά τους σαν τα περίπολα εφόδου,
κι από τη σκόνη τους
να πυκνώνει ο χρόνος και να πλημμυρίζει τα όνειρα
ούτε που μετράω πια,
πόσες αρχές της Φυσικής παραβιάζονται
κάτι τέτοια εξηγούσα χθες στον παλαιό συνάδελφο
Νίκο Αργυράκη, Χημικό,
ενώ ίσιωνε το μουστάκι του
χαϊδεύοντας από κάτω, το ευγενικό χαμόγελο,
έπαιρνε σειρά για την ανηφόρα,
κι εγώ έκανα πώς δεν έβλεπα, πλάτη τον πατέρα μου,
που σκάλιζε τους σχιστόλιθους με ένα κουμαρόξυλο
-σαν γύρισε,
είδα που του ’λειπαν μπροστά δύο νεογιλά,
κι οι τιράντες του χιάζονταν
σαν χελιδονοουρές-
κι ο Νίκος μου ’λεγε:
«- εσύ, ήσουν πάντα ποιητής
ακόμη κι όταν δεν υπήρχε η ποίηση…»,
κι έσβηνε ένα τσιγάρο στην κουπαστή,
και τα κίτρινα δάχτυλά του,
τραύλιζαν στην ανάμνηση των θειούχων και της νικοτίνης.
«-εσύ ήσουν πάντα ποιητής.
όμως εμείς σου λέω,
είμαστε, καιρό τώρα, πεθαμένοι»
των άχρονων πόλεων/ per aspera ad astra
Όπως μετράω με τις λέξεις το διάφανο στερέωμα,
κι ένα χρυσό κολεόπτερο αναδιατάσσει τα άστρα,
η Ιαλυσσός ξημερώνει στη βροχή,
και τα όμβρια συλλέγονται
σε εκατό πηγάδια,
στο μέλαν κτήμα
Αθέατη σαρώνει,
-ένα φάντασμα-
τα ματωμένα σάβανα των Σεφαραδιτών,
η μεσοσπορίτισσα,
ενώ στο Ιάσιο ένας έφηβος με σκάρτο ημιμύστακα,
συναντά τον γέροντα εαυτό του,
έξω απ’ το κρατικό τυπογραφείο
όπου τυπώνεται
ο Χάρτης του Αγώνος.
Τη στιγμή της ύστατης ανάσας,
η ζωή του εσωρήγνυται,
καθώς
μόλις αντίκρισε το πέρας του κύκλου/
Όλα τα μυρμήγκια της Μοσούλης
προσκυνούν ταυτόχρονα,
προς τη Μέκκα των μυρμηγκιών,
την ώρα που ξυπνάει ο ήλιος στην Πιονγιάνγκ
Κι όπου στην πλάση κι αν ενδημούν ερωτιδείς ναυτίλοι,
αναβοσβήνουν στα σπλάχνα τους
σπειροειδείς,
οι αρμονίες του φ.
Ο κόσμος μάς αποκαλύπτεται
σαν μια ξινή φέτα λεμόνι
Τέτοια είναι η δίψα για τη γεύση της,
που είμαστε απόλυτα πρόθυμοι να καταπιούμε
ότι
-στο άχρονο και βουβό άπαν-
αεί
Ο Θεός ο Μέγας γεωμετρεί
Αρκεί να μην ασχοληθούμε,
περαιτέρω/