Τιμάμε τον μεγάλο ποιητή Ντύλαν Τόμας που αυτές τις ημέρες είχε τα γενέθλιά του, με ένα νεανικό διήγημα που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από την ποίησή του. Σχολείο μαγισσών, καθότι τις μέρες αυτές είθισται να τιμάμε και τις μάγισσες.
***************************************************************************************************
Μαμή, μαμή, φώναξαν τα επτά κορίτσια. Η κυρία Πράις σταυροκοπήθηκε. Μια καδένα από σκόρδα κρεμόταν στο λαιμό της. Αλαφιασμένη, την άγγιξε. Οι επτά ξεφώνισαν κι έτρεξαν από το παράθυρο στα μέσα δωμάτια, όπου η θυγατέρα του γιατρού, πεσμένη στα γυμνά της γόνατα, συμβουλευόταν ένα μαύρο βατράχι, το σύντροφό της, ενώ η ιερή γάτα κοιμόταν πλάι στον τοίχο. Ο σύντροφος κούνησε το κεφάλι. Οι επτά χόρεψαν, τρίβοντας τον λευκό τοίχο με τους γοφούς τους, ώσπου το αίμα ράβδωσε αχνά σύμβολα γονιμότητας πάνω τους. Κρατώντας η μία το χέρι της άλλης χόρεψαν ανάμεσα στα σκοτεινά σύμβολα, κάτω από χάρτες που σημάδευαν την άνοδο και την πτώση εποχών σατανικών, και τα λευκά τους φορέματα κυμάτισαν γύρω τους. Οι κουκουβάγιες ξεκίνησαν το τραγούδι τους, ένα τραγούδι που αντιλαλούσε τη μουσική ενός αιφνίδια αφυπνισθέντα χειμώνα. Κρατώντας η μία το χέρι της άλλης οι χορεύτριες στροβιλίστηκαν γύρω από τον μαύρο βάτραχο, με τη θυγατέρα του γιατρού κι επτά αρσενικά ελάφια να χορεύουν, τα ελαφοκέρατά τους να τραντάζονται μέσα στο αντάριασμα της ανόσιας κάμαρας.
….
Μαζί κατρακύλησαν τον κακοτράχαλο λόφο.
Τρόμος τούς συνάντησε στους πρόποδες, ο τρόμος των τυφλών που κτυπούν τ’ άσπρο ραβδί τους και τα άτσαλα χέρια τους στο συμπαγές σκοτάδι. Δυο σκουλήκια μες στις φυλλωσιές ενός δέντρου, κοιλιές στους κολλώδεις χυμούς, στον παχύρευστο πολτό του κακοσπαρμένου δάσους, εκείνοι, κρατώντας σφιχτά καπέλα και σάκους, σύρθηκαν τώρα στο ανηφορικό μονοπάτι που έβγαζε στη μαύρη γέννα. Δεξιά, αριστερά, οι κραυγές των ωδίνων πλησίαζαν χωμένες κάτω από τα κλαδιά, τρυπώντας το νεκρό ξύλο, από τη γη όπου φταρνιζόταν ο τυφλοπόντικας, από τον ουρανό που χανόταν απ’ το βλέμμα του σκουληκιού.
Δεν ήταν οι μόνοι που τη νύχτα αυτή αιχμαλωτίστηκαν στον υετό της τύφλωσης· γι’ αυτούς, καθώς παραπατούσαν, η γη ερήμωσε απ’ ανθρώπους, και μόνο προφήτες του κακού καιρού πορεύτηκαν στις γειτονιές τους. Τρεις γανωματήδες βγήκαν μέσα απ’ τη σιωπή πλάι στον τοίχο του παρεκκλησιού.
Το απόσπασμα βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Σκοτεινά Παραμύθια, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές-Printa, σε μετάφραση Έφης Φρυδά.