X
Με βύζαινε ο ύπνος, λιγόστευα, αραίωνα
Ήταν οδύνη, ήταν ηδονή, ήταν
Αυτό που πύκνωνε έξω τον άπειρο χρόνο-
Άκουγα κάτι σαν λαχάνιασμα, ποιος ανηφόριζε;
Θυμήθηκα: ο ταχυδρόμος
Κάθιδρως, χρόνια
Γλιστρούσε, σκόνταφτε
Σε χάσματα μνήμης σε λάσπες σε αίματα
Έπεφτε σηκωνόταν ανηφόριζε, χρόνια
Σε αγωνία τρομερή, επέμενε
Να προσεγγίσει τον κλωβό
Να παραδώσει συστημένο
Φάκελο άδειο, χωρίς επιστολή χωρίς αποστολέα
Επέμενε, έπρεπε να με βρει, ήμουν
Ο παραλήπτης
Σε μοναξιά απίστευτη, ο μισός νύχτα κιόλας
Ο μισός ακόμα μια
Δύσκολη σημασία αμετάφραστη
Με βύζαινε ο ύπνος, λιγόστευα, αραίωνα
Ήταν οδύνη, ήταν ηδονή, ήταν
Αυτό που πύκνωνε
Έξω τον άπειρο χρόνο
Το χάος που με περιείχε και το περιείχα
Ως φόβο, ως κατάκτηση, ως δύναμη –