ΠΡΟΦΙΛ
Ο Ψαραντώνης (Αντώνης Ξυλούρης) γεννήθηκε στα Ανώγεια της Κρήτης το 1942. Η λύρα άγγιξε τις χορδές της ψυχής του πολύ νωρίς, και στα πέντε του χρόνια ήδη σκάλιζε κρυφά τη λύρα του μεγαλύτερού του αδελφού – μύθου της ελληνικής μουσικής- Νίκου Ξυλούρη (Ψαρονίκου).
Στα πρώτα μουσικά του ακούσματα συγκαταλέγονται ο αδερφός του Νίκος, ο Μανώλης Πασπαράκης (Στραβός), καθώς και οι άλλοι λυράρηδες του χωριού του.
Ο Ψαραντώνης όμως αποφάσισε να τραβήξει έναν ολόδικό του δρόμο, και έγινε ένας ζωντανός θρύλος της μουσικής, εμπλουτίζοντας την κρητική, τη μεσογειακή και την παγκόσμια μουσική με ήχους ανεπανάληπτους, με μουσικές και ερμηνείες απαρομοίαστες και μοναδικές.
Σήμερα, για την Παγκόσμια Μουσική Κοινότητα ο Ψαραντώνης είναι η «Φωνή της Αρχαίας Ελλάδας», είναι η «Κραυγή των Θεών»- και δικαιώνει πάντα τους ανθρώπους του και την αγάπη τους.
{Για τις πληροφορίες στοιχεία αντλήθηκαν από τη συζήτηση με τον Θανάση Σταυρακάκη – τον αγαπημένο ξάδερφο, το κοντινότερο πρόσωπο του Ψαραντώνη και από το επίσημο site, psarantonis.gr, στο οποίο με παρέπεμψε η Νίκη Ξυλούρη, η Ψαρονίκη, αντάξια κόρη του πατέρα της.}
ΑΝΦΑΣ / ΤΕΤ~Α~ΤΕΤ
Λένη Ζάχαρη: Να καλησπερίσουμε έναν αγαπημένο, έναν ξεχωριστό άνθρωπο για μας, τους ανθρώπους του ΠΕΡΙ ΟΥ, αλλά, νομίζω, και για όλους τους Έλληνες: τον Ψαραντώνη ή Αντώνη Ξυλούρη. Σας ευχαριστούμε που δεχθήκατε να δώσετε μια συνέντευξη – και μάλιστα ζωντανή- στο περιοδικό μας. Για μας είναι μεγάλη τιμή. Καλώς ανταμώσαμε.
Ψαραντώνης: Να είστε καλά.
Έφη Μαχιμάρη: Λένη, σε ευχαριστούμε και εμείς για την επιμονή σου να έρθει ο Αντώνης…
Λ.Ζ: Να ευχαριστήσουμε εκείνον που μας έφερε σε επαφή.
Ψ: Τον Μπετονιά. (γέλια)
Λ.Ζ: Τον Θοδωρή τον Μπετονιά! Χαχαχα, τον Θοδωρή Κοτονιά, τον αγαπημένο μας.
Ψ : Τον Θοδωρή!
Ε.Μ: Θοδωρή σ’ ευχαριστούμε…
Λ.Ζ: Όπως λέει και ο Μίλτος Πασχαλίδης στον Ξένιο: «Κι είναι το μόνο που τον σώνει / μια δοξαριά του Ψαραντώνη». Και αναφέρεται στον Ξένιο Δία, θεό της Φιλοξενίας. Είμαστε φιλόξενοι ακόμη;
Ψ: Είμαστε φιλόξενοι. Κι εγώ είμαι φιλόξενος κι εσείς είστε φιλόξενοι! – Αλλά, γιατί δεν έρχεται εδώ κι ο «Μπιφτεκάτσης», ο Σταυρακάκης;
Λ.Ζ: Ελάτε! Γιατί θα μας κάνει παράπονα αν δεν έρθετε. Ναι, καλέ, ελάτε!
Ψ: Έλα, έλα!
( Όμως, ο Θανάσης Σταυρακάκης, αδερφικός φίλος των Ξυλούρηδων, και του Νίκου και του Αντώνη, που στάθηκε έντιμα κοντά τους από τα παιδικά τους χρόνια, δεν ήρθε στο τραπέζι κατά τη συνέντευξη… Η αρετή της διακριτικότητας.)
Λ.Ζ: Να ρωτήσω, καταρχήν, ποιος είναι ο Ψαραντώνης; Δίνετε συνεντεύξεις, σας ρωτάνε πάρα πολλά πράγματα, κάθε φορά διαβάζουμε διάφορα στις συνεντεύξεις. Εσείς ποιος λέτε ότι είστε πραγματικά, ποιος νιώθετε ότι είστε; Τόση ώρα σας έβλεπα εδώ, καθισμένο, έχετε την ίδια αγωνία με εμένα, να μη πω και περισσότερο.
(εδώ με κοιτά λοξά και μού γνέφει “Ναι”, μ’ αυτά τα μάτια θάλασσες αλήθειας και καθαρότητας). Τι είναι ο Ψαραντώνης;
Ψ: Είναι όπως όλοι οι άνθρωποι… Με αισθήματα πρώτα… Παίζει τη λύρα του… Έχει τη μούρη του! ( μας δείχνει τη μακριά γενειάδα του) Ε, αυτά…
Λ.Ζ: Αλήθεια, το Ψαραντώνης, Ψαρονίκος, από πού βγήκαν;
Ψ: Στο χωριό όλοι έχουνε παρατσούκλια. Εμάς εβγήκε από τον παππού μου ο οποίος επολέμαε τους Τούρκους, εχίμαε στη μάχη και τους έπιανε σαν τα ψάρια! Ο πιο μεγάλος στην παρέα έλεγε αστεία «Κοίτα μωρέ πώς πιάνει τους ψαρότουρκους!» Και του βγάλανε το παρατσούκλι “Ψαραντώνης” γιατί έπιανε τους Τούρκους σαν τα ψάρια! Κι ύστερα είναι και το άλλο: άμα κάποιος έρθει στο χωριό και θέλει τον Αντώνη τον Ξυλούρη, τον Γιάννη, τον Μανώλη, ρωτάμε ποιον. Κι αφού όλο και κάτι έχει κάνει κάποιος, και του έχει μείνει παρατσούκλι, ξέρουμε! Μη πιάσουμε και ρίξουμε τα σπίτια…
Λ.Ζ: (γέλια) Σωστά… Συνεχίζουμε: Όλα αυτά τα χρόνια της μουσικής σας διαδρομής, όλα αυτά τα χρόνια που παίζετε μουσική – θα πάω μετά στη “σκανταλιά”- σας πλησιάζουν νέοι άνθρωποι;
Ψ: Ναι, ειδικά τα μικρά παιδιά! Με δέχονται.
Λ.Ζ: Αυτό σας δίνει χαρά σίγουρα…
Ψ: Μου αρέσει πολύ! Αγαπώ πολύ τα μικρά παιδιά και χαίρομαι ιδιαίτερα! Βλέπεις που κρατεί και μεγαλώνει και η αγάπη για την Παράδοση! Είναι πολύ μεγάλο αυτό, βρε παιδιά! (Καθώς μιλάει για τα μικρά παιδιά και την αγάπη τους για την μουσική και τη λύρα, το πρόσωπό του φωτίζεται. Χαίρεται σαν να λαβαίνει το σπουδαιότερο δώρο!)
Λ.Ζ: Μια και μιλάμε για την “Παράδοση”, σέβονται οι σημερινοί την παράδοση;
Ψ: Όσο πάει τώρα όλο και περισσότερο. Εκείνη είναι που μπαίνει πρώτη, αυτή μένει ό,τι και να κάνουμε! Είναι «ρίζα», τέλος! Απ’ όλα τα πράγματα αυτή είναι η ουσία! Και η Τέχνη είναι παράδοση. Χωρίς αυτήν, χωρίς «ρίζα» δεν μπορούμε να σταθούμε, να κάνουμε τίποτα!
Ε.Μ: Εσείς οι Κρητικοί άλλωστε, έχετε και ιδιαίτερη σχέση με την Παράδοσή σας. Την κρατάτε ζωντανή.
Ψ: Άμα καταλάβεις τι είναι αυτό που έχεις για να πατήσεις γερά στα πόδια σου, την αξία της…
Λ.Ζ: Υπάρχουν πολλοί σήμερα που γκρινιάζουν και λένε ότι “δεν θα γίνουμε ποτέ Ευρωπαίοι”. Εσείς τι λέτε;
Ψ: Μα είμαστε Ευρωπαίοι! Με την παράδοσή μας!
Ε.Μ: …Δηλαδή να γίνουμε κατεργαρέοι;
Λ.Ζ: …Όχι, εννοώ να αποκτήσουμε μάλλον τις συνήθειες των Ευρωπαίων ή τα κουσούρια.
Ε.Μ: Αμφισβητεί κανείς πώς είμαστε Ευρωπαίοι;
Λ.Ζ: Για να ευλογήσουμε και τα γένια μας, ίσα ίσα που μας παραδίνεται κι απ’ τον Ηρόδοτο!
Ψ: …α, να γίνουμε κλέφτες κι εμείς δηλαδή…
( τη στιγμή εκείνη μιλούσαμε σχεδόν κι οι τρεις μαζί γελώντας και κουνώντας καταφατικά τα κεφάλια μας· είναι εντυπωσιακό και τρυφερό το πώς ο άνθρωπος αυτός αφήνεται στο γέλιο, με την ομορφιά και την σπιρτάδα μικρού παιδιού…)
Λ.Ζ: Να πάμε στη… “σκανταλιά”; (Με κοιτάζει περίεργα.) Πώς ξεκινήσατε να παίζετε λύρα;
Ψ (γελάει..): Α… Ο Νίκος από μικρός ήθελε λύρα. Ήτανε στο δημοτικό σχολείο κι ο πατέρας μου το εσκεφτότανε. Στο τέλος, με τα πολλά, επήγε στο δάσκαλο, τον Δραμουντάνη τον Μενέλαο, που είχε το παιδί και το ‘χε ακούσει που τραγουδούσε στις εξετάσεις που κάνανε. Και λέει του δασκάλου «Δάσκαλε, το μπεμπέκι θέλει λύρα. Πε μου τι να κάμω..» «Είπες πώς θέλει λύρα;», λέει εκείνος.«Ναι…», απαντάει ο πατέρας μου και τότε τού λέει ο δάσκαλος «Ε, πάρτηνε και θα με θυμηθείς!» Εγώ ήμουν μικρός, πέντε χρονών, κι επείραζα κρυφά τη λύρα, κι ο Νίκος όλο με μάλωνε να μη του τη χαλάσω. Μια μέρα κάπου ήταν, έξω, κι εγώ ήμουν κλεισμένος στο δωμάτιο. Πήρα τη λύρα κι άρχισα σιγά σιγά να παίζω ένα σκοπουλάκι. Ο Νίκος ανέβηκε πάνω, με άκουσε, αλλά δεν άνοιξε την πόρτα να μπει μέσα. Μόλις σταμάτησα μπήκε, κι εγώ έκαμα ν’ αφήσω τη λύρα πλάι μου, στο κρεβάτι. Μού λέει τότε ο Νίκος, “Μην την αφήνεις, για ξαναπαίξε αυτό που έπαιζες πριν.” Και πήρα εγώ κι άρχισα να παίζω. Του Νίκου τού άρεσε και μού λέει “θα παίζεις αλλά να προσέχεις μη χαλάσεις τη λύρα! Είχε τη λύρα, είχε τον ουρανό με τ’ άστρα! Κι έτσι μάθαμε να παίζουμε!
Λ.Ζ: Φαντάζομαι πως ήταν μεγάλο γεγονός για ένα παιδί, στην Κρήτη, να έχει τη δική του λύρα. εκείνη την εποχή.
Ψ: Ναι! Πολύ μεγάλο!
{Στο σημείο αυτό, ιδιαίτερα φορτισμένος, μας αφηγείται τις περιπέτειες μιας οικογένειας και στην ουσία ενός νησιού, μιας ολόκληρης χώρας, μέσα σε έναν πόλεμο Παγκόσμιο, τις αγριότητες που γνωρίζουμε πως βίωσε κυρίως η Κρήτη, τα δύσκολα, μαύρα χρόνια μετά, και το πώς η οικογένεια αλλά και η χώρα προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο τους…}
…Μεγάλες δυσκολίες εκείνη την εποχή. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι σαν κυνηγημένοι, το σπίτι στο χωριό είχε χαλάσει, μέναμε πότε εδώ και πότε εκεί… Άσχημα πράγματα. Τα θυμούμασταν όμως μετά…ε, να μην ξανάρθουν τέτοιες μέρες, τέτοια πράγματα!
Λ.Ζ: Έχω καταλάβει ότι κάποια εποχή, όταν παίζει ο Νίκος λύρα και παίζατε κι εσείς μάλλον, η λύρα ήταν υποτιμημένη τουλάχιστον ως προς το κρητικό τραγούδι. Οπότε αναγκαζόσαστε να προσαρμοστείτε στην Ευρωπαϊκή μουσική.
Ψ: Ναι, αμέ. Παίζαμε ευρωπαϊκά, ταγκό, βαλς, ρούμπες, τσάμπες, τσάρλεστα, τσάρλεστον!
Ε.Μ: Αλήθεια;;;
Ψ: Αμέ! Πανηγύρι ολόκληρο!
Λ.Ζ: Έβγαζε η λύρα τέτοια μουσική;;;!
Ψ ( με κοιτάζει με απορία και σχεδόν με αυστηρότητα): Η λύρα παίζει τα πάντα! Γιατί; Η λύρα έχει όλη τη μουσική! Έχει το νύχι που την κάνει και βγάζει μόρια, ψιθύρους, κραυγές… Του Θεού του Ολύμπου! Τη δική μου τη λύρα, την πήραν και την πήγαν στο μεγαλύτερο μουσείο του κόσμου, στην Αριζόνα της Αμερικής και πηγαίνουνε σχολεία και κόσμος πολύς και τη βλέπουνε. Τους έδωσα μια ωραία λύρα και την έχουνε πρώτη πρώτη στην είσοδο κι η κάμερα δίπλα δείχνει που παίζω. Την έχουνε εκεί πρώτη πρώτη όπως μπαίνεις…
(Με φυσικότητα και ενδιάθετη σεμνότητα αναφέρεται στην λύρα του που εκτίθεται στο Musical Instrument Museum, στο Φοίνιξ της Αριζόνα όπου, δίπλα στη λύρα του εκπροσώπου του Ελληνισμού, του ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα της Οικουμένης, προβάλλεται βίντεο με τον ίδιο να παίζει μουσική.
~Οι πληροφορίες αυτές έχουν αντληθεί από το επίσημο site, psarantonis.gr , με την βοήθεια της επίσης σεμνής, αντάξιας κόρης του πατρός, Νίκης Ξυλούρη~ ).
Λ.Ζ: Πότε αρχίζει να γίνεται “αποδεκτή” η παραδοσιακή μουσική; Τι είναι αυτό που έλκει, από ένα σημείο και μετά, τον κόσμο;
Ψ: Η παράδοση, είπαμε, μένει. Όλα τα σπρώχνει με περιφρόνηση και μένει καθαρή. Αυτή είναι η Παράδοση.
Λ.Ζ: Ναι, όταν αναζωογονεί…
Ψ: Βέβαια! Άμα παίζουμε ωραία, τα μικρά παιδιά που ψάχνουν τη μουσική ανακαλύπτουν την παράδοση…Αυτά είναι τα σημαντικά! Γιατί η παράδοση μιλάει στην ψυχή!
Ε.Μ: Και το καλύτερο, Αντώνη, είναι ότι ο κόσμος εκτός Κρήτης, καταλαβαίνει το καλό, το παραδοσιακό, το ξεχωρίζει από εκείνο το ‘ντίριντιρι’…
Ψ: Να σας πω τώρα, και δε μπορώ να τα λέω αυτά…, στα Φεστιβάλ που πάω εγώ έξω, όπως στη Γερμανία -οχτώ χώρες ήταν οι καλύτεροι μουσικοί απ’ όλο τον κόσμο και το βραβείο το πρώτο το πήραμε εμείς, η Ελλάδα! Λοιπόν, ήταν ένα κοριτσάκι μικιό κι έκλαιγε, η μαμά του είναι από τ’ Ανώγεια κι αυτή το είχε μάθει, και ήρθαν μετά στο τέλος και μου λέγανε “όλη την ώρα κλαίγαμε”! Και τώρα που μεγάλωσε το κοριτσάκι, το λέει παντού όπου κι αν πάει!
Λ.Ζ: Συγκλονιστικό…
Ε.Μ: Ε… μα ξεχνιούνται αυτά τώρα;
Λ.Ζ: Να ρωτήσω κάτι άλλο τώρα: Μιλούσατε κάποια στιγμή στην τηλεόραση για τους Ολυμπιακούς… Είχατε κάνει μια πρόταση;
Ψ: Όχι! Αυτοί εκαθήσαν και κάμαν συμβούλιο στη Θεσσαλονίκη, η Αγγελοπούλου και οι άλλοι, και είπανε ποιος θα λήξει τους Ολυμπιακούς Αγώνες; Και είπανε εγώ. Αποφασίσανε και με παίρνουνε τηλέφωνο, η Αγγελοπούλου. Έλεγε εκεί πολλά και μου λέει “Θα σού στείλω μια αίτηση ν’ ανέβεις στην Αθήνα να πας να την καταθέσεις εκεί που θα σου γράψω.” Μου έστειλε την αίτηση, πήγα την κατέθεσα κι επερίμενα να με ειδοποιήσουν. Πέρναγε ο καιρός, δυο τρία χρόνια πριν τους Ολυμπιακούς ήταν αυτή η ιστορία. Περίμενα, περίμενα, κι όπως συζητούσαμε σε μια παρέα έτσι , μου λένε άμε στο Δήμο, στο Ηράκλειο, να ρωτήσεις τον Δήμαρχο. Αυτοί κάτι θα σού πούνε, κάτι θα μάθουν. Πήγα και λέω, κύριε Δήμαρχε έτσι κι έτσι, και περιμένω να δω τι θα κάμω! Ε, και λέει ο Δήμαρχος “έλα μετά από λίγες μέρες να έχω ρωτήσει και να μάθω.” Πήγα κι εγώ μετά από δέκα μέρες, του λέω ‘τι έγινε κύριε Δήμαρχε;’…άρχισε να μου λέει “Δεν ξέρω, δεν έμαθα” κι άλλα τέτοια κι εσηκώθηκα κι εγώ κι έφυγα και τα ξέρετε τι έγινε μετά. Αυτά τα κυκλώματα που υπάρχουν πέσαν απάνω και βάλαν τα σκυλάδικα κι όλα αυτά. Τι θα ‘λεγες Λενιώ;
Λ.Ζ: Μου έχει μείνει η περιγραφή που είχατε κάνει, να παίζετε από το Ιδαίον Άντρο – που όλοι ξέρουμε την σημασία του για την μυθολογία μας- και να μεταδίδεται αυτό… Και θυμάμαι πόσο με είχε πικράνει καθώς το συνέκρινα με ό, τι παρουσιάστηκε στη συνέχεια, και θύμωσα. Με είχε θυμώσει όχι βέβαια η πρόταση η δική σας αλλά, αυτή η απόρριψη, η απόρριψη των κυκλωμάτων στην μουσική.
Ψ: Ε, ναι. Αυτά τα κυκλώματα την παράδοση την παραγκωνίζανε πάντα, μα τώρα δε μπορούν να τση ‘γγίξουν!
Ε.Μ: Έτσι…έτσι…
Λ.Ζ: Ναι! Πέστε μου κάτι άλλο: Απελευθερώνει η μουσική;
Ψ: Βέβαια απελευθερώνει! Τώρα ό, τι και να κάνουμε, η παράδοση, είπαμε, μένει. Από την παράδοση ξεκινήσαν όλα. Όταν όλοι ζούσαν σε σπήλιους και καλύβες. Το έλεγε ένας παρουσιαστής στη Συνάντηση των Πέντε Ηπείρων- τρεις μουσικοί από κάθε ήπειρο, ωραίοι μουσικοί, καλοί- και παίρνει και λέει, τα ‘λεγε με λίγα λόγια: “αυτή είναι η τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας, η «κραυγή της Κρήτης», του νησιού των Θεών που όλος ο κόσμος έχει να κάμει, που από ‘κει ξεκινήσαν όλα. Η ανθρωπότητα ζούσε σε σπήλιους και σε καλύβες αλλά οι Μινωίτες, Δραβίδες, Έλληνες, είχαν στόλο, μουσική, θέατρο. Μόνον οι Έλληνες -‘Δεν μας τα λένε αυτά!’ – Και φύγαν με το στόλο από ‘κει και γυρίσαν τον κόσμο και μας δώσαν το φως του πολιτισμού. Μας μάθαν και μουσική, τη λύρα-λέει-που έπαιξε μετά ο Ορφέας, ο Απόλλωνας, τα τύμπανα των Κουρήτων που παίζαν στον Δία, και τσ’ αυλούς, ξύλα, καλάμια, αληθινά όργανα. Όσοι λαοί επισκέφτηκαν αυτή τη χώρα δεν είχαν να δώσουν, παίρναν και μεταφέραν!” Συνάντηση των Πέντε Ηπείρων ήταν! Τρεις μουσικοί από κάθε ήπειρο. Το κάναν Ολλανδία, Ελβετία, Γαλλία, Γερμανία. Με καλέσανε κι εγίνηκε η συνάντηση στα σύνορα με τη Γαλλία και την Ελβετία τότε, κι επήγα.
Λ.Ζ: Είναι υπέροχο και ταυτόχρονα ελαφρώς… Δεν σας απογοητεύει που η χώρα μας δεν κάνει κάτι αντίστοιχο για σας, δηλαδή τα φεστιβάλ που γίνονται ή οι συναυλίες…
Ψ: Εδώ, ασ’ το τώρα, εδώ είναι άλλο!
Λ.Ζ: Γιατί να μη το πούμε; γιατί κάποια στιγμή…
Ψ: Εδώ είναι να πάρουν τα λεφτά από το υπουργείο και να τα μοιραστούν μια μερίδα !
Λ.Ζ: Ε, ναι πρέπει να λέμε και τις αλήθειες, μήπως και ξυπνήσουμε λιγάκι.
Ψ: Αυτό είναι πια… Η αλήθεια! Ο κόσμος τα μαθαίνει και τα ξέρει πια…
Ε.Μ: Μα ναι, ο κόσμος έχει ξυπνήσει…
Ψ: Μ’ αυτούς τους μουσικούς τώρα τους καλούς, στα Φεστιβάλ που παίρνουν έναν από κάθε χώρα, είμαστε φίλοι. Με παίρνουν να πάω κοντά τους να παίξουμε, και να βγάλω τη λύρα να παίξω κι εγώ! Να ο Nick Cave είπε στην Αγγλία, μόλις τελείωσε την συναυλία, “Μη χάσετε αύριο τον …εμένα… που αυτόν ακούω όταν ταξιδεύω και στο σπίτι μου! Την αρχαιότητα της μουσικής!”
Ε.Μ: Ναι.. ε;
Λ.Ζ: Είναι συγκινητικό!
Ψ: Ο Nick Cave και όλοι τους αυτοί…Τι συγκίνηση!
Ε.Μ: Σπουδαίο συναίσθημα!
Λ.Ζ: Ταυτόχρονα βέβαια, εδώ στην Ελλάδα έχουμε κι ένα στοιχείο «παρακμής». Γιατί παίρνουν άφεση; Τι σχέση έχουν με την παράδοση; Τι σχέση έχουν τα ντίρι ντίρι που λέει κι η Έφη, με την ελληνική μουσική; Εδώ μιλάμε για παρασυρμένες μάζες…
Ψ: Μα όταν λες τώρα τα ριζιτικά, όταν λες τον “Αμάραντο”, “Για δέστε τον αμάραντο σε τι βουνό φυτρώνει!” Τι μελωδία έχουν, τι ρίζες, τι ταξίδια έχουν αυτά τα τραγούδια της Ελλάδος μέσα τους! Πού να τα βρούμε, βρε παιδιά, αλλού!
Εκεί στο Βερολίνο, στο Φεστιβάλ που πήγαμε, αφού τελείωσε τη νύχτα μαζευτήκαμε και άλλοι μουσικοί κι εφέραμε τα όργανα να παίξουμε. Πήρα κι εγώ τη λύρα, την είχα πλάι,- βρε παιδιά, ωραίοι μουσικοί, δυνατοί, παίζουν ωραία οι μπαγάσηδες, διαολεμένοι!!!- Έχω τη λύρα μου εγώ εδώ, παίζει ο Ισπανός το φλαμέγκο του, την κιθάρα, είπε μια μελωδία και μ’ έφερε δώθε, κάτι μ’ έφερνε δώθε. Πιάνω κι εγώ τη λύρα μόλις τελείωσε κι εμουρμούριζα κάπως, είπα και μια μαντινάδα στα μέτρα αυτουνού. Με κοίταζε περίεργα και τού λέω: “Τι κοιτάς μωρέ; Πού το βρήκες αυτό;” Και του ‘πε ο διερμηνέας – ε, κάνουμε και τ’ αστεία μας! – τι του ‘πα. Και μου λέει, “ε καλά, από σας πήρε όλος ο κόσμος! Και την ταυρομαχία -λέει- από σας την πήραμε…».
Λ.Ζ:.. Απ’ τα ταυροκαθάψια!
Ψ:….Ναι, από σας την πήραμε αλλά αυτά που κάναν οι Έλληνες δεν μπορούν να γίνουν και γι αυτό δολοφονούμε τον ταύρο! Άκου τι μου είπε ο άνθρωπος! Ακούς;
Ε.Μ: Πω πωω..Φοβερό!
Ψ: ‘Ντάξει;
(Η συζήτηση έχει ήδη ένα ιλαρό χαρακτήρα και στο σημείο αυτό γελάμε κι οι τρεις, τον ρωτάμε αν βιάζεται..)
Ψ: Αφού είπαμε τώρα και για την ταυρομαχία! (Μας κάνει με το γέλιο του να γελάμε σαν παιδιά… Πόσο πλούσια απλότητα Θεέ μου!)
Λ.Ζ: Εμείς εδώ έχουμε μια “τρέλα”, μια “τρέλα” καλή με την Κρήτη. Για σας η Κρήτη είναι πατρίδα σας, για μας είναι μια ‘έννοια’ δεμένη με τη λεβεντιά…
Ψ: Όχι παιδί μου! Για μένα, όλοι Έλληνες είμαστε!
Λ.Ζ: Ναι..έτσι..΄
Ε.Μ: Είμαστε όλοι ένα καλό χωριό
Λ.Ζ: Είναι όλος ο κόσμος ένα χωριό;
Ψ: Άμα θέλουμε, θα το νιώσουμε.
Λ.Ζ: Τι μας εμποδίζει;
Ψ: Ε να, αυτό…Ο ένας από δω ο άλλος από ‘κει, όλοι έτσι, όλοι αλλιώς.
Λ.Ζ: Έχουμε εγωισμό μέσα μας;
Ψ: Εντάξει… έχουμε! Λίγο χρειάζεται!
Λ.Ζ: Όχι περίσσευμα;
Ψ: Όχι περίσσευμα!!
Λ.Ζ: Ο εγωισμός που είναι περηφάνια, αξιοπρέπεια…
Ψ: Έτσι, αυτός… Σωστά.
Λ.Ζ: Είμαστε εγωιστές με τη φύση;
Ψ: Όχι, με τη φύση δεν μπορούμε να είμαστε εγωιστές. Η φύση είναι ζωή, είναι παλμός, είναι ο Θεός. Της κάνουμε πράγματα παράνομα και μας τιμωρεί. Αυτή θα επανέλθει στον ρυθμό της, στον παλμό της, αλλά εμείς την πληρώνουμε.
Λ.Ζ: Όταν φτιάχνετε τραγούδια η έμπνευση από πού έρχεται;
Ψ: Η έμπνευση έρχεται αναλόγως τι βλέπεις, τι ακούς, τους ήχους…
{Γυρίζει στον κάμεραμαν μας, τον Γιάννη, και λέει: “Ε, ακόμη θα λέμε; Αχόρταγος είσαι;”. Ο Γιάννης σαστίζει, εμείς γελάμε. Υπόσχομαι δυο- τρεις ερωτήσεις το πολύ. Έχει κουραστεί. Μα κάθεται κι ανοίγει την ψυχή του.}
Λ.Ζ: Η ζωή σήμερα σε σχέση με τα χρόνια τα δικά σας πώς είναι; Πώς τη βλέπετε;
Ψ: Άλλα χρόνια τότες, ήτανε πόλεμος, μετά τον πόλεμο ήτανε δύσκολα.
Λ.Ζ: Δεν εννοώ τις δυσκολίες…
Ψ: Και τώρα είμαστε δύσκολα… Σαν να ‘ναι πόλεμος. Μπορεί να μη φαίνεται αλλά είναι ο τρόπος.
Ε.Μ: Ναι, γιατί τώρα ο πόλεμος δε γίνεται με συμβατικά όπλα…
Λ.Ζ: Οι άνθρωποι είναι πάντα ίδιοι ή αλλάζουν;
Ψ: Να σού πω, ο καλός άνθρωπος μένει πάντα ίδιος δεν αλλάζει! Ο κακός…
Ε.Μ: Δεν αλλάζει αυτός…
Ψ: Να, αυτός εκεί- δείχνει τον Θανάση Σταυρακάκη- είναι κακός άνθρωπος!
Λ.Ζ: Αυτός;
Ε.Μ: Αυτός είναι ο καλύτερος άνθρωπος!
Λ.Ζ: Κακός γιατί δεν ήρθε να κάτσει; Κύριε Θανάση, δεν έρχεστε;
Ψ: Ο Θανάσης είναι ο καλύτερός μας μερακλής, μόνο που δεν ήρθε εδώ να μας τα πει!
Θανάσης Σταυρακάκης: Καλά σας βλέπω κι από ‘δω!
Ψ: Έχεις κι άλλη ερώτηση;
Λ.Ζ: Καλά… Εγώ μπορεί να έχω, άμα δεν θέλετε δεν θα τις πούμε!
Ψ: Είπα μπόλικα! Να ‘στε καλά και την άλλη φορά θα πούμε πιο καλά ακόμα, έχουμε!
Λ.Ζ: Α, ναι;