Με έντονη την αίσθηση των φιλιών στο πρόσωπο και μιας αγκαλιάς, που ακόμα αφήνει τη ζεστασιά της στο σώμα, ταξίδι για το Εδιμβούργο. Και τι αντίφαση, στα χέρια, συντροφιά στην πτήση, η ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου «Φιλιά στο κενό». Τέσσερις προσεχτικές αναγνώσεις, στις τέσσερις ώρες της μοναξιάς, της θύμησης, των συναισθημάτων που κατακλύζουν. Με έντονη την αίσθηση του τώρα και του μετά την προσδοκία. Έτσι, όπως η ποιήτρια διατυπώνει τα δικά της αισθήματα. Τρυφερότητα, απουσία- έλλειψη, κενό, μνήμες-εικόνες, παρουσία άϋλη, παρουσία μέσα στο κενό. Και ενώ κάτι τελειώνει τίποτε δε χάνεται, επανέρχεται ως νοσταλγία, ως ανάμνηση, ως βίωμα, έστω και ανολοκλήρωτο. Ό,τι δε βιώθηκε στις διαστάσεις του απόλυτα, ως επιθυμία διατυπώνεται, ως αίσθηση ανασύρεται « με κρότο με χαιρετά η μνήμη σου», ως βεβαιότητα για την ύπαρξη του άλλου εκδηλώνεται « Έρχεσαι μαζί με κάθε καταιγίδα/ είσαι η χρυσή κλωστή στο μωβ βελούδο του θόλου/ ο ψίθυρος στα νωπά φύλλα των δέντρων…/ Υπάρχεις. Έρχεσαι πάντα. Με περιμένεις…» Αλλά και η αβεβαιότητα για την παρουσία του ποιητικού υποκειμένου « Εύχομαι όσο ζω/ να βρίσκω τη δύναμη/ να έρχομαι και εγώ», είναι ο αγώνας της ψυχής να ορίσει τον νόστο της «Ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού». Σωματοποιούνται τα αισθήματα και τα συναισθήματα «Από το σώμα ξεκινάμε και στο σώμα επιστρέφουμε/ Εκεί είναι το τραύμα, εκεί είναι και το θαύμα» άλλοτε επώδυνα και άλλοτε ανακουφιστικά, σε μια αέναη ροή αυτών από την ψυχή στο σώμα, «Καθώς με αγγίζεις/ Η άρνηση φορτίζεται», «Σε κοιτάζω ώρα πολλή/…Οι παλμοί της καρδιάς μου επιβραδύνονται» «Η αγάπη και η προδοσία/..Όλα μετριούνται στο φιλί/ Η απόσταση είναι ένα σώμα δρόμος.» «Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια/ Το έχει πιάσει το παράπονο.» «Και δεν ένιωσα ούτε για μια στιγμή/τη ζεστασιά των χεριών που ονειρευόμουν/ γύρω από τον λαιμό μου» «Ασημένιες νιφάδες/περιδέραιο φορώ τα φιλιά σου/Στον πυρετό μου να λιώνουν/το κορμί μου να δροσίζεις» Τα φιλιά που δε δόθηκαν, τα χέρια που τα έκαψαν ωραία βεγγαλικά, το μετά που δεν υπάρχει, η αδυναμία να περικυκλωθούν τα όρια του άδειου, μια καρδιά από δέρμα που κανείς δεν ακούει, όλα που αρχίζουν και δεν τελειώνουν, το υπαρκτό κενό που δεν το πίστευε το ποιητικό υποκείμενο γιατί δεν ήθελε να πάψει να υπάρχει. Όλα αυτά εκφράζουν τη διάθεσή του γίνονται «λέξεις καμπύλες, τετράγωνες, μυτερές». Μονόλογοι που απευθύνονται σε ένα Εσύ, χωρίς αιτιάσεις και θυμό μα με έναν απολογισμό που γλυκό πόνο επιφέρει, νοσταλγία, αλλά και ελπίδα «Καθώς χρυσίζει η θάλασσα τον ορίζοντα/ σου χαρίζεται η ελπίδα κάποιας αναμονής», και τη συνειδητοποίηση πως το κενό υπάρχει και στον καθένα η πλήρωσή του εναπόκειται. Ως προς τον ποιητικό τρόπο, η γραφή ης Μαργαρίτας Παπαγεωργίου χαρακτηρίζεται από δύναμη πύκνωσης της σκέψης. Σκέψεις που εναλλάσσονται με εικόνες και συναισθήματα. Κυρίαρχη η εικόνα-φωτογραφία, ειδυλλιακή και πραγματική, εικόνα αίσθηση, εικόνα άκουσμα. Ο ποιητικός λόγος εμπλουτίζεται με μεταφορές και παρηχήσεις, συμβολισμούς και στίχους επεξηγήσεις ή και μικρά σχόλια σε παρενθέσεις. Ως προς τον ρηματικό χρόνο, εναλλαγή παρόντος παρελθόντος με φυγή στο μέλλον, που αντανακλά την επιθυμία ή και μια μικρή ελπίδα συνάντησης. Το ένα αθόρυβα εμπλέκεται στο άλλο, συνέχεια και απόληξή του. Ως προς τα πρόσωπα, κυρίαρχο το πρώτο, αποδέκτης συχνά το δεύτερο, ένα Εσύ, που μοιράζεται τη σκέψη και τον προσωπικό κόσμο του ποιητικού υποκειμένου, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες. Σπάνιο το τρίτο, ως συμμετέχον στην πορεία, τα βιώματα, τις προοπτικές. Ο ποιητικός χώρος τέλος, ένα εκεί ή και εδώ, που το συνθέτουν το μέσα και το έξω, το δωμάτιο, το μπαρ, η θάλασσα η αμμουδιά, που σμίγουν αδιαχώριστα στη σκέψη του ποιητικού υποκειμένου, αφού συνεκτικό στοιχείο τους η μνήμη είναι και η αίσθηση του κενού που δε γεφυρώνεται. Βαθιά τέλος και η επίγνωση της ζωής, αποτέλεσμα, μια ευαίσθητη, τρυφερή, ερωτική, γοητευτική γραφή, ακόμη και όταν ο λόγος απώλεια και κενό αποκαλύπτει. Μια πορεία ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας, μέσα από τον στέρεο δρόμο της μνήμης, η ποιητική γραφή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου εντέλει.