«Η λίμνη ήταν επικίνδυνη. Είχε ύφαλους και ρουφήχτρες. Αλλά ο Γιώργης την ήξερε απέξω κι ανακατωτά, γνώση που μεταφερόταν από γενιά σε γενιά…Ελάχιστοι πετύχαιναν παπί στο κεφάλι, όπως ο Γιώργης».
Ο Γιώργης, με το παρωνύμιο λύγκας, έχει κληρονομήσει τη γνώση της λίμνης από τον πατέρα του κι εκείνος από τον δικό του. Και τώρα τη μεταφέρει στον δωδεκάχρονο γιο του τον Ανδρέα, με τον οποίο λάμνει με άκρα προφύλαξη. Κι ο Αντρέας θα την μεταφέρει στον δικό του γιο, τον Γιωργάκη, ο οποίος θα γίνει και αυτός, όπως ο παππούς του κι ο πατέρας του, ένας φύλακας στα επικίνδυνα περάσματα.
Το μυθιστόρημα με τον τίτλο Ο τελευταίος φύλακας του Δημήτρη Οικονόμου, από τις Εκδόσεις Ίκαρος, είναι η οικογενειακή ιστορία του, σε τρεις φάσεις. Αρχές του εικοστού αιώνα- Τουρκοκρατία, 1940, Εμφύλιος. Τόπος η Ήπειρος με την ιδιάζουσα γεωφυσική μορφή, η Παμβώτις λίμνη, το Νησί, τα δυο ποτάμια, Αώος και Άραχθος, τα βουνά, Σμόλικας και Γκαμήλα, τα γύρω χωριά.
Ο Γιώργης, λοιπόν, μεγαλωμένος στην Τουρκοκρατία, ορκισμένος και μυημένος στην «Ηπειρωτική Εταιρία», εργάζεται στη λίμνη για τα πατριωτικά του συμφέροντα. Μπορεί να φαίνεται πως είναι κωπηλάτης, ψαράς και κυνηγός, πρωτίστωε είναι πατριώτης και η βάρκα του και ο ίδιος υπηρετούν την πατρίδα.
Στα βήματά του ο γιος του Ανδρέας, από παιδί πλάι του, ξέρει καλά τη λίμνη και τα μυστικά της, τους κινδύνους και τα περάσματά της, το βάλτο της και τα καλάμια της. Ο Ανδρέας σπουδάζει στο φημισμένο Διδασκαλείο της πόλης του. Θέλει να γίνει δάσκαλος κόντρα στην επιθυμία του πατέρα του που δεν θέλει να τον δει «κλιτσινιάρη και αποκουρντισμένο, κίτρινο και φιλάσθενο, με ματογυάλια, να μην μπορεί να υπερασπιστεί ούτε ζωή ούτε τιμή ούτε την οικογένειά του» (43). Ο Ανδρέας όμως θα γίνει και δάσκαλος και ό,τι θέλει ο πατέρας του, από τον οποίο κληρονομεί τα όπλα, τη βάρκα και το πάθος για το χρέος στον τόπο του. Ως δάσκαλος θα θέσει στην υπηρεσία της πατρίδας του τα γράμματα που έμαθε, φροντίζοντας να διδάξει τα ελληνικά στους βλαχόφωνους και ρουμανόφωνους της περιοχής και να πολεμήσει την προπαγάνδα, τις πολιτικές ίντριγκες και τα ιδιοτελή συμφέροντα, τους «ληστές συμμορίτες και πλιατσικολόγους που σκοτώνουν και τυραννούν τους χωρικούς, κηρύσσοντας την ένωση με τη Ρουμανία», κάνοντας τα λόγια του πράξη.
Ο αφηγητής θα μας εκθέσει «ιστορίες από τη λίμνη, το φονικό των Μποτασαίων, τη ληστεία στο μοναστήρι, την εξαπάτηση του Αλή πασά από τον Χουρσίτ» και αργότερα, όπως θα φανεί, η μοίρα το ’χει, σ’ αυτά τα ίδια μέρη και σ’ αυτά τα βουνά, θα γραφτούν οι σελίδες της ιστορίας του ’40, όπου ο Ανδρέας θα έχει τα ηνία και όπου επικεφαλής μιας μικρής ομάδας στρατιωτών –τρεις συνολικά- θα αναλάβει να φυλάξει το πέρασμα. Θα δώσει μάχες στα βουνά γι’ αυτά τα χώματα και θα φάει μια σφαίρα στον ώμο και μια ξιφολόγχη στην κοιλιά και μετά θα υποστεί πιέσεις για τη στάση που πρέπει να κρατήσει στον Εμφύλιο. Κρατητήρια, βασανισμοί, βιασμοί, φρίκη, θάνατοι.
Έτσι στο βιβλίο θα παρατεθούν τα ιστορικά δρώμενα τριών διαφορετικών εθνικών περιπετειών, μέσα από τους αγώνες μιας οικογένειας, με πρωταγωνιστές τον τόπο και τα πρόσωπα .
Ο Οικονόμου θα αιφνιδιάσει τον αναγνώστη, όταν, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, θα αλλάζει χρόνο και θα μεταφέρει τον ήρωά του από την παιδική ηλικία στην ενήλικη, για να μας δείχνει το παιδί που ανδρώθηκε και εγκολπώθηλε τα ιδανικά της οικογένειας και της πατρίδας.
Θα μας καταθέσει μια αφήγηση παραστατική, μια περιγραφή του χώρου λεπτομερή, μια σκιαγράφηση των προσώπων και των ειδικών ικανοτήτων από το πώς λάμνουν στη λίμνη ώς το πώς λύνουν ένα Μπράουνινγκ και καθαρίζουν τη σκουριά που επιφέρει την εμπλοκή.
Τόπος, περιστάσεις και πρόσωπα γίνονται κρίκοι μιας ιστορικής αλυσίδας, στην προκειμένη περίσταση, μέλη της ίδιας οικογένειας, η οποία μεταβιβάζει το χρέος ως κληροδότημα από γενιά σε γενιά.
Ο Οικονόμου διακρίνεται για τη συνθετική και μυθοπλαστική του ικανότητα, τη στρωτή γλώσσα και τη διάνθισή της με την αξιοποίηση της ιδιολέκτου, το συνεχές φλας μπακ, που φέρνει τα παλιά γεγονότα στο παρόν και δείχνει την ιστορία που αλλάζει, παραμένοντας ίδια, όπως ο χαρακτήρας των προσώπων και η μοίρα του τόπου.
Ο αφηγητής συγγραφέας απ’ έξω και από μακριά, μεταφέρει στο χαρτί τα γεγονότα σαν κινηματογραφιστής. Όμως πέρα από τις δραματικές στιγμές υπάρχουν και ανακουφιστικά διαλείμματα, οι εικαστικές συνθέσεις, όταν στη λίμνη ακούμε τον ήχο όχι μόνο του νερού, των κουπιών, των πουλιών, αλλά και τη σιωπής και αισθανόμαστε τον κίνδυνο. Όταν, άλλοτε, ψηλά στα βουνά βλέπουμε «Αργά το απόγευμα μια λωρίδα πορτοκαλί φως» που «έλουζε δύο μεγάλες βουνοκορφές της Πίνδου, τον Σμόλικα και την Γκαμήλα». Η ομορφιά της φύσης εξανθρωπίζει, η σκέψη τρέχει στο σπίτι, στη Σταματίνα, στα παιδιά, δείχνονας διακριτικά ποιος είναι ο ήρωας και για ποιους αγωνίζεται. Κι άλλοτε αναπαράγει ρεαλιστικότατα τις σκηνές μέσα στο κρατηρήριο των βασανιστών, όταν το βλέμμα σταμάταει πάνω σ’ ένα βασανισμένο πρόσωπο ή τυραγνισμένο σώμα. Με τη βαθιά διεισδυτική του ματιά θα μας βάλει στην τραγωδία και θα μας κάνει θεατές και συμπάχοντες συναγωνιστές.
Για τη σύνθεση αυτού του μυθιστορήματος, ο Οικονόμου έχει ερευνήσει όχι μόνο την ιστορία της οικογένειας, αλλά και πολλές ιστορικές πηγές, των οποίων παραθέτει κατάλογο στο τέλος του βιβίου του.
Είναι ολοφάνερο, λοιπόν, ότι μιλάει για τα πατρογονικά του εδάφη, στα οποία μπορεί ο ίδιος να μην έζησε, είναι όμως εκεί οι ρίζες του και οι πρόγονοι του που εκεί έδρασαν, εκεί πολέμησαν, πέθαναν, θάφτηκαν. Ωστόσο, το μυθιστόρημα ξεπερνώντας την εντοπιότητα, αγγίζει την ψυχή κάθε Έλληνα που ούτως ή άλλως η μοίρα της πατρίδος του εκεί σ’ εκείνα τα βουνά παίχτηκε, κερδήθηκε, χάθηκε, υμνήθηκε.
Και ακόμα θα πρέπει να πούμε πως, όπως σε κάθε βιβλίο του, ο Οικονόμου ενδιαφέρεται και πάλι για την πραγματικότητα και την αληθινή ιστορία. Έτσι κάθε νέο έργο του, αν και αλλάζει θέμα, επί της ουσίας είναι η συνέχεια του άλλου. Κι ακόμα, με πολύ λιτό, αλλά αρκετά σαφή, τρόπο χειρίζεται την κάθαρση και την έξοδο από την τραγωδία.