- Βαγγέλης Ηλιόπουλος – Βασίλης Παπατσαρούχας
«Τί είμαι εγώ;»
- Αρετή Καράμπελα
«Μαμά, πού είσαι;»
Εικονογράφηση Daniela Iride Murgia
Εκδόσεις Κόκκινη Κλωστή Δεμένη
Η εκδοτική παρουσία των βιβλίων για παιδιά και νέους, τόσο ως προς τη θεματική τους, όσο και ως προς τον τρόπο συγγραφής , αλλά και έκδοσής τους μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως μια μορφή διαγράμματος του τρόπου που η κοινωνία στο σύνολό της αντιδρά.
Υπενθυμίζω ως επιβεβαίωση αυτής της άποψης πως η απελευθέρωση των κειμένων για παιδιά από τον διδακτισμό που κάποτε τα καταπίεζε παρουσιάστηκε κατά την περίοδο όπου και η ελληνική κοινωνία έβγαινε από τον βραχνά της επτάχρονης δικτατορίας.
Στη συνέχεια και μέσα στην εικοσαετία 1980 -2000, όπου η κοινωνία αναζητούσε μια νέα έκφραση με ποικίλες θετικές και μη απόψεις, τα βιβλία για παιδιά και νέους στην πλειοψηφίας τους αφέθηκαν στην ελευθερία νέων θεμάτων και σε μια προσπάθεια -άλλοτε αποτελεσματική, κάποτε έως και απλώς μιμητική- να πλησιάσουν τα επιτεύγματα των αντίστοιχων βιβλίων στις χώρες της Δύσης.
Ο νέος αιώνας με αργούς ρυθμούς οδήγησε σε μια οδυνηρή προσγείωση των λίγο ή πολύ αίολων προσδοκιών ευμάρειας, ενώ προς ώρας αναζητά τη σιγουριά σε μια τάση συντηρητικοποίησης ιδεών και απόψεων.
Πολύ γενικά όλα αυτά, αλλά δεν νομίζω πως απέχουν ιδιαιτέρως από ένα διάγραμμα πορείας των ελληνικών πραγμάτων και σίγουρα πάντως μπορώ να ισχυριστώ πως καταγράφουν και την πορεία των βιβλίων για παιδιά και εφήβους από το τέλος του ’70 έως το’ 20 που σε λίγο έρχεται.
Δεν είναι παράξενο το πως συμπορεύονται οι κοινωνικές εκφράσεις με τις συγγραφικές και εκδοτικές παρουσίες των βιβλίων που αφορούν (και) μικρούς σε ηλικία αναγνώστες.
Η κοινωνία έχει στραμμένη την προσοχή της προς το παιδί και κάθε δική της κατάφαση ή άρνηση πρώτα απ΄ όλα επεμβαίνει σε ότι καταναλώνεται από αυτό.
Πρώτες σκέψεις τα πιο πάνω, για να θέσω ίσως ένα προβληματισμό που θα βοηθούσε σε μια διαφορετική προσέγγιση του πως από τις εκδόσεις του τέλους του ’70 έχουμε φτάσει σε αυτές των ημερών μας.
Τότε κυκλοφορούσαν κυρίως μυθιστορήματα και λιγότερα και σαφώς ‘φτωχότερα’ εικονογραφημένα. Σήμερα το μυθιστόρημα για παιδιά συρρικνώθηκε στην καλύτερη περίπτωση σε νουβέλες, ενώ ανθίζουν κυριολεκτικά τα βιβλία με πολύχρωμη και πολύ σύγχρονη εικονογράφηση.
Δεν θα ήταν καθόλου εκτός πραγματικότητας αν κάποιος ισχυριστεί πως σήμερα ο κεντρικός συντελεστής στα βιβλία για παιδιά δεν είναι τόσο ο συγγραφέας, όσο ο εικονογράφος. Και βέβαια κάτι τέτοιο μπορεί κανείς να το διαπιστώσει ακόμα κι αν διατρέξει τα βιογραφικά σημειώματα συγγραφέων και εικονογράφων. Ενώ οι πρώτοι στην πλειοψηφία τους (πάντα με μια τέτοια πλειοψηφική στάση καταγράφω τα γεγονότα, αναγνωρίζοντας και την ύπαρξη σημαντικών εξαιρέσεων) είναι εκπαιδευτικοί ή άνθρωποι που δεν έχουν σπουδάσει τη συγγραφή, οι δεύτεροι έχουν να παρουσιάσουν πολύχρονες σπουδές σε ελληνικά και ξένα κέντρα εικονογράφησης.
Αλλά η εικόνα με άλλον τρόπο διαμορφώνει την προσωπικότητα του παιδιού και με άλλο τρόπο ο λόγος.
Σε κάθε περίπτωση και για να αποφύγουμε τις όποιες παιδαγωγικές και ψυχολογικές υποθέσεις που έχουν να κάνουν με το πως θα είναι οι νέες γενιές, ας κρατήσουμε αυτήν την κυριαρχία της εικόνας στα βιβλία για παιδιά.
Οι σκέψεις αυτές ξεκίνησαν καθώς έφτασαν στα χέρια μου δυο αληθινά πανέμορφες εκδόσεις δυο εικονογραφημένων βιβλίων για παιδιά. Και τα δυο κυκλοφορούν από ένα σχετικά νέο, αλλά δυναμικό εκδοτικό οίκο και μάλιστα της περιφέρειας. Οι εκδόσεις «Κόκκινη κλωστή δεμένη» έχει έδρα της την Πάτρα και ιδρύθηκαν το 2008.
Αρκετά είναι τα βιβλία που έχουν τη δική τους σφραγίδα και ανάμεσα στους Έλληνες συγγραφείς που έχουν εκδώσει έργα τους είναι και ονόματα όπως της Λότης Πέτροβιτς, της Ελένης Σβορώνου , του Μάκη Τσίτα, του Βαγγέλη Ηλιόπουλου, του Βασίλη Κουτσιαρή και άλλων λιγότερο ή περισσότερο γνωστών συγγραφέων, αλλά και εικονογράφων όπως ο Νικόλας Ανδρικόπουλος, η Κατερίνα Βερούτσου, η Ίρις Σαμαρτζή, η Φωτεινή Τίκκου, η Ντανιέλα Σταματιάδη, ο Βασίλης Παπατσαρούχας κ.α
Ο Βασίλης Παπατσαρούχας, λοιπόν, είναι ο εικονογράφος του ενός από τα βιβλία που πρόσφατα φτάσανε στα χέρια μου. Το κείμενο στο συγκεκριμένο βιβλίο –«Τί είμαι;» είναι ο τίτλος του- το υπογράφει ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος.
Έχουμε , λοιπόν δυο δημιουργούς απολύτως καταξιωμένους με ένα όμως διαφορετικό προφίλ ο καθένας τους. Αρκούντως πρωτοποριακός ως προς τις εικονογραφήσεις του ο Παπατσαρούχας, περισσότερο κοντά σε ένα πλατύτερο κοινό ο Ηλιόπουλος. Η συνεργασία τους, λοιπόν, μπορεί κανείς να πει πως ξαφνιάζει. Αλλά ξαφνιάζει ακόμα περισσότερο καθώς οι δυο δημιουργοί δηλώνουν πως δεν ήταν ο συγγραφέας που πρώτος ξεκίνησε να γράφει την ιστορία και ακολούθησε ο εικονογράφος για να την εικονογραφήσει, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Προϋπήρξαν οι εικόνες και πάνω σε αυτές στηρίχτηκε ο λόγος.
Πείραμα που και στο παρελθόν έχει επιχειρηθεί (θυμάμαι κάπου εκεί στα 1980, έλληνες συγγραφείς να γράφουν ιστορίες βασισμένες σε πίνακες γνωστών ζωγράφων) αλλά που στην εποχή μας με την τόσο έντονη διάθεση ταύτισης μορφής και περιεχομένου με τις απαιτήσεις ενός αρκούντως μεγάλου κοινού, το συγκεκριμένο εγχείρημα μπορεί να αναγνωριστεί και ως τόλμημα.
Οι πίνακες του Παπατσαρούχα διαθέτουν μια εκρηκτική πολυσυλλεκτικότητα μορφών, σχημάτων και προσώπων που είναι ανοικτοί σε διάφορες προσεγγίσεις. Και αυτή την πολλαπλότητα προσεγγίσεων ο Ηλιόπουλος θέλησε να ολοκληρώσει με τις λέξεις του κι έτσι έγραψε σελίδες με ποιητικούς συμβολισμούς – Μοναξιά αβάσταχτη, απ΄ την απέραντη σιωπή. Ήθελα λόγια. Χρειαζόμουν τις λέξεις οπωσδήποτε…
Αυτό που χρειάζεται τις λέξεις είναι το παραμύθι που μπορεί αν τις κερδίσει και να παρηγορήσει και να επαναστατήσει και να αναγνωρίσει την ταυτότητά του.
Κείμενο ποιητικό, συμβολικό που αναζητά τις πολλαπλές μορφές που έχει το παραμύθι, την ίδια ώρα που οι πίνακες (γιατί περί πινάκων ζωγραφικής πρόκειται) του Παπατσαρούχα με σουρεαλιστική διάθεση χαρίζουν στο παραμύθι τη μορφή ενός κοριτσιού.
Μια πολύ πρωτότυπη έκδοση που ίσως να αξίζει να την εντάξουμε κι αυτήν σε παρόμοιες άλλες (λίγες σίγουρα αλλά σημαντικής αισθητικής) που επιχειρούν να (επάνα-) ξεκινήσουν την προσπάθεια να αντιμετωπισθεί το εικονογραφημένο βιβλίο ως αντικείμενο που δεν αφορά μόνο τα παιδιά, αλλά και τον κάθε καλλιεργημένο ενήλικα.
Το δεύτερο βιβλίο που έφτασε στο σπίτι μου από τις εκδόσεις «Κόκκινη Κλωστή Δεμένη» έχει τον τίτλο «Μαμά, που είσαι;» και είναι το πρώτο βιβλίο για παιδιά που έχει γράψει η Αρετή Καράμπελα (έχει προηγηθεί μια συλλογή διηγημάτων, η οποία μάλιστα και ιδιαίτερα προσέχτηκε από κάποιους κριτικούς) Το έχει εικονογραφήσει η Daniela Iride Murgia (για την οποία η έκδοση δεν περιέχει κανένα βιογραφικό ή άλλο στοιχείο)
Η ιστορία έχει να κάνει με τις σκέψεις της μικρής ηρωίδας -αφηγήτριας μετά από τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της σε ένα δυστύχημα.
Θέμα δύσκολο που η συγγραφέας το διαχειρίζεται με σωστές επιλογές αντιδράσεων τόσο της μικρής όσο και του πατέρας της αλλά και του στενού τους οικογενειακού κύκλο. Η γλώσσα διαθέτει το ύφος ενός παιδιού -πάντα βέβαια μέσα σε μια σύμβαση συγγραφικής υποχρέωσης να εκφραστούν πολύπλοκες αντιδράσεις με όσο το δυνατόν λιγότερο πολύπλοκο τρόπο
Η εικονογράφηση είναι πλούσια, αλλά αν και μοντέρνα εντούτοις δεν προσφέρει την εικαστική έκπληξη.
Μα εδώ έχω και μια γενική όσο και ουσιαστική παρατήρηση -η μορφή της έκδοσης δεν ταυτίζεται με το κείμενο. Μεγάλο σχήμα από τη μια που παραπέμπει σε βιβλία για μικρά παιδιά, αλλά από την άλλη σελίδες φορτωμένες με την εξιστόρηση της ιστορίας τυπωμένης με μικρά στοιχεία.
Πόσο πιο πολύ θα ανάπνεε η αφήγηση και με πόση μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα θα συναντούσε τους αναγνώστες για τους οποίους έχει γραφτεί (από 9 ή και 10 χρονών και πάνω) και που αξίζει να την διαβάσουνε, αν ήταν σε μικρότερο σχήμα και με λιγότερες εικόνες.
Ίσως -για να επανέλθω στους προβληματισμούς τους οποίους στην αρχή κατέθεσα- ο σχεδιασμός της έκδοσης να έγινε κάτω από την πίεση πως βιβλία με εικονογραφημένη μορφή ταιριάζουν περισσότερο στις απαιτήσεις ενός κοινού που δεν θέλει μεγάλες αφηγήσεις.
Όπως και να το κάνουμε διανύουμε μια περίοδο όπου η εικόνα επιλέγεται πριν από τις λέξεις και αυτό σαφώς επηρεάζει και την εκδοτική παραγωγή. Αλλά μπορεί μια τέτοια τακτική (σε εποχή όπου παιδιά και μη κατακλύζονται από την εικονογραφημένη απεικόνιση της ζωής) να θεωρηθεί και ως μια προσπάθεια να διατηρηθεί το είδος εκείνου του ανθρώπου που το ονομάζουμε ‘αναγνώστη’ -τουλάχιστον αυτό πιστεύει φίλη καλή και άνθρωπος με πείρα και γνώση στο χώρο αυτών των εκδόσεων.