You are currently viewing Ξανθίππη Ζαχοπούλου: Διονύσης Στεργιούλας, Το παράδοξο του ζην, εκδόσεις Νησίδες, 2021, σελ.31

Ξανθίππη Ζαχοπούλου: Διονύσης Στεργιούλας, Το παράδοξο του ζην, εκδόσεις Νησίδες, 2021, σελ.31

Τι συμβαίνει όταν η μέρα ξυπνάει αλλιώς;  Όταν βγάζει το παλιό της πουκάμισο, την παλιά φθαρμένη ζωή της και γυμνή οδεύει προς το φως της; Μια μέρα που ανοίγουν ξαφνικά τ’ άλλα μάτια κι έρχεται η ώρα της αναμέτρησης  με τον εαυτό, την μέχρι πρότινος πραγματικότητα κι αυτή που διεκδικεί ζωή;                                                                                                                                                                                                             Όλα υπό νέο φως ή φως.  Στο νέο  ποιητικό βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα,  «Το παράδοξο του ζην»,  όλα βρίσκονται υπό καθεστώς ανατροπής, κατάρρευσης, ανακάλυψης και αποκάλυψης. Ένα πολύστιχο αφηγηματικό  ποίημα, χωρισμένο σε μέρη, χωρίς τίτλους. Ο μοναδικός τίτλος, που υπό τη σκέπη του τελεί όλη η σύνθεση, είναι ο τίτλος  του έργου. Στο εξώφυλλο, που μαζί με τα γκρίζα δαιδαλώδη σχήματα και τα ανάκατα πλαίσια , τις μετέωρες ροές και τους φιδωτούς δρόμους (έργο του συγγραφέα), που δημιουργούν και την ψευδαίσθηση της συνεχούς κίνησης, διαμορφώνουν στον αναγνώστη έναν ορίζοντα προσδοκιών του παράδοξου ως ανατροπή, αταξία και κίνηση.                              Ατμόσφαιρα ονείρου, αίσθηση κινηματογραφικού σκηνικού, όπου δεν είσαι απλώς θεατής, αλλά μετέχεις. Ολόκληρος. Αυτή η συγχρονία δημιουργεί την αίσθηση του τρισδιάστατου. Η μέθεξη δε συνιστά υπερβολή εδώ. Η απεύθυνση, εξάλλου, στο β΄ενικό πρόσωπο επιτείνει αυτή τη συνθήκη.

Το ρεαλιστικό με το υπερρεαλιστικό, το όνειρο (σαν να ονειρεύομαι στο κρεβάτι μου ) με το εξ’ αντικειμένου πραγματικό συμφύρονται, έτσι ώστε αυτό που δείχνει υπερρεαλιστικό να  γίνεται η αληθινή όψη των πραγμάτων. Μια περιδιάβαση σε εσωτερικά και εξωτερικά τοπία που συναιρούνται, έτσι ώστε γίνονται οι δύο όψεις ενός νομίσματος.

Έχει, λοιπόν, τη δύναμη να σε μεταφέρει στο σύμπαν του και να σε κάνει μέτοχο. Των δονήσεων, φανερών ή κρυμμένων, πίσω από τις λέξεις. Του οικείου και του ανοίκειου, που παίζουν συνεχώς και, εν τέλει, της συμφιλίωσης με ένα σύμπαν που έχεις μέσα σου ανεπίγνωστα.                                                       Ένα ποιητικό όραμα της ζωής που εκκρεμεί και που ξυπνά ξαφνικά και ζητά χώρο, χαρτογράφηση, βυθομέτρηση; Μια βουτιά στην ύπαρξη, στη selva oscura του ασυνείδητου; (Δε γνωρίζουμε ούτε καν τα βήματά μας πού μας πάνε).  Ο χρόνος το έναυσμα. Κι ο καταλύτης. Η επίγνωση, κατ’ αρχάς, του ανελέητου, αμείλικτου, εχθρικού χρόνου που  καλπάζει και χάνεται. (Όπου κι αν κοιτούσες γύρω έβλεπες τον χρόνο να φεύγει). Αγωνία του χρόνου και προσπάθεια να τον φυλακίσει. Ίσως ο χρόνος εδώ είναι ο δείκτης, το όριο μιας ζωής υπό εγκατάλειψη, ενός χρόνου που τρέχει  γιατί είναι τόσο ελαφρύς,  αφού στερείται πραγματικού νοήματος, ουσίας. Η λειτουργία του χρόνου πάντως παρουσιάζει στο έργο εξαιρετικό ενδιαφέρον. Χρόνος  διαφορετικών ταχυτήτων, με φανερή τη σχετικότητά του, που αντανακλά και τις διαφορετικές ποιότητες των δύο συνθηκών και βρίσκει  το ανάλογό του στη ζωή μας. Έτσι η αναφορά, αρχικά, είναι ενός  χρόνου άπιαστου, που τρέχει ατέλειωτα, αλλά η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης – μέτοχος είναι ενός χρόνου βραδέος. Ο χρόνος λειτουργεί  διαφορετικά  στα δύο σύμπαντα. Στο πρώτο, ο χρόνος  της συνήθειας , της φθοράς, της εγκατάλειψης,  της τρέχουσας λογικής , ο χρόνος που γλιστράει σαν άμμος από τα δάχτυλά μας. Εδώ ο χρόνος είναι πανδαμάτωρ, όλα είναι υποταγμένα σ’  αυτόν. Κι ο άλλος χρόνος, ο βραδύς. Μιας πραγματικότητας που ενυπάρχει σε αυτήν αλλά την υπερβαίνει, όπου όλα λειτουργούν  στην αυθεντικότητα και γνησιότητά τους, στην ουσία και αλήθεια τους, στην αιώνιά τους διάσταση . Εδώ ο χρόνος είναι γεμάτος, βαρύτερος,  πυκνότερος, δυσκίνητος, έχει πιαστεί στην απόχη, νικημένος και αιχμάλωτος. Νίκη επί του χρόνου. Είμαστε στην περιοχή της ποίησης. Εδώ που η ταχύτητα της ψυχής φαίνεται να υπερβαίνει αυτή του χρόνου. Ένα σύμπαν που μόνο η τέχνη μπορεί να εκφράσει. Ως δυνατότητα.  Ο χρόνος που δεν τρέχει,   στοιχείο και βαθιάς εσωτερικότητας  του υποκειμένου και εσωτερικότητας των πραγμάτων που αυτή συνεπάγεται.  Έτσι η νέα πραγματικότητα αντανακλά  τη βουτιά στα ενδότερα με αφορμή το τέλος μιας συνθήκης που έχει πλέον εξαντληθεί. Αυτή η αντίστιξη των δύο χρόνων στοιχείο αυθεντικότητας  και γνησιότητας και ακριβούς αποτύπωσης των δύο κόσμων.  Πραγματικά ποιητικό επίτευγμα.

Σ’ αυτό οφείλεται και το γεγονός ότι παρά το πεζολογικό ύφος της σύνθεσης, το κείμενο είναι άκρως ποιητικό. Υπάρχει βέβαια η συνειρμική γραφή, απόλυτα συμβατή εδώ  και η ρυθμικότητα, αλλά η ποιητικότητα  έχει να κάνει με την ατμόσφαιρα και την παρουσία του  κόσμου αυτού, που λειτουργεί ποιητικά, όπου όλα βρίσκονται  στην καθαρότητα και διαφάνειά τους.  Ποίηση όχι απλώς μέσα από τις γραμμές, αλλά  αίσθηση ότι βρίσκεσαι στον χώρο της.                                                                                                                            

Ποιο όμως συνιστά εδώ το παράδοξο; Η ζωή που έχουμε μάθει, (θυμήθηκες από τον χρόνο του σχολείου αυτά που άκουγες για την ευθεία), της γραμμικής αλληλουχίας, του εύκολα προβλέψιμου, του συνήθους,  της ζωής με κανονιστικές αρχές;  Ή  το ανοίκειο μιας ανατροπής  που ζητά  τα «αβυθομέτρητα σημεία» κάθε οικείας θάλασσας και τις «αχαρτογράφητες πορείες» , μιας ζωής που ασφυκτιά και εξεγείρεται; Που ζητά τα εαυτής, τη γυμνή ζωή της. Μιας πραγματικότητας που, ενώ μοιάζει παράδοξη, κερδίζει λίγο λίγο την αλήθεια της;  Όπου «όλα μιλούν με τη φυσική τους γλώσσα μα τίποτα να ερμηνεύσεις δεν μπορούσες», όλα ξυπνούν από τον λήθαργο και απεγνωσμένα θέλουν να μιλήσουν.  Ή μήπως, τελικά, η διαπίστωση της ύπαρξης  των διαφορετικών  αυτών πραγματικοτήτων στη ζωή μας, των διαφορετικών ποιοτήτων , ενός σύμπαντος  αληθινού που αιωρείται, πέρα από τους φθαρμένους τρόπους και που από  αδυναμία μας δεν μπορούμε  ν’ αγγίξουμε;

Η βροχή,   το ρέον νερό, στοιχείο που εντείνει τη ροή των πραγμάτων. Κάνει διάφανα τα μάτια για να δουν το νέο. Στοιχείο κάθαρσης και αναβάπτισης με νέους όρους. Ο ίδιος δεν κρατά ομπρέλα, δεν έχει προβλέψει αυτήν την εξέλιξη, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που συναντά,  οι οποίοι κρατάνε ομπρέλες και μάλιστα πριν αρχίσει να βρέχει. Φαίνεται πως ήταν έτοιμος , ανεπίγνωστα το περίμενε. Η βροχή,  σύμβολο της ροής του ασυνείδητου που είναι παρόν.

 Το υποκείμενο  εμφορείται από μια ποικιλία συναισθημάτων και στάσεων. Παρατηρεί, διαπιστώνει, απορεί και εξίσταται, παλινδρομεί.  Στο πριν και το μετά.  Ανάμεσα στη σιγουριά της επανάληψης που τον τραβά πίσω  και στη νέα ζωή, όπου έχει αρχίσει να περιπλανιέται.   Ο ίδιος βέβαια διερωτάται  για όλη αυτή την ανερμήνευτη κατάσταση αν όλα συνωμοτούν εναντίον του. Αν είναι ηθοποιός, που παίζει ρόλο ή θεατής, που παρακολουθεί παθητικά. Κάπου χάνει τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικού. Πότε μοιάζει να συμφιλιώνεται , πότε όλο αυτό   φαντάζει εχθρικό,  ξένο κι αντιστέκεται. Φαίνεται κάποτε σαν να μην εγκολπώνεται τη νέα κατάσταση. Γίνεται όμως κοινωνός αυτής της αλήθειας. Υπάρχει η έκπληξη, η ταλάντευση, το χάος του μυαλού, οι σειρήνες  στον δρόμο, το αίνιγμα μαζί με τη λύση του. Η παλιά ζωή επιμένει αλλά έχει φτάσει στο απώτατο όριό της:( Μόνο εγώ ζω χωρίς αυξομειώσεις/ η ζωή μου κυλά εντελώς μονότονα σαν μια ευθεία σε καρδιογράφημα) κι αλλού:( Ένιωσες ότι το σώμα σου δε σου ανήκει).

 Κάποτε ξυπνά ο Οδυσσέας μέσα του(θα μπορούσες να ταξιδεύεις διαρκώς σαν ένας Οδυσσέας που όλο επιστρέφει).

Κείμενο πολύ πυκνό, που παραπέμπει στις πυκνές γραμμές του εξωφύλλου, που μοιάζει να αναπαριστά αυτήν την πυκνότητα. Απλά κι απέριττα τα εκφραστικά μέσα, γυμνά θα λέγαμε, χωρίς γλωσσικές υπερβολές και  ακρότητες. Ένα αρχιτεκτόνημα όπου όλα είναι βαλμένα ακριβώς στη θέση τους, με χειρουργική ακρίβεια. Δεν εξέχει τίποτα, δε λείπει τίποτα, δεν μπορεί να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι. Αυτό δημιουργεί  ένα αίσθημα σταθερότητας στον αναγνώστη.

Η αφήγηση κάνει  κύκλο, ξεκινά και τελειώνει με τους ίδιους στίχους, που ο δημιουργός τοποθετεί ως  μότο της σύνθεσης, αλλά είναι και οι καταληκτικοί στίχοι:  

«Πώς  γίνεται να μην έχεις προσέξει  πως κάθε οικεία θάλασσα                                                                                έχει αβυθομέτρητα σημεία   

πως κάθε χάρτης του ουρανού έχει αχαρτογράφητες πορείες                                                                                    πως δε γνωρίζουμε καν  τα βήματά μας πού μας πάνε».

 Θα λέγαμε ότι η  νέα αυτή πραγματικότητα που δίνεται λειτουργεί  κι αυτόνομα , όσο παράδοξο κι αν φαίνεται αυτό,  μέσα κι έξω από το ποιητικό υποκείμενο,  ένας κόσμος που ίπταται περιμένοντας να τον ανακαλύψουμε και να τον ζήσουμε, μια συνθήκη αληθινή που μας διεγείρει και μας υποψιάζει  για τη ζωή που μπορεί να εκκρεμεί και να μας διαφεύγει. Κοινωνοί  ενός  σύμπαντος που λανθάνει πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων και που μπορούμε να προσεγγίσουμε με μια μικρή μετατόπιση πέρα από την τρέχουσα λογική.

Το μήνυμα που αφήνει το βιβλίο είναι ακριβώς αυτό. Η ανατροπή των δεδομένων βεβαιοτήτων κι η αναζήτηση μιας διαφορετικής γεωγραφίας , ιχνηλατώντας και ανακαλύπτοντας   τόπους  πρωτόγνωρους κι ανεξερεύνητους, έξω από τα στενά  όρια μια ζωής που κρύβει δυσθεώρητες δυνατότητες. Του ανθρώπου που αναζητά το «όλον αυτού».  Που ποθεί να πραγματώσει έναν διαφορετικό τρόπο ελευθερίας.

Ένα βιβλίο εμπειρία, όπου η ποίηση φορά τα γιορτινά της.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.