«Όπως αποχωρίζεται η προσευχή ψυχή που φεύγει»
Η Έφη Καλογεροπούλου βρίσκεται σε ηλικία ωριμότητας στη διαδρομή της στην ποίηση. Η «Εξορία του βλέμματος» είναι αισίως η έκτη της συλλογή. Συναντηθήκαμε στη μέση του δρόμου – «Άμμος», «Ερημος όπως έρωτας», «Χάρτες ναυαγίων» – ποιητικές συνθέσεις με γλωσσική πυκνότητα, ευαισθησία, αισθαντικότητα και ένα βάθος στα όρια του διανοήματος. Και στο υπόβαθρο η αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια μυστική αδελφότητα, μια ματιά στον κόσμο που οι άλλοι θεωρούν «ρεαλιστική», αφού είμαστε και οι δυο μας φυσικοί επιστήμονες στην καταγωγή, ξέρουμε δηλαδή να μιλάμε μια άλλη γλώσσα των αναλογιών και των επαληθεύσεων και ξέρουμε στο βάθος, στα θεμέλια, πως τελικά δεν έχει χαθεί για μας η μαγεία του κόσμου. Η συνάντησή μας στάθηκε αφορμή για γόνιμες αναγνώσεις και πνευματικές ανταλλαγές. Με εισήγαγε σιγά σιγά στον κόσμο της. Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος να κατατάξω την ποίηση της Έφης σε κάποιο ρεύμα ή κατηγορία, μαγικό ρεαλισμό ή υπερρεαλισμό ή μοντερνισμό – όπως το έχουν κάνει φίλοι σε κριτικά κείμενα – η γλώσσα και οι εικόνες μου θυμίζουν Έλιοτ, μου θυμίζουν Κόλριτζ, τα θέματά της έρχονται και επανέρχονται – αποτελούν τους πυλώνες του κόσμου στον οποίο κατοικεί η έμπνευσή της: Άμμος, έρημος, κλεψύδρες, χρόνος, ρευστότητα, μνήμη, φωτογραφία πάγωμα της κινησης, φραγή του φωτός. Αφορμή υπήρξαν σε διάφορα κείμενα που έχω γράψει για τη δουλειά της για πολλές εκ των υστέρων διακειμενικές αναφορές και συνειρμούς. Δεν έχω εξαντλήσει, ούτε καν αγγίξει το εύρος των ποιητικών παραστάσεων που έχει και από όπου έχει ενδεχομένως επηρεαστεί, δεν γνωρίζω τους προγόνους της. Την παρακολουθώ, όσο μπορώ, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει τις αγάπες της, διακρίνω την Συμπόρσκα την Πολωνή ποιήτρια που πήρε το Νόμπελ το 1996. Όταν έγραφα αυτό το κείμενο, διάβασα μια εξαιρετική συνέντευξη της Όλγας Τοκάρτσουκ – Πολωνής επίσης, Νομπελ επίσης. Θα μπορούσε να πει κανείς αν είναι βιαστικός ότι η Έφη επηρεάζεται από γυναίκες, Πολωνές και κατόχους του βραβείου Νόμπελ. Υπάρχουν βεβαίως και άλλοι: Σαχτούρης, Βαρβέρης… Δεν μπορώ στ’ αλήθεια να ξέρω. Νομίζω μάλιστα πως αυτό το ψάξιμο θυμίζει λίγο αυτό που έγραφε κάποτε ο Μπίλυ Κόλινς στο “εισαγωγή στην ποίηση” για το ποίημα που το δένουμε σε μια καρέκλα και το βασανίζουμε χτυπάμε με ένα λάστιχο για να ομολογήσει. Να μας αποκαλύψει το κρυφό του νόημα δηλαδή.
Αποφάσισα σήμερα να κάνω το εξής. Θα σας παρουσιάσω το πώς υπό το πρίσμα όσων γνωρίζω μέχρι τώρα για την Έφη, διάβασα την ποιητική της σύνθεση και συγκέντρωσα ό,τι μπορούσα να συγκεντρώσω, παρατήρησα ό, τι μπόρεσα να παρατηρήσω. Κατέληξα σε μια εικόνα και σε ένα σχήμα και μετά σιγά σιγά τα σημάδια και τα οδόσημα της διαδρομής με έκαναν να αναθεωρήσω την αρχική εικόνα:
Ο ποιητής – η Έφη εν προκειμένω – έχει ένα βλέμμα που είναι αλλιώς, αλλιώτικο από το δικό μας, δημιουργεί έναν κόσμο που είναι αλλιώς, καλύτερα κόσμους που είναι αλλιώς, και ο αναγνώστης που θα εισέλθει εκεί πρέπει πρώτα από όλα να έχει πίστη ότι αυτός ο κόσμος υπάρχει και μετά να περπατήσει στις λεωφόρους του, να λιαστεί στο φως του, να ψαρέψει τα ψάρια του, να θαμπωθεί από το χρώμα του. Και να βγει από εκεί αλλοπαρμένος. Ο παρουσιαστής, ο προηγούμενος αναγνώστης είναι διαμεσολαβητής σε αυτό το μυστήριο με ταπεινότητα και έχοντας επίγνωση πως όσο και αν γοητεύεται από τα σύμβολα με τα οποία έχει σπείρει τη διαδρομή ο ποιητής, πρέπει να βαδίσει απερίσπαστος, μάλλον επί ξηρού ακμής. Να βλέπει και να μην βλέπει. Τα σύμβολα έχουν δύναμη, η γλώσσα έχει δύναμη και η διαδρομή θα τον μεταμορφώσει. Να αφήσει τα πάθος του αναγνώστη να δράσει και όχι το καθήκον, όπως έχει πει ο Μπόρχες. Να μην αρχίσει δηλαδή να ψάχνει για κλειδιά και αντικλείδια και αποσυμβολισμούς.
Την αίσθηση του πάθους λοιπόν θα μεταφέρει ο αναγνώστης – εν εσόπτρω και εν αινίγματι – την αίσθηση στην επιφάνεια και το βάθος, τους στροβιλισμούς, τις αντανακλάσεις του φωτός, και όσο δύναται.
Το πρώτο που έκανα λοιπόν αφού διάβασα το βιβλίο ήταν, από την ταραχή που δεν μπορούσα να μιλήσω, ήταν να κάνω μια αντιστοιχία, να βάλω δηλαδή μουσική υπόκρουση σε κάποια ποιήματα. Είπα δηλαδή, ότι αν μου επιτραπεί να σχεδιάσω μια περφόρμανς ανάγνωσης, θα έβαζα να ακούγεται το «La plus que lente» του Debussy με το ποίημα “Μεταμόρφωση” – ανάλαφρο σαν ιδεόγραμμα και πυκνό σε ψυχικό φορτίο και συμβολισμό – αναφορές στη φωτογραφία στη μνήμη και στο χρόνο – ασπρόμαυρη καταιγίδα και κατακερματισμένη λέξη ως συλλαβή και η επαγρύπνηση του άγριου ζώου – σελ 61. Θα έβαζα το συμφωνικό χορό του Grieg op. 64 no 2 στους Ψίθυρους, σελίδα 67 και θα έλεγα ότι το ποίημα αυτό για μένα αυτό το δραματικό ποίημα – δραματοποιημένο επίσης εφόσον έχει τη μορφή διαλόγου – καταλήγει στην υπέρτατη δικαίωση, στη σωτηρία με την ανεμόσκαλα – δεν ξέρω και δεν πρέπει να μάθω πώς και γιατί έρχεται από το βυθό των ακαταλήπτων πραγμάτων της ποιήτριας. Μέχρι τώρα η σκηνή αυτή ήταν η κοπέλα που στέκεται στην άκρη του γκρεμού και ο καλός της πετά από κάτω την ανεμόσκαλα τη μεταξωτή. Τη δένει και πηδά. Παπαδιαμάντης – Καμίνι. Εδώ υπάρχει ένας φόβος σε όλο το ποίημα και δύο άνθρωποι που ψηλαφούν τη μνήμη και τα τραύματά τους και μετά οδηγούνται στη σωτηρία γίνεται αναφορά στην ανεμόσκαλα. Αν μου ρίξεις τη σκάλα μπορεί να την πιάσω
Συνεχίζω. Υπάρχουν πουλιά σε όλη τη σύνθεση. Άγγελοι φυσικά με τα φτερά τους αλλά τα πουλιά είναι ο αγγελιαφόροι, οι μεσάζοντες με το υπερπέραν Πουλιά προσευχές – πουλιά συλλαβές, πουλιά λέξεις – κάποτε τα πουλιά είναι ισοδύναμα με τη λέξη στη σελ 77 λέει πόλεμος είσαι, μάχη λέξη πουλί – παρατακτικά απολύτως ισοδύναμα.
Οι λέξεις έχουν φυλλώματα – μαγικά χαρακτηριστικά, ο κόσμος που κατοικεί η Έφη είπαμε ότι είναι αλλιώς. Λέξεις φυλλώματα που βλασταίνουν απλώνονται αλλά δεν πετούν. Μια αναρριχητική βλάστηση παντού, μια επικυριαρχία του πράσινου. Ήδη από την αρχή, στην ποιητική σύνθεση με το όνομα “Τοπία” αναφέρεται σε μια μεταμόρφωση του ρόδου του έρωτα σε βαθύ πράσινο η μαθητεία (της σιωπής βάφει της επιθυμίας μου πράσινο βαθύ το ρόδο.) Το κόκκινο της επιθυμίας γίνεται χρώμα της καταλλαγής, χρώμα γαλήνευσης, χρώμα που αποδίδεται στον παράδεισο.
Εκτός από ρόδο που βάφεται βαθύ πράσινο, παρακάτω λέει – το κόκκινο της μοίρας γίνεται πράσινο του Παραδείσου. Και συνεχίζει, ανεβάζοντας την θερμοκρασία, να μιλά μια μια πυρετώδη τροπική κατάσταση – Στις θερμοκρασίες αυτές των τροπικών/οι συναντήσεις μας, φέρουν τη μαγεία του πυκνού πράσινου φυλλώματος και τη θαμνώδη αίσθηση του παντοτινού
Κατόπιν όλος ο κόσμος είναι ένα δέντρο – το δέντρο των ψυχών του Διονύσιου Σολωμού ίσως; carmina seculare – και λέει έλαβα τη γενναιοδωρία πίσω να επιστρέψω/δίχως αντάλλαγμα έτσι σα φύλλο/που στο κλαράκι του κόσμου αιωρείται/με μια σταγόνα φως στο στόμα του επάνω – Έχω την αίσθηση ότι έχει αναφορές στον Εβραϊκό μυστικισμό και την Καμπαλά μιλάει πιο κάτω για προφητεία, για θάλασσα των Κρίσεων, όχι μόνο για το δέντρο αυτό και τους Αγγέλους αλλά για την κοσμογονική σημασία του αλφαβήτου – εκεί που λέει συλλαβίζοντας από την αρχή ξανά της παράδοσης το αλφαβητάρι ή ποιες λέξεις φτιάχνουν το Θεό;/ποια γράμματα επιμένουν; αλλά και πάλι μπορεί να είναι ιδέα μου, ας το σημειώσουμε ανάμεσα στα τόσα που το κείμενο μας παρακινεί να εντοπίσουμε.
Εδώ αρχίζω να κλονίζομαι. Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε μια βροχή συμβόλων και συνεχίζω να κοιτώ τα ποιήματα σαν διαφάνειες πολύχρωμες που τις σηκώνω ψηλά στο φως για να θαυμάσω τους ιριδισμούς. Τα ποιήματα μιλούν για γλώσσα, για κατακερματισμένη γλώσσα, έχουν χρώματα – κόκκινο, πράσινο, λευκό – τυχαία; δεν ανήκουν σε κάποια ψυχική κλίμακα; μιλούν για αλφάβητο για συλλαβές – θα τολμήσω να το διαβάσω αλλιώς. Είναι στη φύση μου τελικά να βασανίζω τα ποιήματα.
Θα τολμήσω λοιπόν να ξαναδιαβάσω τη συλλογή της Έφης Καλογεροπούλου, ξεκινώντας πάντα από την πρώτη ποιητική σύνθεση “τοπία”. Είναι σαν να παρακολουθώ μια συνομιλία δύο εραστών που είναι πια νεκροί, μια μαθητεία σιωπής μια συνομιλία στον κάτω κόσμο τον κόσμο των σκιών στην Αρχαία Ελλάδα – σκιές εραστών λέει –, ο κόσμος των σκιών, ο Παράδεισος της Βίβλου. Αν θέλετε η Χώρα του Ποτέ, το βασίλειο του Πήτερ Παν μάλλον ήταν ένας τέτοιος χώρος θανάτου. Εν πάση περιπτώσει δεν γνωρίζουμε τι συμβαίνει μετά θάνατον. Αυτό που έχει αξία εδώ είναι η κσσμογονία, το σύμπαν στο μυαλό του ποιητή και το σύμπαν της Έφης είναι αυτή τη φορά θανατερό. Ο τόπος αυτός είναι χωρίς πατρίδα, είναι κοινός για όλους, εκεί δεν βλέπεις, η θερμοκρασίες δεν είναι χαμηλές είναι ψηλές ως τροπικές. Είναι σαν τον παράδεισο της Βίβλου. Η ποιητική σύνθεση, που δεν θα την υποκαταστήσω εδώ – κομμάτι κομμάτι στίχο στίχο έχει μια γεωμετρική τελειότητα και προκαλεί μια νεκρική συγκίνηση και ένα λυγμό από την αγάπη. Είναι μια επικήδεια τελετή, ένας μνημόσυνο, αποχαιρετισμός δυο εραστών που ο ένας από τους δυο πεθαίνει και ένας χαιρετισμός για μια αιώνια συνύπαρξη με αγάπη αλλού. Μια απορία. Εδώ πώς θα είναι τα φιλιά μας. Ίσως έτσι εξηγείται η καταλλαγή, το κόκκινο που γίνεται πράσινο, το χρώμα του παραδείσου. Ο έρωτας είναι αθωωμένος. Εκεί κάτω ή εκεί πάνω στα άστρα δηλαδή δεν βλέπουν, είναι και οι δυο τυφλοί. Τους δίνεται ο τρόπος να συναντηθούν ωστόσο. Πώς θα μετρήσουμε το χρόνο είπες/τώρα που γίναμε πάλι ζωντανοί; ή αλλού φιλιά στον άνεμο είναι πια η δική μας μοίρα. Οι νεκρικές τιμές, τα αρώματα – και είναι λυτρωτική η πύρινη σιωπή/που με τα πλούσια μυρωδικά αρώματα/ξεπλένει τα ακριβά σου μέλη., Η συνάντηση στην αιωνιότητα – για πάντα εσύ κι εγώ πυρπολημένοι από σιωπή. Ο Άγγελος με το σπαθί – που με ένα φτερούγισμα θα κόψει τους λυγμούς είναι ο Άγγελος του θανάτου, ο ψυχοπομπός. Και η φωτογραφία που είναι σαν περόνη φονικού όπλου, η διαδικασία πένθους, εξιλέωσης και λήθης οδηγείται προς το τέλος. Τέλος διαδρομής –
Υπάρχει η έκφραση δεν έχω λόγια. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν οι λέξεις. Τις στιγμές της μεγάλης ταραχής, της συγκίνησης, στις μεγάλες τομές του βίου και του θανάτου, του χωρισμού, οι άνθρωποι δεν μπορούν να διαπραγματευτούν σωστά, να ζυγίσουν, να στοχεύσουν τις λέξεις τους. Υποτίθεται ότι αυτό το κάνουν οι ποιητές. Σε μια οριακή στιγμή – κρεσέντο – εκεί που δικαιολογείται ίσως και ο τίτλος εξορία του βλέμματος, κατακερματίζονται οι λέξεις και η Έφη γράφει το απίστευτο:
κι έγιναν λέξεις όσες/η επιθυμία μου δεν είχε συλλαβές/ και συλλάβιζα σε γλώσσα που δεν ήξερα/παρά εκείνη μοναχά των άστρων/κι ήρθαν σκύλοι πολλοί τη νύχτα αυτή κοντά μου/αδέσποτοι όσο κανείς ξεσπώντας σε λυγμούς/όπως αποχωρίζεται η προσευχή ψυχή που φεύγει.
Εδώ σταματώ δεν έχω λόγια…
(εισήγηση στο Polis Art Café, Φεβρουάριος 2020)