You are currently viewing RENÉ CHAR: Τρία ποιήματα, Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

RENÉ CHAR: Τρία ποιήματα, Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

ΣΕ ΙΣΑ ΜΕΡΗ 

Είμαι σαγηνευμένος από τούτο το παντρύφερο κομμάτι της εξοχής, από την όλο μοναξιά κουπαστή του, στο χείλος της οποίας φτάνουν οι μπόρες και αποδεσμεύονται με ευπείθεια, και στο άλμπουρό της μια όψη χαμένη, καθώς για μια στιγμή αστράφτει ολόκληρη και με κερδίζει εκ νέου. Από πολύ μακριά κι απ’ όσο θυμάμαι ξεχωρίζω που σκύβω πάνω απ’ τα φυτά του αφρόντιστου πατρικού μου κήπου, με προσοχή εντεταμένη στους χυμούς, να φιλάω μάτια με ώριμο σχήμα και χρώματα που ο προεσπερινός άνεμος τ’ άρδευε καλύτερα απ’ το χέρι των ανθρώπων το ανάπηρο. Γόητρο επιστροφής, νόστος που ουδεμία τύχη δύναται να τον προσβάλει, να τον αμαυρώσει. Μεσημβρινά δικαστήρια – πλην εγώ ξαγρυπνάω. Εγώ που απολαμβάνω το προνόμιο να τα νιώθω όλα μαζί: αποθάρρυνση και εμπιστοσύνη, αυτομολία και ευψυχία – και μήτε έχω στον νου μου συγκρατήσει τίποτε άλλο παρεκτός την τηκόμενη γωνία κάποιου τυχαίου ανταμώματος.

  Σε μια στράτα λεβάντας και κρασιού περπατήσαμε πλάι-πλάι, και ήμασταν μέσα σ’ ένα σκονισμένο πλαίσιο παιδικότητας με φαράγγια όλο βάτους και με τον καθένα μας να ξέρει πόσο πολύ τον αγαπούσε ο άλλος. Δεν είναι άντρας με κεφάλι μυθικό αυτός που φίλαγες αργότερα πίσω απ’ την αντάρα της μόνιμης κλίνης σου. Να σε τώρα γυμνή και μεταξύ όλων των άλλων η πρώτη και καλύτερη μόνο για σήμερα, οπού διαβαίνεις την έξοδο υμνωδιών εξόχως κακοτράχαλων. Το διάστημα εσαεί νά ’ναι τάχα τούτη ’δώ η απόλυτη και μαρμαίρουσα ανάπαυλα απουσίας, μια εντολή μεταβολής και δη κατσιασμένης; Προλέγοντάς το, ωστόσο, τούτο το ρήμα έρχομαι και επιβεβαιώνω ότι ζεις· το σκαμμένο αυλάκι φωτίζεται ανάμεσα στο δικό σου καλό και στο κακό το δικό μου. Η θέρμη θα επανέλθει… θα επανέλθει συνοδευόμενη από τη σιωπή, όπως θα σε σηκώνω ψηλά στα χέρια μου, Άψυχη.

 

 ΣΥΜΒΑΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ

 Συμβάν ήθελα να είμαι. Με φανταζόμουν παρτιτούρα. Ήμουν αδέξιος. Το κεφάλι του θανάτου που, αντίθετα στη θέλησή μου, αντικαθιστούσε το μήλο που έβαζα συχνά στο στόμα μου, δεν τό ’βλεπε άλλος κανείς εκτός από εμένα. Καθόμουν παράμερα για να δαγκώνω σωστά όπως πρέπει το πράγμα. Όπως δεν βγαίνουμε στο δρόμο και όπως δεν μπορούμε να διεκδικούμε τον έρωτα με τέτοιο φρούτο στα δόντια, έτσι κι εγώ αποφάσισα, όποτε πείναγα, να του δίνω το όνομα του μήλου. Και ποτέ πια δεν με ξανάπιασε άγχος, ανυπομονησία. Το αντικείμενο της αμηχανίας μου μού φανερώθηκε πολύ-πολύ αργότερα κάτω από τα ρευστά όσο και αμφίβολα χαρακτηριστικά του ποιήματος.

 

 Ο ΕΞΩΦΡΕΝΙΚΟΣ ΕΚΕΙΝΟΣ

 Δεν άλλαζε ίσκιο, όπως προχωρούσε – αυτομεταφραζόταν δε απλώς σε μια τολμηρότητα ήδη αναλωμένη, μολονότι ο βηματισμός του ήταν αρκετά κοινότοπος, για να μην πω μπανάλ. Όσοι εγκαταλείπουν τις πρώτες ώρες της νύχτας το κρεβάτι τους και ύστερα, ώς την άλλη μέρα το πρωί, το χάνουν απ’ τα μάτια τους, μπορεί και να μπουν σε πειρασμό απ’ τις τυχόν ομοιότητες. Γυρεύουν οπωσδήποτε ν’ απαλλαγούν δι’ αποστάξεως από κάτι πέτρες υπερβαλλόντως σοφές, υπερμέτρως ζέουσες, και θέλουν να λυτρωθούν απ’ τις επιρροές των κρυστάλλων που διατυπώνουν τη μυθική αξίωση να πηγαίνει το σκυθρωπό τής καθημερινότητας διάβα να κρύβεται, όπου επιλέξει και του αρέσει, κάτω από απαλές ψαύσεις υφάσματος σουδαρίου. Τέτοιος δεν ήτανε τούτος ο διαβάτης που του σεληνιακού τοπίου το πέπλο, έτσι όπως έπεφτε πολύ-πολύ χαμηλά, έμοιαζε να μην τον πολυενοχλεί στην κίνησή του. Το μανιασμένο ψύχος εβούρτσιζε προσεκτικά την επιφάνεια του μετώπου του χωρίς να εμφανίζεται και ως κάτι το προσωπικό. Ένας δρόμος που μακραίνει, ένα μονοπάτι που στρίβει συμμορφώνονται προς την ορμή του στοχασμού που τραγουδάει με κλειστό το στόμα, με μπους φερμέ όπως λέμε. Μες στην ιδιότυπη και απιθάνως αφάνταστη χειμωνιάτικη νύχτα, και ακριβώς επειδή ανήκε από κοινού στο σύνολο των κατοίκων του σύμπαντος που δεν την τρύπαγαν για να περάσουν, έπαψε πια να υπάρχει ακόμα και ο τελευταίος ηθοποιός. Είχε απολέσει πλέον κάθε δεσμό τόσο με το αρχαίο μούρμουρο εκείνων των πηγών που διέκειντο ευνοϊκά στο να προσφέρονται σε διερωτήσεις, όσο και με τα ευτυχισμένα κορμιά που ευαρεστείτο να εμψυχώνει πλάι στο δικό του, αφόταν μπορούσε ακόμα να εκχωρήσει μια κορυφογραμμή στο κέφι του και όλο το χιόνι στο ταλέντο του. Σήμερα τά ’σπασε και με τη θλίψη, κάνοντας την πράγμα εντελώς ευτελές, και με τον τρόμο των συμπεφωνημένων, συναποδεχθέντων και συνομολογηθέντων. Η γη είχε φασκιώσει την πειθώ της – η γη, με την ταχύτητά της ελαφρώς μειωμένη, με τη φαντασία της κροκάτη, με την ασκούμενη τριβή της χαίνουσα λόγω πράξεων τερατωδών που εν τούτοις συντελέστηκαν. Κανείς δεν θα τον λησμονούσε, διότι το ατομικώς ωφέλιμο ουδέποτε ετούτον εδώ τον συνέδραμε, και κανείς δεν θα τον εσχεδίαζε ολόκληρον στο βλέμμα εντός των άλλων. Στ’ ασπρισμένο ταβάνι του δωματίου του είχανε περάσει κάτι πουλιά, πλην όμως η αστραπή τους είχε λειώσει πια τελείως μες στον ύπνο του.

  Το πέπλο του σεληνιακού τοπίου απλώνει τώρα ψηλά, πάρα πολύ ψηλά, τ’ αρωματικά του χρώματα πάνω από τούτο το άτομο που λέω εδώ. Και το οποίο εξέρχεται πεφωτισμένο από το ψύχος και πάμφωτο γυρνάει για πάντα τα νώτα στην άνοιξη που δεν υπάρχει.

 

 

Ο Ρενέ Σαρ  γεννήθηκε το 1907 στην Προβηγκία και πέθανε στο Παρίσι το 1988, σε ηλικία 81 ετών. Το υπερρεαλιστικό κίνημα του Μπρετόν στο οποίο συμμετείχε καθώς και η εμπειρία του πολέμου και της αντίστασης τον  επηρέασαν βαθιά.  Στα πεζοποιήματά του, ο οικουμενισμός συνομιλεί με την φύση και την ανθρώπινη καρδιά.  Κορυφαία του έργα:  Φύλλα του Ύπνου (1946), Το συντετριμμένο ποίημα (1947) και «Οργή και μυστήριο» (1948).

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.