Tο αποκλίνον νόημα του κόσμου
«Η πραγματικότητα είναι προϊόν τής πιο μεγαλειώδους φαντασίας».
Ουάλας Στίβενς
Είναι προ πολλού γνωστή η κειμενική ταυτότητα του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου στο πεδίο των απαιτητικών ποιητικών εφαρμογών: η εμφανέστατη διαστολή της ορθόδοξης σύνταξης, οι συχνές αναδιπλώσεις των αυτοελεγχόμενων δηλώσεων, ο δημιουργικός διάλογος με την υπονοουμένη δομή των παραρτημάτων της καθημερινότητας, η εισαγωγή νέων κυριολεξιών, η αποδελτίωση του ονειρικού στοιχείου της ζωής, η συνταύτιση της ποιητικής ρυθμολογίας με την πεζολογική εξακτίνωση και, κυρίως, η αλλεπάλληλη υπέρβαση των ορίων της παραδοσιακής αναπαράστασης του βιωματικού – μνημονικού γεγονότος συνιστούν, μεταξύ άλλων, τα καταστατικά γνωρίσματά της. Η καλώς συγκερασμένη, εμφανώς πολυεπίπεδη, γλωσσοκεντρική σήμανσή του, όπως διαρθρώνεται φέρ’ ειπείν στην Κλεμμένη ιστορία, η οποία ως γνωστόν απέσπασε πριν από δέκα χρόνια το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το Βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω», επιβεβαιώνεται στις συνειδήσεις μας ως μία από τις προσφορότερες εκδοχές αισθητικών εμπεδώσεων των αντιπροσωπευτικότερων μελών της λογοτεχνικής γενιάς του ’70. Στην οθόνη του νου προβάλλονται διαδοχικά οι πτυχές ενός υπερτοπίου, όπου επιτέλους συμφιλιώνονται όσα συνήθως εκλαμβάνονται εναντιωματικά και υπονομευτικά, όσα κακώς θεωρούσαμε προηγουμένως ασύμπτωτα και ασύμβατα, σύμφωνα με τη λεγόμενη κοινή λογική. Η συγκλήρωσή τους είναι ομολογουμένως ιαματική. Εξ ου και η ειδικότερη, συναρπαστική πρόσληψη του ποιήματος.
Η έντεχνη υποβολή, η υπαινικτική χρήση της γλώσσας, σε συνδυασμό με τη διακριτική κι άλλο τόσο διεξοδική προσφυγή σε ακραίες εκδοχές του στοιχείου της μεταφοράς, προωθούν αποτελεσματικά τα πρωτογενή σχέδια και εδώ, στη δωδέκατη κατά σειρά συλλογή του. Δύο παραδείγματα: «Δίχτυ αόρατο απλώνεται η σιωπή κάτω απ’ τον λόγο ενόσω αυτός ακροβατεί επάνω στο επίσης αόρατο της σημασίας σκοινί. Πλεγμένο έτσι ώστε να είναι ολισθηρό· χωρίς δεμένες κάπου οι άκρες του διαρκώς στο κενό να προεκτείνεται» και «Εξ άλλου η ακοή δεν ξέρει ανάγνωση δεν ξέρει ούτε τους ήχους των γραμμάτων να διακρίνει – τόσο αγράμματη. Αγνοεί το πέρασμα του νοήματος πώς γίνεται στις λέξεις και αρκείται στο άκουσμα μονάχα του ρυθμού, που τσακισμένος βγαίνει όπως τρικλίζοντας μέσ’ από τα συρματοπλέγματα ενός ερειπωμένου δεκαπεντασύλλαβου. Γι’ αυτό σου λέω, η αγάπη αρκεί». (Ιδέτε αντιστοίχως σελ. 37, όπου τίτλος «Ποιητική» και σελ. 61, όπου η κατακλείδα του ποιήματος «Η αγάπη αρκεί».) Η ευρηματική και εξίσου προσωποπαγής στρατηγική του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου αποδίδει καρπούς: το ποιητικό υποκείμενο απελευθερώνει ικανά ποσοστά της μεταγλωσσικής του ενέργειας, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα διαβάζεται ανατρεπτικά, ενώ τα ινδάλματα του εγώ αναβαθμίζονται διακριτικά σε τελεσίδικες, οριακές, πάντως φίλιες Πραγματικότητες. Η έντονη μεταφυσική ροπή συνέχει ευεργετικά το τελικό προϊόν. Έτσι η προκείμενη γραφή συνδέεται ως εκ των πραγμάτων με το μέγα καταπίστευμα των λογίων εκείνων που επέμεναν να βλέπουν και να διερμηνεύουν ενδελεχώς την άλλη πιστότητα, την άλλη αλήθεια, αντί να δεσμεύονται ή και να καταδυναστεύονται από τη ρητορεία τής δήθεν αντικειμενικότητας. Άλλωστε, γενικεύοντας, θα θυμίσω ότι: «Η μυστικιστική παράδοση, την οποία θα μπορούσα να αποκαλέσω το κομμάτι της Ασίας μέσα στον δυτικό άνθρωπο, από την αρχή του Ευαγγελίου ίσαμε τη σύγχρονη εποχή, δεν έπαψε να επιμένει σε μια θέαση της αλήθειας πέρα από την ορθολογική κατανόηση, πέρα από τη λογική, πέρα από τον πειραματικό έλεγχο ή την αναίρεση. Υπάρχει, λένε, κάπου μια «αλήθεια υψηλότερη από την αλήθεια», προϊόν «άμεσης μυστικιστικής αποκάλυψης». (Ιδέτε, Τζορτζ Στάινερ Νοσταλγία του απολύτου, μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδόσεις Άγρα, 2007.)
Ο ποιητής φέρνοντας αδιάκοπα συν τοις άλλοις στο φως του χαρτιού σπαράγματα εικόνων από έναν απώτερο, υπόγειο κόσμο σκιών, εφιαλτών και ομιλητικών προγόνων, όπως συμβαίνει κατ’ εξοχήν στο έβδομο, σημαδιακό έργο του με τίτλο Ραμμένο στόμα (1990), μας θυμίζει τη σταθερή σχέση που μας συνδέει, σε καθημερινή μάλιστα βάση, με το συλλογικό ασύνειδο, με την άρρητη ψυχή του κόσμου, δηλαδή με το γλωσσικό-γνωστικό-κοσμικό- εννοιολογικό πέραν. Γι’ αυτό και τα πλείστα δεδομένα του βίου, σύμφωνα και με το από κάθε άποψη υποδειγματικό μάθημα της Λύπης των άλλων, διασπώνται σε πολυάριθμες ψηφίδες, σε τεμάχια συνειρμών, ενώ ο σύμπας χρόνος χάνει τη μαθηματική του συνέπεια και αυστηρότητα για να συμπυκνωθεί σχεδόν αμέσως σε ένα καταλυτικό, κρυστάλλινο και βεβαίως αμείλικτο παρόν. Η διάχυση στο μεταίσθημα εν γένει, η περιδιάβαση στην ενδοχώρα της μετά-αντικειμενικότητας δεν καταλύει πάντως τις ισχυρές συνδέσεις του εγώ με τη δεδομένη περιρρέουσα ύλη. Όπως ακριβώς το όνειρο για τον Φρόιντ, για να το προσδιορίσω διαφορετικά, είναι ο φύλακας του ύπνου μας, έτσι τα ποιήματα εδώ είναι οι φύλακες της αξιακής μας υπόστασης. Είναι οι φύλακες, οι οποίοι από κοινού προστατεύουν την ατομική μας ιδιοπροσωπία, θα ισχυριζόμουν ότι διατείνεται εμμέσως πλην σαφώς η Λύπη των άλλων. Η πλήρης και η ουσιαστικότατη επαλήθευση της γραφής τελείται συνεπώς στην περαιτέρω αφαλκίδευτη, αναγεννησιακού τύπου, ανάπτυξή της, αλλά και στη συστηματική καλλιέργεια των παντοειδών παραλλαγών, απολήξεων και αναπόφευκτων αιρέσεών της.
Κοντολογίς, η ποιητική αποτύπωση, δρώντας ακόμη και παραπληρωματικά, αναδεικνύει εδώ ό,τι δεν μπορεί συνήθως να εκτιμηθεί από μια μονοδιάστατη, μονόδρομη επαφή μας με όντα. Το ποίημα μαθαίνει κάθε φορά πώς να συνδιαλέγεται καλύτερα με το έτερο υλικό των φαινομένων. Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, για να το διατυπώσω κατ’ άλλον τρόπο, ασπάζεται πλήρως τη γνωστή αρχή που πρεσβεύει ότι «η τέχνη είναι ένα είδος έμφυτης παρόρμησης που κυριεύει τον άνθρωπο και τον κάνει όργανό της. Ο καλλιτέχνης δεν είναι άτομο προικισμένο με ελεύθερη βούληση που επιδιώκει τους δικούς του σκοπούς, αλλά ένας άνθρωπος που επιτρέπει στην τέχνη να υλοποιήσει τους σκοπούς της μέσα από τον ίδιο. Είναι ο συλλογικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που βιώνει, εκφράζει και διαπλάθει την ασυνείδητη ψυχική ζωή της ανθρωπότητας. Αυτό είναι το φορτίο του, το λειτούργημά του, και γι’ αυτό θυσιάζει την καθημερινότητά του». (Ιδέτε C. G. Jung, Το πνεύμα στον άνθρωπο, την τέχνη και τη λογοτεχνία, εκδόσεις Ιάμβλιχος.) Αν το περίβλημα – ή άλλως «όνομα» των πραγμάτων είναι αδύνατον να συνεχίσει να διατηρεί την παλαιά του συνοχή, τότε η γραφή αναλαμβάνει το πρόσθετο βάρος (ή δουλεία) να εφεύρει ένα άλλο, κατά πολύ επαρκέστερο Ένδυμα. Αν εντέλει «σώμα καλείται ο σταλαγμίτης του αίματος», όπως παλαιότερα όρισε ευφυώς ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, τότε η λεκτική αναδιάταξη, που τόσο θερμώς υποστηρίζει από την αρχή σχεδόν της αισθητικής του πράξης, νομιμοποιείται να συνεχίζει το έργο της, ολοκληρώνοντας σταδιακά ένα ακριβοδίκαιο σύστημα ποιητικών αφορισμών, που έχουν το προνόμιο-αποστολή να μας ξεμάθουν «πολιτισμό» και να μας μάθουν Ουσίες.
279