Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Το πλέον οικείο πρόσωπο για τους ανθρώπους είναι αυτό της Θεοτόκου, της Παρθένου Μαρίας, της Κυρίας των Αγγέλων, της Παναγίας μας. Οι άνθρωποι, όχι μόνο οι απλοί άνθρωποι του λαού ή οι βαθιά θρησκευόμενοι, στρέφουν το βλέμμα σ’ Εκείνην που κυοφόρησε την Ελπίδα, τη Ζωή και πέρασε τα μαρτύρια του Υιού της ως το τέλος. Ελπίδα των κατατρεγμένων. Των πονεμένων, των απελπισμένων και μάλιστα χωρίς να ξεχωρίζει θρησκείες και έθνη ( τα παραδείγματα είναι πολλά από τις θαυματουργικές παρεμβάσεις της σε Μουσουλμάνους Τούρκους 400 χρόνια αλλά και στα χρόνια μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή…ίσως και μέχρι σήμερα…). Ένα πρόσωπο Αγάπης και Ταπείνωσης, γλυκύτητας και παρηγοριάς, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους ποιητές μας. Από το Δημοτικό Τραγούδι, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο αλλά και άλλους, κι όχι μόνο Έλληνες, η Παναγία απετέλεσε πηγή έμπνευσης. Τα ποιήματα που διαλέχτηκαν εδώ είναι από έλληνες ποιητές αλλά όχι τόσο πολύ ακουσμένα και διαβασμένα. Το προτιμήσαμε για την Κυρία Θεοτόκο που ενσαρκώνει την ταπείνωση…
Καλή ανάγνωση και Καλή Παναγιά σε όλους σας!
«…Παναγία θεοτόκε νοικοκυρά μου
μη μ’ αφήνεις ανυπεράσπιστο στα σκυλιά
με τόσες όμορφες εικόνες σου
σ’ αυτό το σκουπιδότοπο (στο ύψος Παρθενώνας)….»
Ν. ΚΑΡΟΥΖΟΣ
***************
«Τώρα έχουμε, Παναγιοτάτους, Παναγία μου.
Τώρα έχουμε υπερθετικούς βαθμούς.
Κι εσένα σ’ αφήσαμε στο θετικό βαθμό!»
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
*****************
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
«Πόσο ακριβά το πλήρωσες αυτό το Μήτηρ Θεού!»
«Πού σ’ έμπλεξαν κι εσένα!»
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
*****************
«…πικράθηκεν ο χάρος ο χαραμοφάης
καθώς η Παναγία κυλιότανε στα κιτρολέμονα
κι είχε δέσει το δαίμονα
στα θεόρατα γιασεμιά της χαρμολύπης…»
Ν. ΚΑΡΟΥΖΟΣ, Χρονικό της αταραξίας
ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΣΠΟΔΟΥ
Δέσποινα της σιωπής
Γαλήνια και θλιμμένη
Σπαραγμένη και ακέραια
Ρόδο της μνήμης
Ρόδο της λήθης
Εξαντλημένη και ζωοποιός
Εναγώνια και ήρεμη
Το Ρόδο το μοναδικό
Τώρα είναι ο Κήπος
Όπου τελειώνει κάθε αγάπη
Και το μαρτύριο τερματίζεται
Του ανεκπλήρωτου έρωτα
Το μεγαλύτερο μαρτύριο
Του εκπληρωμένου έρωτα
Τέλος του ταξιδιού του ατελείωτου
Προ το ατέρμονο
Σύνοψη όλων
Όσων δεν συνοψίζονται
Ομιλία χωρίς Λόγο και
Λόγος άλεκτος
Ας ειν’ ευλογημένη η Μητέρα
Για τον Κήπο
Όπου τελειώνει όλη η αγάπη.
T. S. ELIOT
Ποιήματα – Εισαγωγή, μετάφραση ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ
ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ
Η ένδειξη στο πρόσωπο της κοιμωμένης,
το χέρι που σκιρτούσε χελιδόνια
κι η άδολη ωραιότητα θραυσμάτων
υάλου κι άλλων ουρανίων πετάλων
αναδιφούσε μέσα του ένα μάγμα
φωνής εωθινής από τα πέρα.
Με του λευκού του μαντιλιού την άκρη,
π’ ανάλαφρα τον αμυδρό της ίδρο
χάιδευε, σ’ όλους γύρω του εξηγούσε
πως ήταν μάνα εκείνη τ’ Ουρανού.
ΟΙ οφθαλμοί του μάρτυρος τολμούσαν
πράγματα να λαλούν, γιατί μπορούσε
ως Αρεοπαγίτης να διακρίνει
το βράχο από τη θάλασσα,
τ’ άλογο από την ελιά
και την οργίλη τρίαινα
εξ όλης Αθηνάς.
(Στο μέλλον θα ’χε πρόβλημα με τους θεολογούντας).
KΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
ΔΕΗΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
«Έχει μια λύπη η δέησή μας,
από έναν παιδικό καιρό που ξανάνθισε
μια τρυφερότητα νησιώτικης ακρογιαλιάς
που καθρεφτίζει τους οικτιρμούς σου.
Κατέβα από τους λόφους,
φέρε την πηγή του ελέους σου, ν’ αναβλύσει πλάι στην πληγή μας.
Μάζεψε πάλι εκ περάτων
τα μηνύματα της χαράς,
φόρτωσέ τα πάνω σε δειλινές καμπάνες
που σημαίνουν την Παράκληση
και φέρτα να τα καρφώσεις
στεφάνι στην πόρτα μας.»
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Σαν τη λαίδη Μακμπέθ σε υπνοβασία
πιτσιλισμένη απ’ τον ασβέστη
στα μαλλιά και το φόρεμα.
Και τα δωμάτια μοσχοβολούσαν
παραμονές Δεκαπενταύγουστου.
Οι φωτιές της ροδιάς. Η αυλή με τη βρύση.
Τα μυρμήγκια που τρέχουν για να γλιτώσουν.
Τα σκούπιζες και τα ‘ριχνες στο κηπάκι
για να σωθούν.
Ώρα έξι το απόγευμα και μάζευες
την άγκυρα να ελευθερωθεί το σπίτι.
Μάζευες τα σκοινιά κι άναβες τις μηχανές
να φύγει το σπίτι, να σαλπάρει το σπίτι
και να ταξιδέψει
στο άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε
και σ’ εκείνο το θεόνυμφε που υποσχόταν δόξες.
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Στή μνήμη Ἐκείνου πού τόν ρέμβασε
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι’ ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.
Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.
Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι’ αντίς γι’ αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.
Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.
Άλαλα τα χείλη τους – και τι μπορούν ν’ αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ’ τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ’ τα αίματα των Μαρτύρων
κι’ απ’ τη μανία των Μονομάχων.
Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.
Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.
Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν’ αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ’ ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι’ ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.
Τότε μονάχα τ’ άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή
και λαλήσουν.
ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Ήσουν γυναίκα; Ήσουν όνειρο; Ή μήπως ήσουν και τα δύο καύσων της φαντασίας μου
Τότε που νοσταλγούσα το άπειρον όπως νοσταλγεί την αγνότητα ένα καναρίνι
τότε που συνέπεσε να ξεκινήση για το τελευταίο του ταξίδι ο Υπερσιβηρικός
ξέροντας πως εγκαταλείπει διά παντός την εύκρατο ζώνη
Την ίδια μέρα που ο καλόκαρδος χοντρός Καίσαρ Κασκαμπέλ εκινήθη ακριβώς αντίθετα
γιατί αποφάσισε να περάσει τον Βερίγγειο πορθμό και να ξαναφέρει το τσίρκο του στη Νάντη
ενώ ο Τηλεγραφόξυλος προειδοποιούσε σοβαρά πως θα χιονίσει εκτός αν δεν χιονίσει
Ήσουν γυναίκα, ήσουν όνειρο, ήσουν Μεγάλη Παρασκευή
ήσουν σωτήρια δάκρυα στα μάτια του Μιχαήλ Στρογκώφ
Ήσουν οικτίρμων
μικρό φωτάκι στην πιο σκοτεινή γαλαρία των Μελαινών Ινδιών
-Καλά το είπε, νομίζω, μια ποιήτρια: Όσα δεν φτάνουν τα χέρια μας,
τ’ αναπληρώνουν τα ποιήματά μας.
ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ
Απόστολος Γεραλής, Στην Εκκλησία
«ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ»
«…Έτσι όπως κοιμάσαι, Παναγιά της Τήνου,
μέσα στην τρυφερότητα της Άγιας Γαλήνης,
με το σάρκινό Σου φόρεμα σπαραγμένο
απ’ το ρίγος της αγωνίας στο δρόμο της εξορίας και της φυγής
απ’ τον άφατο πόνο του Σταυρωμένου Παιδιού Σου,
Μάνα Πανανθρώπινη,
ελπίδα και παρηγοριά των πονεμένων,
Μεγαλόχαρη, συγχώρεσέ μας,
«εν τη Κοιμήσει τον κόσμο ου κατέλιπας, Θεοτόκε!».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ΛΟΥΛΑ Δ.,
(«Νέα Εστία», 15.8.1975, σ. 1101)
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΟΥ 1940
Ω, Εσύ των Ουρανών η πλατυτέρα,
που αγκάλιασες τα έθνη και τους λαούς,
των λαών και των εθνών η θεία Μητέρα,
π’ όλους της γης ξεχείλισες τους ναούς.
Μάνα, π’ αγνάντια μου είσαι ως θερισμένη
απ’ αστάχυα χλωμότατη πλαγιά,
κ’ είσαι κ’ η Ελλάδα, κ’ είσαι η Κοιμωμένη
με σταυρωτά τα χέρια Παναγιά·
Μάνα, που ο νους Σου μοναχά το ξέρει
αν, αντίκρυ στην αγία Σου εντολή,
η καρδιά μου δεν είναι ως περιστέρι
αθώα, δοκιμασμένη και καλή.
δώσε την ώρα τούτη (κ’ είναι τώρα
π’ αγγίζουμε τον ύστερο βυθό
κι αργοσημαίνει η προαιώνια ώρα)
στην άγια εντολή Σου να σταθώ
ανύσταχτος, στην άκρη γινώμενος
αγρύπνια μιαν απέραντη ματιά,
σαν ο Ιησούς Χριστός Εσταυρωμένος,
σαν οι Άγιοι Παίδες μέσα στη φωτιά!
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ,
«Λυρικός βίος», τόμ. Ε’, Αθήνα 1968, σ.σ. 123-124
ΤΑ ΟΘΟΝΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
(απόσπασμα)
Διαδόθηκε πως είδαν την Παναγία να υφαίνει
μικρά ράσα για τα παιδιά των σκλάβων.
Κάθεται λένε παράμερα, κάτω από ένα σκίνο,
υφαίνει και κλαίει. Ποιος ξέρει, ίσως ν’ άκουσε
για την προδοσία, ίσως να λυπάται ακόμα για
τις μικροσκοπικές δεσποινίδες που τις έδιωξαν
από τον Πύργο και κατεβαίνουν τρεκλίζοντας προς τα βράχια.
Η Παναγία δεν είναι μια ξένη σε τούτο τον τόπο.
Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τα φιλόπτωχα ταμεία
ούτε με τα κλουβιά, ούτε με τα πυροτεχνήματα.
Όμως κάτι παιδιά είπαν πως την είδαν να κοιμάται
πολλές βραδιές σ’ εκείνα τα χαλάσματα στο ρέμα.
Άραγε πληροφορήθηκε για τη λόγχη;
Τα πηγάδια – ευτυχώς– φέτος γέμισαν.
Λένε πως βοήθησαν σ’ αυτό πολύ τα δάκρυά της.
ΜΟΥΝΤΕΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ
«Η αντοχή των υλικών», Αθήνα 1971, σ. 72
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΠΙΣΤΗΣ
Θα ήθελα να υπήρχε η Παναγία.
Γλυκοφιλούσα, σπλαχνική, Μεγαλόχαρη.
Τρυφερή και στοργική σαν την μάνα μου.
Να της έλεγα τον πόνο και την πίκρα.
Βάλσαμο.
Θα’ θελα να υπήρχε ο Ιησούς.
Ο Αμνός, ο Μεσσίας, ο Παράκλητος,
απλώνοντας το χέρι του να με λυτρώσει απ’ τις οδύνες
μιας παράλογης Δημιουργίας.
Θα’ θελα να είχα την αίσθηση της αμαρτίας,
να βουτήξω στην μετάνοια σαν Μαγδαληνή.
Σφάλματα διέπραξα πολλά.
Αμαρτία όμως;
Θα ήθελα να πίστευα στην Μέλλουσα Ζωή
για να μην τρέμω τον θάνατο.
Κι ακόμα να προσδοκώ μία Δεύτερη Παρουσία.
Ίσως αυτή με έπειθε για την Πρώτη.
ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ
«ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΑΙΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΟ ΜΑΡΙΑ»
(απόσπασμα)
«[…]
Σε ικετεύουμε Αειπάρθενε πάντα Ελεούσα
Γύρισε πάλι κοντά μας
Είτε από το αρχιπέλαγος μαζί με τις αλκυόνες
Κομίζοντας τα πιο ευρύχωρα όνειρα
Είτε από τη στεριά με χιλιάδες λαμπάδες
Που ταξιδεύουν σαν ολόψυχα περιστέρια.
Άνοιγε Ρόδο αμάραντο
Και περιτύλιξε με τον ασημένιο χιτώνα Σου
Τη θλιβερή μας γυμνότητα
Φανερώνοντας την επουράνια Κλίμακα
Που θα μας οδηγήσει ώς Εσένα
Πάνω από τα βουνά τα ποτάμια την άβυσσο
Στον κόσμο του μέλλοντος δίχως όρια
Δίχως βιγλάτορες και δεσμωτήρια
Όπου η αγάπη εκτείνεται ώς το άσμα του κορυδαλλού.»
ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Τα ποιήματα 1941-2002, Καστανιώτης, Αθήνα 2003
Η ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Κρατώντας την εσθήτα της Παναγίας
ο έσχατος τ’ Ουρανού με χιλιάδες έντομα στην όραση
μ’ αξεθύμιαστα
γιασεμιά στο νυμφώνα
μ’ άλλα θεάματα της αγάπης από μέσα
και μ’ άλλα γεγονότα σπιθοβολώντας
αγγίζει τους ραχητικούς και θεραπεύει την αρθρίτιδα
μαλάζει τους
πρησμένους αστραγάλους
αφήνει τρυφερά την αλήθεια πάνω σ’ όλες τις αρρώστιες
και κείνες χάνονται καθώς τα ευδιάλυτα νέφη.
Σιγά σιγά ρυθμίζεται κι ο θάνατος
Αρχίζει το νταούλι μεσ’ στα πανηγύρια κι ολούθε πια σηκώνεται στο
στήθος η ρωμιοσύνη και μας αρωματίζει μ’ ανείπωτο μοσχολίβανο….
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ
Με την Παναγιά χέρι-χέρι
περπάτησα το Αιγαίο
Βγήκα στις ακτές του Νοτιά
και στ’ ακρωτήρια των ανέμων
πήρα βήμα βήμα
τα μελτέμια των καρδιών
κι έφαγα μαζί τους νεράντζι θαλασσινό
Αίμα και πάθος
στα περβάζια των σπιτιών
Γιρλάντες με την πίκρα κρεμασμένες
Και στα κατώφλια
αγκαλιές και χωρατά
σα βλέπαν τη Μαρία στον αγέρα
Στάθηκα σε κάθε τύψη και λυγμό
Άγγιξα τις άσπιλες πληγές
Ανέβηκα στις στέγες των ναών
κι είδα τη δίψα της μητέρας των καημών
και τον αχό του ναύτη
Αταίριαστα φεγγάρια κι αναφιλητά
Μεγάλες πέτρες στα παράθυρα του ήλιου
Ταξίδια χωρίς θύμησες
Κι ολόγυμνες σκιές
Ολάκερη ζωή ένα καρτέρι
Αμυγδαλιές τα φουσκωμένα μας πανιά
Και στα μουράγια των νησιών
δένουν τις πλώρες τ’ άστρα
Μα μες στ’ αμπάρια δάκρυ κι οιμωγές
και στα ιστία όρκοι κι αρμύρες
Με την Παναγιά χέρι χέρι
περπάτησα όλο το Αιγαίο
Στα μάτια της
είναι γραμμένα δρομολόγια και τόξα
Θαλασσινή γλαυκή Κυρά
είσ’ ο μαγνήτης κι η βελόνα της πυξίδας
Είσαι η σάρκα του αγέρα που φυσά
Χαίρε, τιμόνι της καρδιάς
και της ελπίδας.
ΦΕΡΟΥΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, «Η Τρίτη Ώρα», Αθήνα 1980, σ. 27