Είχα πολλά χρόνια να τον φέρω στη μνήμη μου και τον θυμήθηκα τώρα τελευταία, όταν στο τρένο για το Μαρούσι είδα τρεις ή τέσσερις μαθήτριες Λυκείου να φορούν μπλου τζιν παντελόνι με τρύπες στα γόνατα, που ήταν κάποτε μία από τις τρελές ιδέες του Τζέιμς Ντιν για να είναι το κέντρο του κόσμου και έγινε αργότερα μόδα από θαυμαστές και θαυμάστριες. Το περιστατικό με αυτό το παντελόνι δεν νομίζω πως είναι σήμερα πολύ γνωστό ύστερα από τόσες δεκαετίες που πέρασαν από τον αδόκητο θάνατό του. Λέω λοιπόν ν’ αρχίσω αυτό το κείμενο για τον Τζέιμς Ντιν, υπενθυμίζοντας αυτό το επεισόδιο της σύντομης ζωής του, μιας και οι μαθήτριες Λυκείου είχαν την ευγενή καλοσύνη, με τα τρύπια στο γόνατο μπλου τζιν, να το φέρουν στη μνήμη μου.
Αυτό που χαρακτήριζε περισσότερο τον Τζέιμς Ντιν ως άνθρωπο ήταν η προκλητική συμπεριφορά του με την οποία προσπαθούσε να εντυπωσιάσει και να τραβήξει το ενδιαφέρον των άλλων επάνω του. Η ταινία Ανατολικά της Εδέμ δεν είχε ακόμη φτάσει στις κινηματογραφικές αίθουσες, ήταν όμως γνωστό στον κόσμο του κινηματογράφου ότι ο Τζέιμς Ντιν, ένας ταλαντούχος, αλλά και κακομαθημένος επαρχιώτης, είχε πάρει τον ρόλο του Καλ, του πρωταγωνιστή της ταινίας, ρόλο που είχαν διεκδικήσει και άλλοι ηθοποιοί, ανάμεσά τους οι Πολ Νιούμαν και Μάρλον Μπράντο, όταν στις 9 Νοεμβρίου του 1954 ο Τζέιμς πέταξε από το Λος Άντζελες στη Νέα Υόρκη για να ερμηνεύσει ένα επεισόδιο στην τηλεοπτική σειρά Danger. Επέστρεψε μετά από πέντε μέρες στην πόλη των Αγγέλων και από κει τράβηξε γραμμή για μια παλιά αποθήκη, που είχε μετατραπεί σε στούντιο και όπου τον περίμεναν για την πρόβα μιας τηλεταινίας με τίτλο I’ m fool, βασισμένης σε ένα κείμενο του Αμερικανού συγγραφέα Sherwood Anderson.
Από την πρώτη κιόλας μέρα, στο γύρισμα αυτής της ταινίας, ο Τζέιμς Ντιν ξεχώρισε όχι μόνο για το ταλέντο του, αλλά και για τα καμώματά του, πράγμα που έκανε την ομάδα των ηθοποιών που συμμετείχε σ’αυτό το έργο να τον αντιπαθήσει. Φτάνει στην πρόβα – χωρίς να ζητήσει συγγνώμη – με μια ώρα καθυστέρηση και μπαίνει στην αποθήκη όχι από την πόρτα, αλλά από το παράθυρο σαν κλέφτης, αρπάζει ένα σενάριο και αρχίζει να διαβάζει τα λόγια του σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Φοράει, όπως το συνηθίζει, βρόμικα, παλιά αθλητικά παπούτσια, σκισμένο πουκάμισο και παντελόνι με τρύπες στα γόνατα. Βασικοί συμπρωταγωνιστές του είναι ο Έντι Άλμπερ και η Νάταλι Γουντ, με την οποία, αργότερα, θα είναι συμπρωταγωνιστές στη δεύτερη ταινία του Επαναστάτης χωρίς αιτία. Αργότερα η Νάταλι Γουντ έλεγε γ’ αυτό το περιστατικό και τον συνάδελφό της: « Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του, αλλά συνάμα με τρόμαζε με έναν παράξενο τρόπο, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αρχίσαμε τις πρόβες. Κατέφευγε σε διάφορα τεχνάσματα, άρθρωνε αργά και με κόπο, πράγμα που μας δυσκόλευε να καταλάβουμε τι έλεγε».
*
Ο Τζέιμς Ντιν είδε το φως του κόσμου στις 8 Φεβρουαρίου του 1931 στο Μάριον της κομητείας Γκραντ στην πολιτεία Ινδιάνα. Ήταν γιος ενός οδοντοτεχνίτη, του Γουίντον Ρ. Ντιν, και μιας υπαλλήλου γραφείου, της Μίλντρεντ Μαρί Γουίλσον. Ο πατέρας, όταν ο Τζέιμς θα σπάσει τα δυο μπροστινά δόντια του σε μια ακροβατική επίδειξη για τα μάτια μιας κοπέλας, θα χρειαστεί να τ’ αντικαταστήσει φτιάχνοντας μια γέφυρα, για να μη χάσει ο γιος του το γοητευτικό του χαμόγελο. Όσο για τη μητέρα του, σύμφωνα με μια ιστορία που την άκουγε από μικρή, είχε από τη γιαγιά της, τη μητέρα της μητέρας της, ινδιάνικη καταγωγή. Το νέο ζευγάρι αποφάσισε να δώσει στο νεογέννητο αγοράκι του τα ονόματα δυο φίλων και συναδέλφων του Γουίντον. Έτσι ο μελλοντικός Αμερικανός ηθοποιός, που πέρασε στην ιστορία του κινηματογράφου ως επαναστάτης χωρίς αιτία, στη ληξιαρχική πράξη γέννησης αναφέρεται, με το πλήρες όνομά του, James Byron Dean. H ακούσια αναφορά στον μεγάλο Βρετανό ποιητή λόρδο Μπάιρον δεν φάνηκε καθόλου κακή στη μητέρα του, που την είδε σαν έναν τρόπο να κάνει τις μούσες να σκύψουν στο λίκνο του γιου της. Η Μίλντρεντ αφοσιώνεται στον γιο της και αρχίζει να τον ανατρέφει με τη φιλοδοξία να γίνει μια μέρα καλλιτέχνης. Τα πράγματα όμως για τον μικρό Τζέιμς θα πάψουν να είναι καλά, όταν το 1940, σε ηλικία εννέα ετών, έχασε τη μητέρα του από την επάρατη νόσο, και με το οικογενειακό συμβούλιο, που κλήθηκε με αίτημα του πατέρα του, τη φροντίδα του Τζέιμς ανέλαβαν η Ορτένς, η μεγάλη αδελφή του πατέρα του, και ο σύζυγός της Μάρκους. Ο Γουίντον, με την αντιμετώπιση της αρρώστιας της γυναίκας του, βυθίστηκε στα χρέη ως το σημείο να μην μπορέσει να είναι παρών στην κηδεία της. Ο Τζέιμς, που η ζωή του από δω και πέρα θ’ αλλάξει, έφυγε από το Μάριον για να πάει στο Φέρμαουντ, τη γενέτειρα του πατέρα του. Εκεί με τη στοργική φροντίδα της θείας του και του συζύγου της, θα συνεχίσει τις εγκύκλιες σπουδές του με αθλητικές και θεατρικές διακρίσεις, που έδειξαν από τότε το μεγάλο ταλέντο της υποκριτικής με το οποίο ήταν προικισμένος.
Από τη στιγμή όμως που έχασε τη μητέρα του, άρχισε να βασανίζεται από ενοχές, θεωρώντας τον εαυτό του αίτιο για τον θάνατο της. Η κατάσταση επιδεινώνεται όταν και μέσα στη σχολική τάξη αναλύεται, μερικές φορές, σε λυγμούς. Η μελαγχολία του είναι τόσο σοβαρή, που ο οικογενειακός γιατρός συνέστησε να του προσφέρουν κάποιες εναλλακτικές ασχολίες ως μόνη διέξοδο απ’ αυτή την κατάσταση. Η Ορτένς, τρυφερή και μητρική θεία για τον Τζέιμς, του αγόρασε ένα ταμπούρλο για να εκτονώνεται και ο άντρας της, που θεωρούσε το δύστυχο αυτό παιδί σαν δικό του, εγκατέστησε προβολείς στη μικρή λίμνη που ήταν κοντά τους, για να μπορεί ο Τζέιμς, τις χειμωνιάτικες νύχτες, να κάνει πατινάζ στην παγωμένη της επιφάνεια. Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη και η ευγνωμοσύνη που ένιωθε ο Τζέιμς γι’ αυτό τον θείο, ώστε αργότερα – που έβλεπε το ταλέντο του να αναγνωρίζεται και τη δημοφιλία του να μεγαλώνει – θέλησε, για μια στιγμή, ν’ αλλάξει το όνομά του από Τζέιμς Ντιν σε Μάρκους Ντιν προς τιμήν αυτού του θείου. Ο πατέρας του, από την άλλη πλευρά, παρά την υπόσχεση που του είχε δώσει να έχουν συχνή επαφή, τον εγκατέλειψε και αφοσιώθηκε στη δική του ζωή, ακόμη και μετά την εκκαθάριση των χρεών του. Περνούσε κάθε έξι μήνες από την αδερφή του, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για την κατάθλιψη που βασάνιζε τον γιο του. Από τότε η σχέση πατέρα και γιου ψυχράνθηκε σε τέτοιο βαθμό, που είχε σαν αποτέλεσμα μια αποξένωση η οποία, με τον καιρό, θα πάρει τη μορφή μιας βαθιάς πίκρας του γιου απέναντι στο πατέρα. Θα έλεγα ακόμη ότι την ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε ο μικρός Τζέιμς — που, ουσιαστικά, είχε χάσει τη φροντίδα όχι μόνο της μητέρας του αλλά και του αδιάφορου πατέρα του – μόνο αυτός ο στίχος του Οδυσσέα Ελύτη μπορεί να εκφράσει:
Τα φριχτά σηκώνει η γης και η ψυχή τα φριχτότερα !
Παρακολουθώντας, στα χρόνια που κύλησαν από την παιδική στην εφηβική ηλικία, τις φάσεις της κατάθλιψης του ανιψιού της με μητρική ανησυχία, η Ορτένς τον έφερε σε επαφή με τον αιδεσιμότατο Τζέιμς ντε Γουίρντ, τον πάστορα της τοπικής εκκλησίας των Βαπτιστών. Η σχέση αυτή με τον πάστορα θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ηθοποιού Τζέιμς Ντιν, που γνώρισε και υποκλίθηκε στο ταλέντο του ο κόσμος λίγα χρόνια αργότερα. Είναι ο Μέντορας που θα τον βοηθήσει όχι μόνο ν’ αντιμετωπίσει τις ενοχές του και την κατάθλιψη, αλλά και με τις ατέλειωτες συζητήσεις που είχαν καθημερινά, θα καταφέρει να οξυνθεί η φιλομάθεια του έφηβου και θα του διαθέσει τη βιβλιοθήκη του, όπου ο Τζέιμς συνήθιζε να διαβάζει Σαίξπηρ και άλλα βιβλία ξαπλωμένος στο πάτωμα. Τον μύησε στις χαρές της τέχνης, της κλασικής μουσικής ( του άρεσε ιδιαίτερα ο Τσαϊκόφσκι ), της φιλοσοφίας, αλλά και της γιόγκα και των ταυρομαχιών, για τις οποίες ο Τζέιμς ήταν παθιασμένος. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να του προβάλλει ερασιτεχνικές ταινίες που ο ίδιος είχε τραβήξει στις αρένες του Μεξικού. Με αυτή τη στενή σχέση, που έχει αναμφίβολα και κάποια σημάδια ομοφυλοφιλικής απόχρωσης, ο πάστορας κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του έφηβου, ο οποίος πρόθυμα του αποκάλυπτε όλα τα μυστικά του. Με άλλα λόγια, ο επαρχιώτης Τζέιμς βρήκε σε αυτό τον πάστορα τον Αβά Φαρία του και από Εδμόνδος Νταντές μεταμορφώθηκε σε κόμη Μοντεχρίστο.
Τελευταίο άφησα αυτό που στάθηκε μοιραίο για τη ζωή του. Ο ιδιόρρυθμος αυτός πάστορας – που ήταν μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα — ενθάρρυνε το εκκολαπτόμενο πάθος τού Τζέιμς για τα αυτοκίνητα. Τον έμαθε να οδηγάει το καμπριολέ του και τον πήγαινε συχνά να παρακολουθήσει αγώνες πεντακοσίων μιλίων στην Ινδιανάπολη. Εκεί, ο κοσμογυρισμένος αυτός πάστορας — που είχε στο σώμα του δυο τραύματα πολέμου και παράσημα ανδρείας να κοσμούν το στήθος του, που γνώριζε προσωπικά τον Τσώρτσιλ και που, όταν ο Άγγλος πολιτικός πέθανε, έλαβε πρόσκληση από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ να παραβρεθεί στην κηδεία του – γνώρισε στον Τζέιμς τον οδηγό αγώνων Κάνονμπολ Μπέικερ, έναν μυθικό άσο του βολάν. Η γνωριμία αυτή επέτρεψε στον Τζέιμς να μπορεί να επισκέπτεται τις κερκίδες, τα συνεργεία και κυρίως να συναντά τους οδηγούς και τους μηχανικούς που έρχονταν εκεί από όλον τον κόσμο. Στη χρονική αυτή περίοδο της σχέσης του με τον πάστορα ο πατέρας του είχε παντρευτεί ξανά και ζούσε στην Καλιφόρνια, στην πολιτεία όπου αργότερα τα βήματά του θα τον φέρουν από το Μπρόντγουεϊ στο Χόλιγουντ.
Όταν πια τελείωσε το Λύκειο του Φέρμαουντ, όπου οι αθλητικές και θεατρικές του επιδόσεις γνώρισαν την επιβράβευση που τους άξιζε, ο Τζέιμς αποφάσισε να πάει να βρει τον πατέρα του στη Σάντα Μόνικα, όπου σχεδιάζει να σπουδάσει δραματική τέχνη στο πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες. Μετά από μια αποχαιρετιστήρια γιορτή που οργάνωσε μια από τις φιλεναδούλες του, αποχαιρέτησε και τον ‘’γκουρού’’ του. Ο Ντε Γουίρντ, συγκινημένος την ώρα του αποχαιρετισμού, του βάζει στο χέρι ένα σημείωμα στο οποίο του γράφει: « Αξίζει περισσότερο να χάνει κανείς με τον δικό του τρόπο, παρά να κερδίζει με τον τρόπο των άλλων». Και είναι αλήθεια ότι, στον λίγο καιρό που έζησε ακόμα, αυτά τα λόγια του πάστορα στάθηκαν η πυξίδα του και το πιστεύω του στην πορεία προς την κατάκτηση του κόσμου.
Ο πατέρας του και η μητριά του δέχτηκαν να τον φιλοξενήσουν κατά τη διάρκεια των σπουδών του, αλλά η γκρίνια άρχισε από την πρώτη μέρα, γιατί προσπάθησαν να τον αποτρέψουν από τις θεατρικές σπουδές και να τον πείσουν να γραφτεί στο Κολέγιο της Σάντα Μόνικα, για να πάρει ένα δίπλωμα που θα του εξασφάλιζε μια σταθερή εργασία. Ο Τζέιμς – πιστός στα λόγια του πάστορα – δεν άλλαξε την πορεία των σπουδών του. Κατά την περίοδο αυτή υιοθετεί για λίγο, ως καλλιτεχνικό όνομα, το άλλο όνομα που του είχαν δώσει: Μπάιρον Ντιν, ενώ στις καλοκαιρινές διακοπές θα επισκεφτεί τη γενέτειρά του, το Μάριον. Σε κινηματογράφο αυτής της πόλης, βλέποντας την ταινία Το κορμί μου σου ανήκει, που είναι η πρώτη ταινία κάποιου Μάρλον Μπράντο, διαπιστώνει ότι το στυλ αυτού του ηθοποιού μοιάζει με το δικό του και από εκείνη τη στιγμή ο Μπράντο γίνεται αντικείμενο του θαυμασμού του και πρότυπο για την υπόλοιπη ζωή του.
Μέσα στα σχέδια του Τζέιμς δεν παύει ποτέ να είναι το θέατρο. Ένα από τα θεατρικά έργα, όπου συμμετείχε ως ηθοποιός, είναι και η τραγωδία του Σοφοκλή Τραχίνιαι, που παρουσιάζεται στο Μπρόντγουεϊ σε ανέκδοτη μετάφραση του Έζρα Πάουντ στις 14 Φεβρουαρίου 1954 , ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Στο έργο του Σοφοκλή ο Τζέιμς Ντιν ερμεινεύει δυο χαρακτήρες: εκείνον του Ύλλου, που είναι ο γιος του Ηρακλή, και τον άλλο του αγγελιοφόρου Λίχα. Ήμουν 15 χρονών τότε που σκοτώθηκε ο Τζέιμς Ντιν και καμία εφημερίδα, που αναφερόταν στη ζωή του, δεν έγραψε για τη συμμετοχή του στο ανέβασμα αυτής της τραγωδίας, αλλά και ούτε φαντάστηκε ποτέ κανείς τον Τζέιμς Ντιν με αρχαίο ελληνικό χιτώνα. Η παράσταση στέφθηκε με επιτυχία και γιορτάστηκε, αμερικανικά, με πάρτι.
Ένα άλλο θεατρικό έργο, στο οποίο συμμετείχε ο Τζέιμς Ντιν και απέσπασε με τον ρόλο του τα εγκώμια των κριτικών, είναι ο Ανηθικολόγος, που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αντρέ Ζιντ. Τη βραδιά της πρεμιέρας στο Μπροντγουέι ανάμεσα στο πλήθος των θεατών είναι και ο Πολ Όσμπορν, δραματουργός που εκείνη την περίοδο επεξεργάζεται τη διασκευή του μυθιστορήματος Ανατολικά της Εδέμ του Τζον Στάινμπεκ. Εντυπωσιασμένος από τον ρόλο του Τζέιμς Ντιν, πήρε τηλέφωνο τον Ελία Καζάν, ο οποίος θα αναλάμβανε τη σκηνοθεσία της ταινίας, και, αφού του ανέφερε το όνομα του Τζέιμς Ντιν, του συνέστησε να πάει στο Μπροντγουέι να δει την παράσταση του Ανηθικολόγου. Ο Καζάν – που εκείνη την εποχή ήταν διάσημος όχι μόνο για τις ταινίες Λεωφορείο ο Πόθος και Λιμάνι της Αγωνίας, αλλά και γιατί πρόσθεσε στον ουρανό της εβδόμης τέχνης ένα καινούργιο αστέρι: τον Μάρλον Μπράντο – δεν χρειάστηκε να πάει στο Μπροντγουέι, για να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό του Όσμπορν. Ήξερε καλά τον ηθοποιό, τον είχε προσέξει σε διανομές ρόλων και σε ταινίες της τηλεόρασης. Ήταν, για τον Καζάν, ο ιδεώδης ηθοποιός για τον ρόλο του Καλ, του πρωταγωνιστή της ταινίας. Κάλεσε στο γραφείο του τον νεαρό ηθοποιό και η εικόνα που συγκράτησε από την πρώτη αυτή συνάντηση είναι η ακόλουθη: «Φανταστείτε ότι πρέπει να ανεβάσετε ένα έργο με έναν λύκο, και ότι δεν υπάρχει λύκος στη Νέα Υόρκη. Μια μέρα μπαίνετε σε ένα γραφείο της Γουόρνερ και εκεί, στον καναπέ, είναι καθισμένος ένας λύκος». Ο ρόλος του Καλ, πράγματι, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η σχέση του Τζέιμς Ντιν με τον πατέρα του. Ηθοποιός και θεατρικό πρόσωπο είχαν, δηλαδή, το ίδιο πρόβλημα με τον γεννήτορά τους. Μάλιστα, προτού αρχίσει το γύρισμα της ταινίας, ο Καζάν υποχρέωσε τον Τζέιμς Ντιν – που με την οικονομική του τώρα άνεση είχε φύγει από το σπίτι του πατέρα του, με τον οποίο είχε σε καθημερινή βάση καβγά – να πάει να μείνει 15 μέρες στην πατρική κατοικία, για να έρθει στο πλατό ‘’καλά φορτισμένος’’ για το γύρισμα της ταινίας. Ο Τζέιμς Ντιν είχε συνάντηση και με τον συγγραφέα του μυθιστορήματος Ανατολικά της Εδέμ, ο οποίος, αν και είχε κάποιες επιφυλάξεις να εμπιστευτεί τον ρόλο του Καλ στον Ντιν, τελικά συγκατατέθηκε με την εκλογή που έκανε ο Καζάν γι’ αυτό τον ρόλο. Η τεράστια εμπορική και κινηματογραφική επιτυχία της ταινίας έκανε τον Στάινμπεκ να πάρει πίσω τους δισταγμούς του λέγοντας: «Είχα άδικο για τις επιφυλάξεις μου σχετικά με την επιλογή του Ντιν τον οποίο μέχρι τότε θεωρούσα ένα μυξιάρικο». ¨Οσο για τον Καζάν, πέταγε από τη χαρά του: «Ο εξώστης ήταν γεμάτος νέους που δεν είχαν δει ποτέ πριν τον Τζέιμς. Μόλις εκείνος εμφανίστηκε στην οθόνη, άρχισαν να φωνάζουν, να στριγκλίζουν και να σφυρίζουν. Ήταν κάτι σαν χιονοστιβάδα. Σε κάθε του κίνηση, γινόταν σεισμός». Το όνομα του επαρχιώτη Τζέιμς Ντιν εκτοξεύθηκε και στην άλλη πλευρά του πλανήτη, ενώ η γλώσσα της Λουέλα Πάρσονς, της κουτσομπόλας του Χόλιγουντ, πήρε δρόμο και δεν σταματούσε: «Τζέιμς Ντιν: νέο πρόσωπο με μέλλον». Και έκλεινε τον θαυμασμό της με τούτα τα λόγια: « Μπράντο, Κλιφτ, Χόλντεν, Λάνκαστερ… ένας κάποιος Τζέιμς Ντιν θα σας θάψει όλους!» Η κινηματογραφική του δόξα έκανε τους πάντες να δείχνουν ανοχή στα καπρίτσια και τις τρέλες του. Και το ήξερε καλά αυτό ο Τζέιμς Ντιν. Εκείνον όμως – που δεν σήκωνε καπρίτσια και τρέλες, τον Θάνατο, θέλω να πω – δεν τον έλαβε ποτέ υπόψη του και το πλήρωσε με τη ζωή του… Περισσότερα για τη ζωή του: Jean-Philippe Guerand, James Ntean, éd.Gallimard.