You are currently viewing Άβρα Αυδή: ένα αφήγημα

Άβρα Αυδή: ένα αφήγημα

ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

 

Ένα λευκό σεντόνι με τυλίγει.  Τι όνειρο κι αυτό!

Πρώτη Φεβρουαρίου. Ήρθε. Ο μήνας μου. Με το που μπαίνει ο Φλεβάρης κάτι βουίζει μέσα μου.. έρχεται από βαθιά… αναβλύζει από τα σπλάχνα… ρέει μέσα στις φλέβες… πλημμυρίζει το σώμα… γίνεται κύμα… χτυπάει με ορμή το φράγμα.. να βγει επιτέλους έξω… στο φως.

Ανοίγω το άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες.

Ανθεστήρια[1]

Ασπρόμαυρη φωτογραφία στην ταράτσα. Ανθοπώλισσα ετών πέντε. Μακρύ φουστανάκι με γιρλάντες από τριαντάφυλλα και στο κεφάλι ένα  στεφάνι με μπουμπούκια.  Κρατώ ένα καλαθάκι με λουλούδια. Με μισόκλειστα μάτια.

Ροζ φουστάνι, ροζ λουλούδια, ροζ καλαθάκι, πλέω μέσα σ΄ένα ροζ σύννεφο… ανεβαίνω ψηλά στον ουρανό… ο ήλιος καίει… κοιτώ κάτω… η μαμά… απλώνει τα χέρια της να με πιάσει… της  ρίχνω ένα λουλούδι… ο μπαμπάς… ανοίγει την αγκαλιά του να με σφίξει… του ρίχνω ένα λουλούδι … αχ! ο ήλιος με τυφλώνει.

-Μην κλείνεις τα μάτια! Μη!…κοίτα τον φακό.

Ασπρόμαυρη φωτογραφία στην ταράτσα. Κουρσάρος ετών επτά. Φοράω μαύρα λουστρίνια με μπαρέτα, μαύρο παντελόνι, κόκκινο ζωνάρι, άσπρο πουκάμισο, κόκκινο μαντίλι στον λαιμό και μπεζ μπερέ στα κατσαρά μαλλιά μου. Ποζάρω μουτρωμένη με τα χέρια στις τσέπες.

-Πώς κόλλησες έτσι πάνω στη σόμπα, παιδί μου; Πώ, πώ! Τα μάγουλά σου πύρωσαν. Τράβα το καρεκλάκι σου πιο πίσω. Και κλείσε το πορτάκι. Σου το΄πα τόσες φορές. Μην τ’αφήνεις ανοιχτό.  Θα πεταχτεί έξω κανένα κάρβουνο και θα πάρουμε φωτιά.  

Το θέλω ανοιχτό. Να βλέπω τις φλόγες να χορεύουν, τα ξύλα να πυρώνουν, τα κάρβουνα να λάμπουν και να πετάνε σπίθες. Χαζεύω ώρες τη φωτιά.  

-Έγινε μπόλικη καρβουνιά. Έλα, ώρα για κομωτήριο.  

-Μαμά, με καίει η μασιά, με καίει.

-Λίγο ακόμα, κάνε υπομονή. Να δεις τι μπούκλες θα σου κάνω εγώ.

-Δεν θέλω μπούκλες. Θέλω τα δικά μου τα μαλλιά.

-Βρε παιδί μου, άσε να σου τα κάνω λίγο σπαστά. Είναι ντιπ πράσα. Πώς θα ντυθείς καρναβαλάκι; Κουρσάρος με πράσα μαλλιά ακούστηκε ποτέ;

-Δεν θέλω σπαστά μαλλιά. Θέλω τα δικά μου τα μαλλιά.

Ασπρόμαυρη φωτογραφία  στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ντάμα κούπα ετών έντεκα. Φοράω κοντό λευκό φουστανάκι με μεγάλες και μικρές κόκκινες καρδιές και ασορτί καπελάκι. Ποζάρω σε χορευτική στάση με χαμόγελο θριάμβου, στήριξη στο δεξί πόδι με το αριστερό ανασηκωμένο στον αέρα, τα χέρια ανυψωμένα σχηματίζουν στεφάνι πάνω από το κεφάλι.   

-Μαμά, αγαπώ τον χορό. Θέλω να κάνω μπαλέτο σαν τη Μαίρη.

-Δεν γίνεται τώρα, γλυκιά μου. Μακάρι να βρει μια καλύτερη δουλειά ο μπαμπάς και βλέπουμε. Έλα, μη μου παραπονιέσαι. Θα σου ράψω εγώ ένα φουστανάκι για τη γιορτή σου μούρλια. Θα σε ντύσω ντάμα κούπα. Θα είσαι το καλύτερο καρναβάλι στο πάρτι. Το καλύτερο.     

Ασπρόμαυρη φωτογραφία, σκοτεινή,  τραβηγμένη ένα χειμωνιάτικο απόγευμα. Στο πεζοδρόμιο, γωνία Αμύντα και Μητσαίων. Ζητιάνα ετών δεκαπέντε. Φοράω μαύρη φούστα μακριά, καφέ ζακέτα ξεφτισμένη, γκρι σάλι στην πλάτη, μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι. Κάθομαι οκλαδόν, με σκυμμένο κεφάλι, πάνω σε μια εφημερίδα. Η Φρόσω στέκεται σε απόσταση. Με κοιτάει και προσπαθεί να κρύψει τα γέλια της με το δεξί της χέρι.

– Ρε συ, το φυσώ και δεν κρυώνει. Ακούς εκεί να σε βαστάω τόση ώρα για να κατεβείς τις σκάλες της πολυκατοικίας και να μη σε καταλάβω. Πού να φανταστώ ότι η γριά που έτρεμε μπας και πέσει ήσουνα εσύ.  Ήταν βέβαια σκοτεινά, δεν έβλεπα καλά, δεν μιλούσες, αλλά πάλι…   Καταπληκτικό καρναβάλι! Πώς σου ήρθε να κάνεις τη ζητιάνα;

-Μου ήρθε. Ντυνόταν η μαμά… μην το ψάχνεις. 

– Έχω μια φοβερή ιδέα. Είσαι να κάνουμε ένα πείραμα; Να στηθείς στον δρόμο και να ζητιανεύεις. Να δούμε θα πιάσει; Θα βάλουμε στο κόλπο και τη Λόλα. Έχει να γίνει μεγάλη πλάκα.

Ασπρόμαυρη φωτογραφία, θολή, τραβηγμένη από απόσταση. Μόλις διακρίνονται δύο άτομα που στέκονται στον δρόμο, ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο κύριος Μουζενίδης κι εγώ, ετών δεκαεπτά, ντυμένη τσιγγάνα. Φορούσα μακριά πολύχρωμη κλαρωτή φούστα, μπλούζα μωβ με φαρμπαλάδες, κεφαλόδεσμο ροζ με μωβ ανθάκια και μαύρη μάσκα.

– Όπου νά ΄ναι θα σκάσει μύτη. Σε πέντε λεπτά τελειώνει το μάθημα στο φροντιστήριο. 

-Δεν καταλαβαίνω τι του βρίσκεις. Κοντός, με φαλάκρα και γυαλαμπούκας.

-Τι του βρίσκω; Αστραφτερά μάτια, αστραφτερό μυαλό.  Απαγγέλλει Καβάφη και λιώνω. Είναι Ο Δάσκαλος.

-Καλός για δάσκαλος. Όχι για γκόμενος. Και δε μου λες τι πρόκειται να συμβεί; Τι θα του πεις δηλαδή;

-Τη μοίρα του.

-Και ποια είναι, σε παρακαλώ, η μοίρα του;

-Μια δεκαεπτάρα ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια.

-Ε, είσαι θεότρελη!  Θεότρελη. Καλά ρε συ, και έπρεπε να ντυθείς καρναβάλι για να του κάνεις ερωτική εξομολόγηση;

-Τι ρωτάς; Αφού με ξέρεις.

-Και μένα γιατί με κουβάλησες;

-Για να μας βγάλεις φωτογραφία. Νά’ χω μια φωτογραφία μαζί του.

Κλείνω το άλμπουμ. Κοιτώ τη φωτογραφία πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης. Μαλλί όρθιο πράσινο και μωβ, μαύρο δερμάτινο παντελόνι και γιλέκο, μπότες και γάντια με καρφιά. Χορεύω. Καρναβάλι χωρίς ηλικία. Καρναβάλι κάθε χρόνο στα γενέθλιά μου.

Μας ήρθες πάλι τρελό μας καρναβάλι… παντού σκορπώντας γέλια χαρά…  το  πάρτι ξεκινά… τα καρναβάλια μπουκάρουν στη σάλα… ρίχνουν σερπαντίνες και κομφετί… ο μπαμπάς με παίρνει από το χέρι… ανοίγουμε τον χορό…. λικνιζόμαστε στα κύματα του Δουνάβεως… στροφή δεξιά… στροφή αριστερά …. στροφή δεξιά… στροφή αριστερά… ζαλίζομαι… μπαμπά ζαλίζομαι… μη φοβάσαι σε κρατώ… η μαμά φέρνει τη τούρτα… ανάβουμε τα κεράκια… φουουουουου….μαμά κράτα με σφιχτά στην αγκαλιά σου, μαμάααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα!

Θύραζε, κάρες, ουκέτ’ Ανθεστήρια!

Το λευκό σεντόνι  ξετυλίγεται… αφήνει ελεύθερο το  σώμα… σηκώνεται ψηλά… κυματίζει … το σάβανο γίνεται λευκή σερπαντίνα… στροβιλίζεται στον αέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Σημαντική ετήσια τριήμερη γιορτή για την αναγέννηση της φύσης και γιορτή των νεκρών προς τιμήν του Λημναίου Διονύσου και του χθόνιου Ερμή κατά τον μήνα Ανθεστηριώνα (τέλος Φεβρουαρίου-αρχές Μαρτίου).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.