ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Έχει περάσει ένας χρόνος από το θάνατό του Ορφέα Κ. που ήταν σύνοικός του. Έμεναν σε διαφορετικό όροφο, στην ίδια πολυκατοικία, στη νότια συνοικία της πόλης. Στο γραμματοκιβώτιο έβλεπε να ξεμένουν διαρκώς οι λογαριασμοί του νερού και του ρεύματος, με το όνομα του θανόντος, τους οποίους κάποιος, άγνωστο ποιος, με καθυστέρηση τους παραλάμβανε.
Είχε κρατήσει το αγγελτήριο της κηδείας που έγραφε ότι οι φίλοι του και όχι οι συγγενείς του καλούσαν σε πολιτική κηδεία και στη συνέχεια στην καύση της σωρού του, την ίδια μέρα, στη Ριτσώνα.
Υπολόγισε στο μυαλό του την ηλικία του. Ο Ορφέας Κ., που ελάχιστα τον ήξερε, θα ήταν σήμερα 70 ετών και κάτι μήνες.
Τις πρώτες ημέρες, όταν έμαθε το τραγικό γεγονός, γιατί ήταν αυτοκτονία, έψαξε για στοιχεία στο διαδίκτυο και ζήτησε πληροφορίες από ανθρώπους που μπορεί να τον ήξεραν. Αλλά, για μεγάλο διάστημα ήταν ελάχιστα τα στοιχεία που συγκέντρωσε και χωρίς ιδιαίτερη σημασία, πλην μιας φωτογραφίας που βρέθηκε στο διαδίκτυο, αναρτημένη σε μια ιστοσελίδα που ενημέρωναν παλιοί φοιτητές της δεκαετίας του ’70.
Ηλικιωμένος πια, λίγο πριν την αυτοχειρία του, σε μια ταβέρνα έφερνε στα χείλη του το ποτήρι με το κρασί και χαμογελούσε με τρόπο λίγο αμήχανο. Δυο ασπρομάλλες κυρίες κάθονταν δίπλα του∙ φαίνονταν σα να τον πειράζαν. Η λεζάντα της φωτογραφίας έγραφε: παλιοί φοιτητές της Φλωρεντίας, γιορτάζουν μαζί σε ταβέρνα της Αθήνας.
Μετά, ανέσυρε όλα τα περιστατικά τυχαίων συναντήσεών τους, με άλλες εικόνες που του έρχονταν στο μυαλό. Συναντιόντουσαν κάποτε στο ασανσέρ και μπορούσε να βεβαιώσει ότι ήταν ο πλέον ευγενής, που είχε γνωρίσει στην πολυκατοικία. Το καλοκαίρι συχνά τον έβλεπε να κάθεται μόνος του σε ένα τραπέζι, στου Βενέτη, με κοντό παντελόνι και σαγιονάρες. Και σε ένα παλιό μηχανάκι να τρέχει στη λεωφόρο, με τα μαλλιά του ανασηκωμένα στο φύσημα του ανέμου.
Μπορούσε να αναπαραστήσει ζωηρά στο μυαλό του το πρόσωπο. Το ανάστημα 1,70 περίπου, τα μάτια γαλανά, το περπάτημα νευρικό, τα μαλλιά του καστανά με άσπρες τούφες και λίγο μακριά, θα έλεγες ότι μοιάζει με Ιταλό περισσότερο, αλλά, προπαντός με ατημέλητο αριστοκράτη. Κάποτε τον είδε να φοράει μια καφέ καμπαρντίνα και ένα φουλάρι στο λαιμό του και έμοιαζε με καλλιτέχνη που συχνάζει στην πιάτσα Ναβόνε.
Είχε ακούσει από άλλους ένοικους της πολυκατοικίας κάποια πράγματα άσχημα γι’ αυτόν κι ότι του εκτόξευσαν την κατηγορία της κατάχρησης, όταν στο παρελθόν είχε αναλάβει τη διαχείριση της πολυκατοικίας. Βέβαια, δεν μπορούσαν να γίνουν πιστευτά αυτά. Όμως, μπορεί να τον είχαν στενοχωρήσει πολύ, ενώ αυτός καλοπροαίρετα προσπάθησε να βοηθήσει, σκέφτηκε.
Αλλά κι από το δίκτυο των πολιτών πληροφορήθηκε ότι έδινε μαθήματα ιταλικών, χωρίς καμιά αποζημίωση, γεγονός που επιβεβαιώνει την αγνότητα αυτού του χαρακτήρα.
Ύστερα, πήρε έναν φίλο του τηλέφωνο. Είχε σπουδάσει κι αυτός στη Φλωρεντία. Θα μάθαινε κάτι παραπάνω∙ δεν μπορεί, κάπου θα είχαν συναντηθεί στο μακρινό παρελθόν με τον θανόντα.
Ναι, ο φίλος του τον ήξερε. Του είπε ότι ο Ορφέας ήταν από πλούσια οικογένεια. Πολύ όμορφος στα νιάτα του, τον συνόδευαν πάντα οι πιο ωραίες γυναίκες. Σπούδασε αρχιτεκτονική και ανήκε πολιτικά στο χώρο που τότε εμπνεόταν από το Γαλλικό Μάη του ‘68. Είχε μάθει κι αυτός για το θάνατό του από το διαδίκτυο.
Και ακόμη, του μίλησε για μια άλλη εκδοχή, ως αιτία της αυτοχειρίας του: πως βρισκόταν χρόνια σε δικαστική διαμάχη, σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας ενός συγγενούς του και ότι τελευταία καταδικάστηκε, με συνέπεια να περιέλθει οικονομικά σε χρεωκοπία.
Δεν του χρειάστηκαν άλλα στοιχεία εξωτερικής αναζήτησης. Σκέφτηκε ότι το απονενοημένο διάβημα έκρυβε μια βαθύτερη αιτία, που τον πίεζε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Και μάλιστα ότι θα έπρεπε να την αναζητήσει σε δικά του βιώματα.
Στην αρχή αναρωτήθηκε αν ο θανών έπασχε από την ίδια μελαγχολία με τον Πωλ Λαφάργκ, που, όταν έγινε 70 ετών, έδωσε τέλος στη ζωή του. Αλλά γρήγορα το απέκλεισε, θεωρώντας το ενδεχόμενο αυτό μάλλον απίθανο.
Με τον αυτόχειρα είχαν την ίδια ηλικία, με μόλις ένα μήνα διαφορά. Είχαν σχεδόν τις ίδιες εμπειρίες. Και θα έπρεπε ίσως να σκεφτεί κάτι από τη δική του εσωτερική ελευθερία και συναισθηματική ζωή.
Έμπαινε σε χώρο σκοτεινό και ανεξερεύνητο και διέξοδο δεν έβλεπε να υπάρχει. Έπρεπε να αναλογιστεί παλιές διαδρομές και οράματα που ακολούθησε στη ζωή του. Πόσες απογοητεύσεις για πρόσωπα και σχέσεις συνέβησαν!
Πόσο αξίζει να σε αγαπάνε και πόσο σήμερα εξαιτίας της πολυδιάσπασης των σύγχρονων ανθρώπων, κατατρυχόμαστε από το υπαρξιακό άγχος και την ανεξέλεγκτη ψυχική ασθένεια, αναρωτήθηκε.
Ύστερα, ολοένα αποκτούσαν μεγαλύτερη ένταση και πιο ουσιαστικό περιεχόμενο οι έννοιες της αγάπης και της υγείας, ως πολύ σημαντικές αξίες της ζωής του, ενώ στα νεότερα χρόνια του δεν τον πολυενδιέφεραν.
Τι συνέβη ακριβώς και πόσο επηρέασε τη ζωή μας ο εγκλεισμός των δυο τελευταίων ετών; Πόσο επηρεάστηκαν ψυχικά τα ιδιαίτερα ευαίσθητα άτομα; Αυτά ήταν βασανιστικά ερωτήματα που πλέον κυριαρχούσαν στη σκέψη του.
Έκλεισε και σχεδόν οριστικά την υπόθεση αναζήτησης γράφοντας σε ένα χαρτί: «Ο Ορφέας Κ. ήταν υπερβολικά ευαίσθητος άνθρωπος που μοιραία έμεινε στο τέλος της ζωής του συναισθηματικά εντελώς μόνος του…….>>.