ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Είχε από την προηγούμενη βδομάδα κάνει την αίτησή της στο ΚΕΠ της γειτονιάς της και περίμενε από ώρα σε ώρα να την ειδοποιήσουν. Έτσι της είπαν, όταν ρώτησε για το χρόνο αναμονής, μέχρι να παραλάβει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης που αιτήθηκε.
Δεν θα πήγαινε σήμερα για δουλειά, θα δήλωνε ασθένεια. Ξαπλωμένη με την πλάτη όρθια στο πλάι του κρεβατιού της έπινε τον καφέ της, που μόνη της έφτιαξε. Σε όλο το σώμα της απλωνόταν μια κούραση και δεν αρκούσε ο βραδινός της ύπνος να την ξεκουράσει. Ήταν μια κούραση που της θόλωνε το μυαλό.
Άφησε τη σκέψη της να γυρνάει στα περασμένα. Είχε φύγει μικρή από την κωμόπολη και δούλεψε πολλά χρόνια σε εργοστάσια στην Πάτρα. Τίποτε δεν υπήρχε που άξιζε να θυμάται, από τη μονότονη ζωή που έζησε.
Έριξε τη ματιά της στους τοίχους του δωματίου. Ήταν καλοκαίρι πια, αλλά μια μικρή κηλίδα μαυρίλας φαινόταν στο ταβάνι, από τη χειμωνιάτικη υγρασία που περόνιασε τον τοίχο.
Στα χέρια της κρατούσε την ταυτότητά της και κοίταξε την ημερομηνία γέννησης 25/6/1950. Με την ταυτότητα αυτή έζησε τριάντα πέντε χρόνια, φυλαγμένη στο πορτοφόλι της. Αυτή της στάθηκε χρήσιμη σε πολλές περιπτώσεις κρίσιμες της ζωής της. Σαν σε όνειρο σκέφτηκε, πως αν είχε κάποιο χαρτί, ότι γεννήθηκε πέντε χρόνια νωρίτερα, θα μπορούσε αύριο να καταθέσει τα χαρτιά της για πλήρη συνταξιοδότηση.
Με αυτή την ταυτότητα μπορούσε και ψήφιζε κι αυτήν πάντα αναγνώριζαν οι δημόσιες υπηρεσίες, όταν βρέθηκε στην ανάγκη να συναλλαχτεί μαζί τους.
Δεν ξεχνάει, κάποτε ήταν ένα πρωί αχάραγο που την σταμάτησαν έξω από το σπίτι που έμενε, στα προσφυγικά, για την εξακρίβωση στοιχείων. Ήταν ασφαλίτες που έψαχναν παράνομους κομμουνιστές, στις αρχές του 1969. Αυτή δεν είχε σχέση με τέτοια θέματα. Πόσο άσχημα αισθάνθηκε τότε! Έδωσε με τρεμάμενα χέρια την ταυτότητά της στον αστυνομικό και μετά τον έλεγχο έφυγε με ταραχή, χωρίς άλλη καθυστέρηση να προλάβει το λεωφορείο για τη δουλειά της.
Ήταν η Ελένη Καλιανέση του Γεωργίου και Μαρίας με έτος γέννησης 1950, που συμπλήρωνε σε λίγο τριάντα πέντε χρόνια εργασία. Ήταν το έτος 2003 και έπρεπε να έρθει το έτος 2008, να γίνει 58 ετών, για να πάρει την πλήρη σύνταξη.
Κοίταξε στο βάθος του φλιτζανιού τον ντελβέ και αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που την ώθησε να ζητήσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της πεθαμένης αδελφής της. Μετά ξανακοίταξε τη μαύρη κηλίδα του τοίχου και κάποια δυσφορία ένιωσε μέσα της.
Στο μυαλό της παρέλασαν πολλά γεγονότα της παιδικής ηλικίας. Θυμόταν τις γούβες που έπαιζε με άλλα παιδιά έξω από το σπίτι της. Πόσο ανέμελα ήταν τα χρόνια αυτά κι ας ήταν χρόνια δυστυχισμένα και πεινασμένα, όπως το σκέφτεται σήμερα.
Η ώρα είχε πάει 10 το πρωί, όταν κτύπησε το τηλέφωνο. Το χαρτί, που περίμενε, είχε έλθει με φαξ από την κωμόπολη. Μπορούσε να το παραλάβει.
Ντύθηκε στα γρήγορα, φόρεσε το καινούργιο παντελόνι της με την κίτρινη μακό μπλούζα, που της είχε χαρίσει στη γιορτή της η φίλη της και έφτασε στο ΚΕΠ.
Της έδωσαν και υπόγραψε ένα χαρτί, ότι παρέλαβε την απάντηση του ληξιαρχείου. Βγήκε έξω και άρχισε μετά να διαβάζει αυτό που έγραφε το χαρτί. Ήταν μια απάντηση που την έκανε να αισθανθεί άσχημα. Ακούμπησε το σώμα της σε ένα παγκάκι και διάβασε και ξαναδιάβασε αυτό που ήταν γραμμένο.
«Η Ελένη Καλιανέση του Γεωργίου και Μαρίας, με έτος γέννησης 1945, απεβίωσε την 16/8/1947, ως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 45/Ζ έτους 1947 ληξιαρχική πράξη θανάτου» έγραφε το χαρτί και κατέληγε ότι δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο με τα στοιχεία αυτά στο ληξιαρχείο.
Ναι, πράγματι η Ελένη Καλιανέση του 1945 είχε πεθάνει, ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της. Είχαν τα ίδια στοιχεία, αλλά εκείνη είχε γεννηθεί πέντε χρόνια νωρίτερα. Δεν ήξερε την αιτία που εκείνη είχε πεθάνει. Ήταν τότε η εποχή του εμφυλίου πολέμου και πολλά γεγονότα τα γνώριζε από αφηγήσεις των στενών συγγενών της.
Οι γονείς της την βάπτισαν με το ίδιο όνομα της πεθαμένης. Είχαν περάσει τόσα χρόνια και κανένας δεν υπήρχε πια να θυμάται την αδελφή της. Το χαρτί του ληξιαρχείου αποκάλυπτε την ξεχασμένη αλήθεια.
Τώρα ήξερε ότι είχε απεγνωσμένα προσπαθήσει να ιδιοποιηθεί τα ξένα στοιχεία ταυτότητας, να αλλάξει τη δική της ηλικία, να γίνει πέντε χρόνια μεγαλύτερη, στην πραγματικότητα όμως να απελευθερωθεί από τη δουλειά της και να ξεκουραστεί πέντε χρόνια νωρίτερα.
Ακούμπησε το κεφάλι της στην παλάμη του δεξιού χεριού της και σιγά-σιγά βούρκωσε. Δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να ακούσει την ιστορία της. Δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να της δώσει παρηγοριά.