ΛΕΥΚΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
«Ζηλεύω τα σύννεφα που ξαπλωμένα τεμπελιάζουν». Τη φράση αυτή σκεφτόταν ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι του μετά από ένα όνειρο που τον έκανε να ξυπνήσει απότομα. Έξω από το παράθυρο ακουγόταν του κότσυφα το κελάιδισμα και μόλις έκανε αχνά να φωτίσει.
Τα σύννεφα λευκά και φωτεινά τα είχε δει στο όνειρό του. Δεν ήξερε τι συμβόλιζαν μα ένιωθε όμως ανήσυχος. Ήταν η εικόνα από ένα μελαγχολικό ποίημα που διάβαζε αποβραδίς. Σκέφτηκε μπορεί ο ποιητής θλιμμένος να αναλογίσθηκε με πίκρα το διάβα της ζωής του και κάπου στο τέλος να αισθάνθηκε μια πίκρα από τη συνεχώς αγχωμένη και βασανισμένη του ύπαρξη.
Θυμήθηκε ότι στις 11 το πρωί ήταν υποχρεωμένος να επισκεφθεί το νοσοκομείο. Ο γιατρός της μητέρας του θα έγραφε τις εξετάσεις που εκείνη έπρεπε να κάνει.
Κατέβηκε με τα πόδια στο μετρό. Οι ανοιξιάτικες μυρωδιές γέμιζαν τον αέρα. Τα σύννεφα ξαπλωμένα τεμπέλιαζαν όπως το γράφει ο ποιητής Χρήστος Λάσκαρης.
Στη στάση και μέσα στο συρμό, λίγος κόσμος. Περίεργο σκέφτηκε. Μετά κατάλαβε πως ό,τι συνέβαινε είχε σχέση με τον καινούργιο ιό. Μια παγωνιά απλωνόταν στην ατμόσφαιρα. «Είναι όντως ‘’κυρίαρχο’’ πάνω στον πλανήτη το ανθρώπινο είδος και πόσο σημαντικές είναι οι παρεμβάσεις του; Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι η ύπαρξη μας πάνω στη γη είναι μεταγενέστερη από αυτή των μικροβίων;» αναρωτήθηκε.
Ήρθαν μαζί τότε κι άλλες σκέψεις και εικόνες στο μυαλό του από διαφορές ασθένειες που ζήσανε οι άνθρωποι στο παρελθόν και το πόσο αδύναμοι εκείνοι αισθάνονται.
Στην πατρίδα του θυμάται είναι παράδοση να γίνεται η περιφορά της εικόνας του Αγ. Χαραλάμπους. Έσωσε λένε από την πανώλη το 1860, τους συμπατριώτες του. Έσπρωξε τότε με την ράβδο του ένα λευκό σύννεφο και το έριξε στη θάλασσα.
Πόσες φορές άκουσε για τη φυματίωση στο μεσοπόλεμο. Και θυμήθηκε πόσο παραστατικά περιγράφει αυτή την κατάσταση σ’ ένα βιβλίο του ο Πίνδαρος Μπρεδήμας. Το σανατόριο και τους αρρώστους στην Γορτυνία. Αν το διαβάσεις, νιώθεις σαν η κανονική ζωή να είναι αυτή που ζούσαν οι άρρωστοι.
Ύστερα ήλθε στο νου του ο ξάδελφός του, ο Μπάμπης που χρόνια φοβόταν τα μικρόβια, που δεν χαιρετούσε και δεν ασπαζόταν κανένα, επηρεασμένος από τα ντοκιμαντέρ που έβλεπε. Μα που ήταν γραφτό του να πεθάνει από άλλη ασθένεια.
Στο μετρό μερικοί φορούσαν μάσκα κι άλλοι στέκονταν συνοφρυωμένοι ή σκεφτικοί. Αποβιβάστηκε και περπάτησε μέχρι το νοσοκομείο. Λιγοστοί άνθρωποι στο δρόμο που βάδιζαν βιαστικοί με το βλέμμα κατεβασμένο στο έδαφος.
Αυτός, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε ένα φως που έμοιαζε απόκοσμο. Τα σύννεφα έμοιαζαν με πίνακα εξπρεσιονιστικό, σαν τιτάνες ξαπλωμένοι να κοιμούνται. Ένιωθε όπως και στο όνειρό του.
Η ώρα ήταν 11.30, πήρε από το μηχάνημα τον αριθμό προτεραιότητας και περίμενε στο μεγάλο θάλαμο να έλθει η σειρά του. Είχε εκατό νούμερα μπροστά του κι έπρεπε να περιμένει υπομονετικά.
Άνοιξε το βιβλίο που είχε μαζί του και άρχισε να διαβάζει. Πέρασαν δυο ώρες στην αναμονή που όμως δεν τις κατάλαβε. Ένιωθε ότι ταξίδευε στο Αιγαίο σε ένα άλλο χρόνο. Σχεδόν δεν έβλεπε και δεν άκουγε τους άλλους ανθρώπους που βρίσκονταν στην αίθουσα αναμονής. Μια γιατρός πέρασε από μπροστά του, μιλούσε στο τηλέφωνο: «Το έμαθες; Απαγορεύτηκε το καρναβάλι» έλεγε στο συνομιλητή της.
Μπορεί αν βρισκόταν στο σπίτι του να μπορούσε ξαπλωμένος να τεμπελιάσει, μα ο χρόνος που μπόρεσε να διαβάσει δεν ήταν άγονος, σκέφτηκε.
Είχε μεσημεριάσει πια και είχε τελειώσει με τις διατυπώσεις. Στα χέρια του κρατούσε το χαρτί που ζήτησε.
Επιστρέφοντας έκανε την τελευταία προσπάθεια να καταλάβει το ποίημα που διάβασε. Σκέφτηκε ότι για να ζηλεύει το σύννεφο ο ποιητής πρέπει να ταυτιζόταν με εκείνο το σύννεφο που συνεχώς τρέχει και δεν μπορεί να τεμπελιάσει. Μπορεί γιατί ο χρόνος καμιάς άνοιξης δεν είχε έλθει ποτέ γι αυτόν.
Ύστερα, πλησιάζοντας στο σπίτι του, αισθάνθηκε κι αυτός μέρος ενός τεράστιου μαύρου σύννεφου που καθόταν πάνω από το κεφάλι του απειλητικά και δεν τον άφηνε να δει τον πρωινό φωτεινό ουρανό και τα ξαπλωμένα τεμπέλικα σύννεφα, όπως εκείνα που ήταν στο όνειρο του.