You are currently viewing  Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα

 Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα

                                                                         

                          

 

 Ο ΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΛΟΪ

 

 

   Τη νύχτα ένας ταξιδιώτης αν κοιτάξει το φεγγάρι, που  κρύβεται στα γκρίζα σύννεφα, μπορεί ο νους του να στραφεί στο παρελθόν, σε γεγονότα που δεν μπορεί να ξεχάσει.  Μπορεί  να βρεθεί στο ίδιο δρόμο, όπως παλιά ένα μακρινό βράδυ, κάτω από την εκκλησία και το ρολόι της στο καμπαναριό να έχει κτυπήσει μεσάνυχτα.

   Ο ταξιδιώτης ξέρει ότι οι παλιοί κάτοικοι της κωμόπολης καθημερινά  κοιτούσαν το ρολόι. Μετρούσαν το χρόνο με τους λατινικούς αριθμούς στους δείκτες του και με τους κτύπους της καμπάνας. Το άκουγαν κι ήξεραν τις δουλειές που έπρεπε να κάνουν,  με αυτό μετρούσαν  την αξία του κόπου της κάθε μέρας τους.

   Το ρολόι βρίσκεται υψωμένο εκεί από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Κι ο νυχτερινός περιπατητής έτυχε να γνωρίζει το όνομα του δωρητή του. Και την αιτία που έγινε η ευεργεσία του:  «για την ιερή μνήμη της μάνας του», έλεγαν.

   Αλλά, δεν ήταν μόνο αυτή η δωρεά γιατί και με δικά του χρήματά κτίστηκε  η μικρή εκκλησία της Αγίας Τριάδας, στο νεκροταφείο της κωμόπολης, καθώς και η μάντρα που το περιβάλλει. Τα μόνα στοιχεία όμως που ξέρει για του δωρητή την προσωπικότητα, είναι ότι ήταν ωρολογοποιός και ότι διέμενε στην πρωτεύουσα του νομού.

   Ξέρει επίσης, ότι οι κάτοικοι για να τον τιμήσουν για την προσφορά του, έδωσαν το όνομα του ευεργέτη τους στο δρόμο που ξεκινάει από την εκκλησία με το παλιό ρολόι και τερματίζει  στο κοιμητήριο.

    Την παλιά εκείνη εποχή, οι μαγαζάτορες μετρούσαν τους κτύπους του ρολογιού, άνοιγαν και έκλειναν στα σίγουρα  τα μαγαζιά τους, μετρώντας τις ώρες του.   Αλλά κι οι αγρότες που δεν το χρειάζονταν, γιατί δούλευαν ήλιο με ήλιο, εκείνη τη μακρινή εποχή,  ένιωθαν κι αυτοί αναπόσπαστα δεμένοι μαζί του.

    Ήταν  σαν να κτυπούσε μαζί του και η καρδιά  της  μικρής τους πόλης. Και αναζητούσαν τους ήχους του στα καφενεία και στα καπηλειά που σύχναζαν τις ώρες της σχόλης τους.    

    Όμως, στη δική μας, τη σύγχρονη εποχή, κάποιοι περαστικοί ταξιδιώτες κοντοστέκονται και παρατηρούν στην αρχή τις κολώνες της εκκλησίας. Δεν γνωρίζουν όμως ότι αυτές είναι αρχαίες κι από ένα άλλο ελληνικό μνημείο αποσπασμένες.

    Στο τέλος, υψώνουν τα μάτια τους στον ουρανό, προς το καμπαναριό και κοιτάζουν σχεδόν αδιάφορα το παλιό ρολόι.     

   Ο ταξιδιώτης μας θυμάται εκείνο το μακρινό χειμωνιάτικο βράδυ, όταν κατέβαιναν τη σκάλα του διώροφου και βάδιζαν μες στο σκοτάδι. Αυτή φορούσε  μπερέ στο κεφάλι της και στα χαρακτηριστικά της αντιφέγγιζε το αμυδρό φως των φανοστατών του δρόμου.

    Ίσως και να αντιφέγγιζε στο πρόσωπό της το ολόγιομο φεγγάρι. Και μπορεί, άλλοτε στο μισοσκόταδο να έμοιαζε με ξένη, που ήλθε από τα άγνωστα μέρη του βορά. 

   Η υγρασία τους σκέπαζε καθώς αργά διέσχιζαν το δρόμο.  Μακριά τους ξεχώριζε η μάντρα του νεκροταφείου και γύρω της κυπαρίσσια που ζωντάνευαν στο κόκκινο φως  της αστραπής και στο νευρικό φύσημα του αέρα.

  Κανείς άλλος άνθρωπος δεν περπατούσε. Και αυτός, ένιωθε ένα τρέμουλο στη φωνή και στο σώμα του. Αισθανόταν πως χώριζαν και τίποτα δεν προμήνυε ότι θα ξανασυναντηθούν στο μέλλον.

   Πέρασαν χρόνια από τότε. Τι μπορούσε να γίνει που δεν ήταν εξαρχής        προεξοφλημένο;  Τίποτα δεν χάθηκε…. γιατί δεν είχε και ποτέ αρχίσει….

  Αλλά, ήταν αλήθεια αυτή η βραδινή συνάντηση ή μήπως ήταν μια ακόμη φαντασίωση του μυαλού του; Ίσως να βοήθησε και η νύχτα, ίσως και το πιοτό που προηγήθηκε στο φιλικό τους σπίτι…   

  Τα δένδρα στο βάθος, κοντά στο κοιμητήριο, κινούν τα κλαδιά τους στο υγρό φύσημα. Και μοιάζουν με σκιές που ενώθηκαν στις κορυφές τους. 

   Μετά ήλθαν άλλοι άνθρωποι, που δεν ήξεραν τίποτα από την ιστορία του τόπου. Έκτισαν νέα σπίτια από μπετόν και γκρέμισαν τα παλιά πλίνθινα και οι παλιοί κάτοικοι χάθηκαν στη λήθη. 

   Εκεί ψηλά στην εκκλησία και τώρα εξακολουθεί κάθε βράδυ να κτυπάει το ρολόι. Τώρα, οι άνθρωποι δεν υπολογίζουν το χρόνο τους με αυτόν τον παλλαϊκό τρόπο. Ήλθε η εποχή που οι κτύποι της καμπάνας έχασαν το πρώτο τους νόημα.

   Και μπορεί κάποιοι να ενοχλούνται καθώς στριφογυρίζουν ώρες απελπισμένα στο νυχτερινό τους κρεβάτι.    

   Περπατάει τον ίδιο δρόμο,  όπως και παλιά και σκέφτεται πόσα γεγονότα γνώρισαν οι τοίχοι των σπιτιών που υψώνονται γύρω του.

   Εκεί κοντά βρίσκεται το γυμνάσιο που πήγαινε και τα πρωινά ο χώρος σφύζει από νεανική ζωή και κίνηση.

   Εκεί περπάτησε τόσες φορές σε νεκρώσιμες ακολουθίες συγγενών και φίλων του. Κι ο επιτάφιος της Μ. Παρασκευής από εκεί διέρχεται.

  Από μακριά, μόνο σκυλιά είναι που ακούγονται να αλυχτάνε και κανείς ανθρώπινος θόρυβος δεν υπάρχει. Κάποτε βλέπει σκιές που γρήγορα χάνονται και στον άλλο δρόμο, που διασταυρώνεται,  βλέπει το σπίτι με τις καμάρες. Το σπίτι που έμοιαζε με βυζαντινή βίλα και έμενε στο παρελθόν  μια αρχοντική οικογένεια εμπόρων.  

  ‘’Τάσο! Τάσο!’’  ακούστηκε μια φωνή, που όμως  δεν ήταν σίγουρος αν είχε προέλθει από την παρουσία  ζωντανών ανθρώπων…

 

 

                                                                      

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.