ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗ «ΒΟΥΒΑΡΙΑ»
Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, τη δεκαετία του 1990, έφτασε μέγα πλήθος μεταναστών για την εξεύρεση εργασίας στην Ελλάδα. Ήλθαν τότε στην κωμόπολη οι πρώτοι Αλβανοί, μάλιστα ήλθε και ο βασιλιάς των τσιγγάνων που ζήτησε από τον δήμαρχο βοήθεια για τη μαζική εγκατάσταση των ομοεθνών του και την απασχόλησή τους στις αγροτικές καλλιέργειες του κάμπου.
Εκείνη την περίοδο ανθούσαν κι άλλες εργασίες στην περιοχή, εκτός των αγροτικών καλλιεργειών. Τότε, ανοίχτηκαν πολλά νυχτερινά μαγαζιά, τα οποία πρόσφεραν οινοπνευματώδη ποτά και διαφήμιζαν τα θέλγητρα νεαρών γυναικών που είχαν έλθει από την Ουκρανία, τη Ρουμανία και την Βουλγαρία.
Σε κάποιο από αυτά τα μαγαζιά δούλευε παράνομα, δηλαδή χωρίς άδεια διαμονής, μία καλλονή βουλγαρικής καταγωγής κι ο πονηρός ιδιοκτήτης του καταστήματος σκέφτηκε, ως λύση του προβλήματος, να την παντρέψει με δικό του έμπιστο υπάλληλο, προσκολλημένο στην υπηρεσία του σε διάφορες βοηθητικές εργασίες.
Έτσι, χωρίς να φανεί στο προσκήνιο ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, έστειλε τον υπάλληλό του στο δημοτικό κατάστημα για την έκδοση άδειας γάμου. Ο υπάλληλος έφερε το όνομα Σίμος κι ήταν εκτός από αγράμματος και περιορισμένης αντιληπτικής ικανότητας, σε σημείο που σχεδόν δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε, αλλά και ποιά ήταν τα στοιχεία ταυτότητας της μελλοντικής του συζύγου.
Πήγε και ξαναπήγε στο δημαρχείο, σταλμένος πάντα από το αφεντικό του, ώσπου στο τέλος αποπέμφθηκε σκαιώς από τους υπαλλήλους του δήμου, αφού πρώτα εξαντλήθηκαν τα περιθώρια των συμβουλών και των παροτρύνσεων για τη μη εμπλοκή του σε τέτοιου είδους υποθέσεις.
Αλλά, ένα πρωινό ο ενδιαφερόμενος «γαμπρός» επανήλθε βιαιότερος και επιτέθηκε στον ληξίαρχο, στην αρχή λεκτικά και στη συνέχεια με σπρωξιές και απειλές για άσκηση σωματικής βίας. Στο τέλος κατέληξε κυλιόμενος στο έδαφος με άλλον δημοτικό υπάλληλο, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να εκτονώσει την κατάσταση και να σταθεί εμπόδιο ανάμεσα στα αντιτιθέμενα μέρη.
Μετά από αρκετές μέρες από το επεισόδιο αυτό, ο υποψήφιος «γαμπρός» επανήλθε, έχοντας επιμελώς συμπληρωμένα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, δηλαδή αίτηση, υπεύθυνη δήλωση και παράβολο και προπαντός με τα ακριβή στοιχεία ταυτότητας της μελλοντικής συζύγου, εγγεγραμμένα στην ελληνική και λατινική γραφή, καθώς και με ορθή αναφορά στον τόπο τέλεσης του γάμου, σε συγκεκριμένη πόλη της Βουλγαρίας.
Κατόπιν αυτών, ο δήμος δεν μπορούσε πια να αρνηθεί την έκδοση της επίμαχης άδειας γάμου και εξέδωσε αυτήν με όλο το τυπικό κι εντός της νομίμου προθεσμίας.
Έτσι πραγματοποιήθηκε στη γειτονική χώρα το «ευτυχές γεγονός» και επανήλθε στην κωμόπολη έγγαμος ο Σίμος. Νύχτα ταξίδευσε και νύχτα πάλι επανήλθε, χωρίς ο ίδιος να μάθει ποτέ το σωστό όνομα της χώρας που βρέθηκε, γιατί όποιος τον ρωτούσε στη συνέχεια, αυτός απαντούσε ότι ο γάμος είχε γίνει στη «Βουβαρία».
Και δεν ήταν από κάποιο ψεύδισμα της φωνής ή από παραφθορά στην εκφώνηση των συμφώνων λάμδα και γάμα∙ γεγονός που δεν συνέβαινε στην εκφορά άλλων παρομοίων λέξεων, αλλά το πιθανότερο από άγνοια ή από έλλειψη ενδιαφέροντος ως προς τη λεπτή διάκριση των εννοιών και των πραγμάτων.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, όταν κάποιος τον ρωτούσε για τον γάμο του, για την πρώτη νύχτα, για τη νύφη και τα θέλγητρα της, καθώς κι άλλες λεπτομέρειες, αυτός απαντούσε με ασάφειες, με ήχους ή γέλωτες που δεν ταίριαζαν στην περίσταση και συνέβαινε να γεννιούνται αμφιβολίες ως προς την αλήθεια και να αμφισβητούνται τα γεγονότα που είχαν γίνει.
Κανείς δεν τον είδε να συντροφεύει την καλλονή, η οποία πολύ γρήγορα εγκατέλειψε την κωμόπολη, αλλά και ποτέ δεν την ξαναεπισκέφτηκε. Αργότερα, διαδόθηκε ότι αυτή ευρίσκεται για επαγγελματικούς λόγους στην Κρήτη.
Αλλά, ήλθε ο καιρός κι ο γάμος αυτός, που ποτέ δεν είχε λυθεί νόμιμα, έμελλε να σταθεί εμπόδιο στη ζωή του Σίμου. Ο ΕΦΚΑ-ΟΓΑ ζήτησε τα σχετικά δικαιολογητικά, ως προς τα προστατευόμενα μέλη και τότε φάνηκαν τα κενά στην υπόθεση και άρχισαν να δημιουργούνται καθυστερήσεις στη συνταξιοδότηση πλέον του «εν διαστάσει συζύγου».
Έπρεπε να γίνουν οι απαραίτητες νομικές διαδικασίες και να εκδοθεί η δικαστική απόφαση της διάζευξης. Πρώτα, να σταλούν ειδοποιήσεις και να τοιχοκολληθούν δικόγραφα σε άγνωστης διαμονής άτομα, στο Ηράκλειο ή στα Χανιά Κρήτης ή αλλού, όπου οι διαδόσεις συνέκλιναν, ως προς τον τόπο διαμονής της Βουλγάρας. Αλλά το σπουδαιότερο, έπρεπε να καταχωρισθεί στο ειδικό Ληξιαρχείο Αθηνών, η σχετική ληξιαρχική πράξη λύσεως του γάμου.
Ο Σίμος πλέον των εξήντα ετών, τώρα χωρίς εισοδήματα, υπομένοντας ατέλειωτες αναμονές προς συνταξιοδότηση, δεχόμενος με συστολή τα κεράσματα των συμπατριωτών του, οι οποίοι για διασκέδαση άκουγαν τις διηγήσεις του για το μόνο της ζωής του ταξίδι στο εξωτερικό, έλεγε και ξανάλεγε, ως επιμύθιο ότι είχαν δίκιο οι υπάλληλοι του δήμου που τότε του είχαν αρνηθεί και ότι θα ήταν προτιμότερο να μην έχει γίνει ποτέ αυτός ο γάμος.