Ήταν μια συνάντηση που είχε αργήσει χρόνια να γίνει. Μπορεί με διάφορα προσχήματα να την απέφευγε ασυνείδητα. Είπε, τώρα μπορώ, που έχω ελεύθερο χρόνο∙ ίσως και χωρίς να το καλοσκεφτεί, να είχε ωριμάσει μέσα του η ανάγκη αυτής της συνάντησης.
Πήρε το δρόμο… Έφτασε εκεί, κατέβηκε μερικά σκαλιά, το κτίσμα έμοιαζε με ημιυπόγειο. Βρέθηκε σ’ ένα γνωστό του κομμωτήριο με πολλούς, μεγάλους, καθρέπτες. Πιο πέρα ο χώρος συνόρευε με τον προθάλαμο μιας κλινικής. Ρώτησε για το ραντεβού του έναν ψαρομάλλη διοπτροφόρο κύριο, ντυμένο με λευκή ρόμπα.
«Δεν ξέρω τίποτα για το ραντεβού» του είπε αυτός, εξετάζοντας πρώτα τα χαρτιά του. Κάποιο λάθος θα έχει γίνει, σκέφτηκε, και ύστερα επιμένοντας, συνέχισε να βαδίζει προς το ασανσέρ. Κατέβηκε, μαζί με πέντε έξι άλλους, σε ένα υπόγειο κτίριο. Δίπλα του μια άγνωστη ξανθιά κοπελίτσα ακουμπούσε συνεχώς στο πλάι του, λόγω της στενότητας του χώρου.
Το ασανσέρ ήταν η πιο σύγχρονη τεχνολογία. Δεν πρόλαβε να μετρήσει τους ορόφους που ήδη κατέβηκαν κι άξαφνα ένοιωσε ότι βρισκόταν σ΄ ένα τρένο που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Το ασανσέρ είχε γίνει τρένο, έξω στο φως πλέον, σε δρόμο που του ήταν γνωστός από παλιά∙ το ήξερε ότι τον οδηγούσε στην πόλη που γεννήθηκε.
Το τρένο σταμάτησε κοντά σε ένα μακρόστενο κτίριο, που στις αυλές του είχε μεγάλα πεύκα και κουκουναριές∙ μια υγρασία γέμιζε την ατμόσφαιρα.
Στα σιδερένια κάγκελα της μάντρας, στον εσωτερικό χώρο της αυλής, κάποιος όρθιος τον παρατηρούσε• φορούσε στρογγυλά γυαλάκια και το βλέμμα του ήταν απλανές κι απόκοσμο.
«Ένα πουλί που λάλησε /στον άνεμο της νιότης/ στ’ ολάνθιστο απαλό κλαδί/ κάποιας αγάπης πρώτης/και το τραγούδι του άλλαξε/ σε πικρό ξάφνου θρήνο/ Δεν ήταν να γίνω/ό,τι έχω ‘νειρευτεί…» Θυμήθηκε, εδώ ήταν έγκλειστος ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας.
Σύντομα έφτασε στο χώρο που ήταν να γίνει η συνάντηση. Ναι! Εκεί ήταν ο τόπος της συνάντησης που είχε από χρόνια αναβληθεί, δεν είχε καμιά αμφιβολία γι΄ αυτό…
Μια ηλικιωμένη κυρία τον χαιρέτησε, μέσα σ΄ ένα δωμάτιο, στο μισοσκόταδο, που είχε δυο μονά κρεβάτια, ένα τραπέζι και μια απλή ξύλινη παλιά καρέκλα.
Κάθισε στην καρέκλα που λίγο έτριζε και η κυρία ξάπλωσε στο κρεβάτι απέναντι του.
Δίπλα του στο άλλο κρεβάτι ξαπλωμένος, ήταν ένας άλλος ηλικιωμένος άνθρωπος σκεπασμένος με σεντόνι. Κάπως σα να βαριανάσανε κι ανασηκώθηκε κάποτε κοιτάζοντας το κάτω μέρος του σώματός του.
Ο χώρος ήταν μικρός μα δεν μύριζε τίποτα από την κλεισούρα ή από την ανθρώπινη παρουσία.
Η ηλικιωμένη κυρία στην αρχή τον ρώτησε, από τη θέση της, όπως ήταν ξαπλωμένη, αν είχε πρόβλημα με την αστάθεια της καρέκλας, εξηγώντας του ότι εκεί κάθονται όλοι οι ασθενείς της.
Στη συνέχεια του υπέβαλε διάφορα ερωτήματα. Τον ρώτησε για το λόγο της επίσκεψής του, μα αυτός δεν ήξερε τι ακριβώς να της πει. Ωστόσο, απάντησε κι είπε απλά ότι ήταν η ανάγκη να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και εν τέλει το «γνώθι σαυτόν».
Μια δυσφορία όμως αισθανόταν, που την προκαλούσαν τα ερωτήματα και ίσως η παρουσία της ίδιας απέναντί του, της ξαπλωμένης κυρίας. Ύστερα, γι’ αυτήν ολοένα και περισσότερο είχε την πεποίθηση πως συνομιλούσε με κάποια γιατρό. Ταυτόχρονα αμφέβαλε, επειδή δεν ήταν σίγουρος εάν τα ερωτήματα τα είχε απευθύνει ο ίδιος σ’ αυτήν.
Η παράξενη γιατρός στο τέλος τον οδήγησε στο προαύλιο του κτιρίου. Υπήρχε χλόη παντού και κάποιοι άνθρωποι κάθονταν στα πέτρινα πεζούλια. Εκείνη στην αρχή συζητούσε με τους άλλους, μα αυτός αισθανόταν πως τα ερωτήματα εξακολουθούσαν να απευθύνονται μυστικά σ΄ αυτόν.
Η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή κι ο ουρανός χωρίς σύννεφα. Τρία σκυλιά δαγκώνονταν μεταξύ τους, παίζοντας και γαυγίζοντας χαρούμενα και έμοιαζε το τοπίο σαν ένα πίνακα ιμπρεσιονιστικό.
Μετά από ώρα σαν να τον ξέχασαν του φάνηκε. Τότε, το ένα σκυλάκι όρμησε χαρούμενο καταπάνω του, σαν να τον ήξερε από καιρό. Ήταν ένα σκυλάκι καφετί σαν αλεπουδίτσα που τον αγκάλιασε με αγάπη και τρίφτηκε απάνω του.
Από μακρινή απόσταση μια γνωστή του γυναίκα έκανε νοήματα. Κρατούσε στα χέρια της ρούχα και τον καλούσε κοντά της. Ο ήλιος έγερνε στη δύση του και η υγρασία συνεχώς περόνιαζε το κορμί του.
Έφυγε δίχως να χαιρετήσει κανέναν, δίχως να ξέρει αν τώρα μόλις ξεκίναγε το δρόμο του ή αν μόλις τώρα βρισκόταν στο τέλος μιας παράξενης συνάντησης.