ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Τότε, ήμουν ένα δωδεκάχρονο αγόρι που αθώα ρώτησε «γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι». Και πού πολύ αργότερα κατάλαβε την απάντηση του πατέρα: «δεν πεθαίνει ο άνθρωπος, το άτομο πεθαίνει». Ρώτησα ακόμη αν υπάρχει θεός κι αυτός μου απάντησε: «ναι, πρέπει να υπάρχει μια ανώτερη δύναμη».
Την προηγούμενη νύχτα ήταν Μ. Παρασκευή και σαν όνειρο μου φαίνονταν αυτά που είχα δει και ζήσει με τον επιτάφιο και ίσως γι’ αυτό, όπως ο πρίγκιπας Σιντάρτα, ρώτησα για να καταλάβω το λόγο που πεθαίνουν οι άνθρωποι.
Ήταν μια νύχτα διαφορετική που έμεινε στη μνήμη μου για πάντα. Μπροστά πήγαινε η φιλαρμονική και παιάνιζε πένθιμα. Οι καμπάνες των δυο εκκλησιών ηχούσαν κι αυτές πένθιμα. Ακολουθούσε ο επιτάφιος και ο κόσμος τον συνόδευε. Οι δυο ενορίες σαν δυο ποτάμια ενώθηκαν και οι δυο παπάδες, ο Χρυσόστομος και ο Αθηνόδωρος, έσμιξαν τις φωνές τους αρμονικά ψέλνοντας τις νεκρώσιμες ακολουθίες. Του ενός η γλυκιά φωνή συνδυάζονταν με τη στεντόρεια του άλλου.
Οι επιτάφιοι στολισμένοι με άνθη διέσχιζαν τους κεντρικούς δρόμους της κωμόπολης κι έσμιγαν με τις ευωδίες των ανθισμένων κήπων. Έβλεπες τα σπίτια φωτισμένα και την ανθρώπινη πομπή να φωτίζεται κι αυτή αχνά από κεριά ή φαναράκια.
Στο τέλος, η νεκρώσιμη ακολουθία έφτασε στον περίβολο του κοιμητηρίου. Εκεί μια μεγάλη φωτιά έκαιγε και φώτιζε τη νύχτα. Ήταν η φωτιά της Κέλπως. Η Κέλπω ήταν η γιαγιά ενός συμμαθητή μου, που πάντα αυτή τη μέρα συνήθιζε να ανάβει αυτή την τεράστια φωτιά, για να φύγουν τα κακά πνεύματα.
Οι πιστοί στριμώχνονταν στην είσοδο και ύστερα έμπαιναν στο χώρο του νεκροταφείου. Χαιρετιόνταν μεταξύ τους κι άναβαν κεράκια που τα άφηναν στους τάφους των συγγενικών τους προσώπων.
Πώς μες στο σκοτάδι φαίνονταν τα πρόσωπα! Πώς έμοιαζαν διαφορετικά, όταν το κερί τρεμόπαιζε στον άνεμο και αμυδρά φώτιζε το γύρω χώρο!
Η φλόγα της φωτιάς σκόρπιζε λες υπερκόσμια λάμψη και φως που σε έσπρωχνε σε μια αίσθηση πιο πέρα από την κατάνυξη, ήταν σαν να επικοινωνούσες με μια άγνωστη δύναμη που ήλθε η ώρα της να αποκαλυφθεί.
Ήταν μια δύναμη αρχέγονη αυτό που σε συνένωνε με το χώρο, τους ανθρώπους, τις ψαλμωδίες και τη φωτιά. Και τα μνήματα ένιωθες δεν έδιναν μόνο αίσθηση πένθιμη, καθώς ήταν οι χαιρετισμοί και κάποτε οι θερμοί ασπασμοί και εναγκαλισμοί των προσκυνητών που ζέσταιναν την κρύα ατμόσφαιρα της νύχτας.
Ήταν κι ο χώρος του νεκροταφείου που έπαιρνε μια άλλη διάσταση, καθώς η συνολική εικόνα και ο ήχος του πλήθους των ανθρώπων εκείνη τη στιγμή έμοιαζε με χαιρετισμό στην αέναη κίνηση της ζωής και με μυστικό μήνυμα στην αναδυόμενη άνοιξη.
Την επόμενη μέρα, περπατούσαμε στην εξοχή με τον πατέρα μου, ήταν Μ. Σάββατο πρωί, σε κείνο το δρόμο που ήταν χωμάτινος και κατά τόπους συναντούσες λακκούβες με νερό. Ο δρόμος σε οδηγούσε στις Αλυκές. Η βλάστηση οργίαζε, ήταν άνοιξη και πρασίνιζε όλος ο κάμπος. Τα πουλιά κελαηδούσαν στα κλαδιά και τα έντομα γεύονταν τους χυμούς των πρώτων λουλουδιών.
Πρώτα, μου έδειξε το κτήμα του Περικλή του «Ξύλινου». Το κανονικό του όνομα ήταν Πανόπουλος, μου εξήγησε. Αυτός, είχε προπολεμικά κατασκευάσει μόνος του ένα ξύλινο αεροπλάνο, που ήταν μια τεχνική αποτυχία. Στο τέλος με το πέταγμά του κατέληξε μέσα σε έναν τράφο, γι’ αυτό μετά οι συντοπίτες του τον σατίριζαν: «Ο Περικλής ο Ξύλινος με τις ψηλές αρίδες του, που έχασε τα παπούτσια του μες στις αφαλαρίδες».
Το κτήμα του Ξύλινου στο βάθος ήταν γεμάτο ψηλά δένδρα. Ένα πλίνθινο διώροφο σπίτι ήταν ανάμεσά τους που έμοιαζε με σπίτι παραμυθιού. Φανταζόμουν ότι κατοικούσαν εκεί νεράιδες και ξωτικά, που κρύβονταν στις σκιές και στα φυλλώματα των δένδρων.
Οι τράφοι στο δρόμο είχαν ακόμη νερό και φύτρωναν βάτα και κάποια χωράφια, για σύνορα, είχαν τεράστιους αθάνατους. Μου εξήγησε «τους λένε αθάνατους, γιατί ζουν αιώνια».
Ύστερα ο πατέρας μού έδειξε τους ασφόδελους, τα φυτά που έχει ο κάτω κόσμος. «Στην Οδύσσεια, αναφέρει ο Όμηρος, οι ασφόδελοι φύτρωναν στους τάφους κι έτρεφαν τις ψυχές», μου είπε.
Στην εξοχή μοσχοβολούσαν τα άνθη της λεμονιάς και της πορτοκαλιάς. Στον καταγάλανο ουρανό ακίνητα έμεναν κάτι στρογγυλά σύννεφα που στην πλάτη τους χρύσιζαν οι ακτίνες του ήλιου.