ΓΕΝΑΡΗΣ 1974
Ήταν Γενάρης του 1974, ανήμερα του Αγίου Αθανασίου, όταν τον προσήγαγαν στην ασφάλεια. Ήταν πρωί, πριν τις 9, όταν κτύπησαν την πόρτα του διαμερίσματος δυο ασφαλίτες, που τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο κτίριο της ασφάλειας για ανάκριση.
Κτύπησε το κουδούνι κι από το μάτι της πόρτας είδε τα πρόσωπά τους κι άνοιξε μην έχοντας άλλη επιλογή.
Οι ασφαλίτες πρώτα έψαξαν το διαμέρισμα και βρήκαν κάποια παλιά λογοτεχνικά και μαρξιστικά βιβλία, που τα μάζεψαν και τα πήραν μαζί τους.
Είχε προηγηθεί η σύλληψη ενός φίλου του. Το γεγονός είχε μαθευτεί από την προηγούμενη μέρα, μα κανείς δεν ήξερε τα ακριβή γεγονότα και την αιτία της σύλληψης.
Ντύθηκε στα γρήγορα και άφησε να τον μεταφέρουν με το αυτοκίνητο της αστυνομίας. Όταν ανέβηκαν στον πρώτο όροφο, εκεί τον ανέκριναν οι δυο ονομαστοί βασανιστές, που ήταν φόβος και τρόμος την εποχή εκείνη.
Στην αρχή ο ένας από αυτούς τον ρώτησε τι είχε γίνει το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Πού βρισκόταν και με ποιους είχε συναντηθεί. Κάποια στιγμή διαμαρτυρήθηκε γιατί τον ρώταγε συνεχώς κι ο ασφαλίτης τότε με μίσος τον σκαμπίλισε.
Μετά εμφανίστηκε ο άλλος αρχιβασανιστής κι ενώ ο ανακρινόμενος διαμαρτυρόταν για το πρώτο σκαμπίλι, ως απάντηση έλαβε κι άλλα σκαμπίλια και κλωτσιές από το δεύτερο βασανιστή. Στο τέλος δόθηκε η εντολή να μεταφερθεί σε άλλο όροφο του κτιρίου για βασανισμό.
Για το βασανιστήριο της φάλαγγας ήξερε λίγα πράγματα. Είχε ακούσει από παλιούς δημοκράτες γι αυτό το βασανιστήριο. Αλλά κι είχε διαβάσει το βιβλίο «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση.
Στη σκάλα, που δεν θυμάται πια αν ανέβαινε ή κατέβαινε, με τρεις άλλους ασφαλίτες, ένας τον ρώτησε τι δουλειά κάνει ο πατέρας του και όταν απάντησε ότι ήταν δημόσιος υπάλληλος του άστραψε ένα σκαμπίλι, τόσο δυνατό, που του ήλθε ο ουρανός σφοντύλι.
Αργότερα σε ένα χώρο σκοτεινό, που έμοιαζε με κρατητήριο τον ανάγκασαν να ξαπλώσει στο δάπεδο και του βάλανε τα πόδια ανάμεσα στο ξύλινο τετράγωνο πλαίσιο, στο κάτω μέρος, μιας ψάθινης καρέκλας, που ήταν πλαγιασμένη στο έδαφος. Τον κτυπούσαν στα πέλματα με ξύλινο καδρόνι. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Αισθανόταν να είναι ένοχος, χωρίς να έχει κάνει κάποιο αδίκημα.
Ύστερα η ανάκριση συνεχίστηκε. Τον ρωτούσαν ποιος ήταν στο σπίτι του την πρωτοχρονιά. Αυτός απαντούσε ότι δεν θυμάται, λέγοντας μόνο τρία ονόματα που ήταν γνωστά πρόσωπα από παλιά στην ασφάλεια. Ο ασφαλίτης συνεχώς του πρόσθετε ονόματα και τον ρωτούσε αν είχαν παραβρεθεί εκείνο το βράδυ στο σπίτι του. Αυτός έλεγε ότι δεν τα ήξερε ή ότι δεν θυμόταν. Στο τέλος του είπαν ότι έχει μπλέξει άσχημα κι ότι θα τον στείλουν εξορία.
Οι ασφαλίτες ήξεραν όλα τα ονόματα, το πιθανότερο τα ήξεραν από την ανάκριση που είχαν κάνει στον φίλο του.
Τον άφησαν να φύγει. Στο δρόμο βαδίζοντας ένιωθε τα σώμα του βαρύ σαν να κουβαλάει στον ώμο του την καινούργια αυτή εμπειρία της ζωής του. Μέχρι τότε κανείς δεν είχε σηκώσει χέρι απάνω του. Μόνο ο πατέρας του όταν ήταν παιδί τον σκαμπίλισε κάποτε, γιατί έκανε φασαρία την ώρα του μεσημεριανού ύπνου.
Επιστρέφοντας στο σπίτι ένιωθε τα πόδια του να τρέμουν και τα συναισθήματά του να μοιάζουν με τη μουντάδα του χειμωνιάτικου τοπίου γύρω του.
Την ίδια μέρα το βράδυ διαδόθηκε η αιτία των δύο συλλήψεων. Την 15η ή 16η Γενάρη του 1974, κάποιοι από παράνομη οργάνωση νεολαίας της πρωτεύουσας είχαν πετάξει αντιδικτατορικές προκηρύξεις και η ασφάλεια έψαχνε να βρει τους “ένοχους”.
Είναι αλήθεια ότι την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1974 είχαν συναντηθεί στο σπίτι του 15 περίπου άτομα, που εορτάζοντας συνέτρωγαν και σιγανά συζητούσαν για την πολιτική κατάσταση. Το φαγητό ήταν λιτό, αγορασμένο από ψητοπωλείο κι οι καλεσμένοι κάθονταν στο δάπεδο, αφού στο σπίτι δεν υπήρχαν καρέκλες και τραπέζι.
Τότε, δεν συζητήθηκε η προετοιμασία κάποιας αντιστασιακής ενέργειας. Κι η συνάντηση αυτή βέβαια δεν είχε καμιά σχέση με τη διακίνηση αντιδικτατορικών προκηρύξεων και δεν συνδεόταν με κάποια παράνομη οργάνωση ή πολιτικό κόμμα.
Το γεγονός αυτών των συλλήψεων μπορεί και να μην είχε καμιά επιρροή στην γενικότερη πολιτική κατάσταση. Κι ενώ δεν χρειάστηκε να γραφτεί κάτι γι αυτό στην ιστορία της πόλης, είναι σίγουρο ότι είχε μια ψυχολογική επίδραση σ΄αυτόν, που είχε υποστεί το βασανιστήριο.
Αυτός, πολλές φορές αναρωτήθηκε πόσο επέδρασε το βασανιστήριο, η βία της εξουσίας πάνω του. Και πόσο καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις της ζωής του.
Τώρα πια αισθάνεται αυτή την ανάμνηση ολοένα να χάνεται και κάποτε σαν να μην είναι άμεση δική του εμπειρία, αλλά αφήγηση ενός άλλου προσώπου.
Ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν, ο φίλος του έχει προ πολλού πεθάνει κι οι γνωστοί άνθρωποι εκείνης της εποχής σκόρπισαν και δεν είναι σίγουρο πια ότι βρίσκεται κάποιος να θυμάται αυτό το γεγονός, που συνεχώς σβήνει, μες στην αχλή του μακρινού παρελθόντος.