Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ
Σήμερα πήγα στην πλατεία του Αϊ- Γιάννη, στην καφετέρια που σύχναζε ο ποιητής. Στην πλατεία του ποιητή της γειτονιάς, έτσι έλεγε για τον Λουκά ο φίλος του ο Βαγγέλης. Βάδισα σχεδόν τον ίδιο δρόμο. Αυτόν που έπαιρνε γυρίζοντας στο σπίτι του, στην οδό Ζεφύρων.
Όλα τα σημεία στον χώρο μού θύμιζαν την παρουσία του. Τα δένδρα στην πλατεία, όταν σήκωνε το βλέμμα του. Το αργό βάδισμά του κρατώντας το μπαστούνι του. Το παγκάκι που καθόταν για να ξεκουραστεί, όταν έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Τα σκαλοπάτια με τα γκράφιτι έτσι όπως φαίνονται σε μια συνέντευξή του στην «Καθημερινή».
Τι μπορεί να έχει διαφορετικό αυτή η πλατεία, σκέφτομαι, αν δεν ξέρεις ότι από ‘δω περνούσε και εμπνεόταν ένας ποιητής που έγραψε: «…. γίνεται φαντάζομαι φανερό ποιά μάτια δε βλέπουν, αδύνατον δηλαδή να δουν, τόπον- ενδοξότερον τελικά; -από τούτο το αλωνάκι• την καθημερινή πλατεία του Αϊ-Γιάννη…… ».
Τόσοι άνθρωποι κάθε μέρα διέρχονται βιαστικοί, έχοντας στο μυαλό τους τα δικά τους στενά θέματα, μα κανείς δεν είναι σε θέση να δει αυτό που έβλεπε ο ποιητής που ένωνε τον χώρο αυτό με όλο τον κόσμο κι έκανε τον χρόνο από το παρελθόν να τριγυρίζει σ΄ αυτή την πλατεία.
Ποια μυστικά έκρυβαν αυτά τα δένδρα και τα πουλιά κι ο Υμηττός πιο πέρα, που τον έφερναν πιο κοντά στο δικό του χωριό, στη Σουβάλα του Παρνασσού, εκεί που γεννήθηκε κι έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, αναρωτιέμαι.
Ήταν το 2016 όταν ένας από τους φίλους του μου μίλησε για τον ποιητή και μου χάρισε το βιβλίο του «Και μόνος και μετά πολλών». Από τότε και για τρία χρόνια πάντα προσπαθούσα να τον συναντήσω και να μιλήσω μαζί του.
Έπαιρνα σχεδόν κάθε βδομάδα τον δρόμο για την Αγ. Παρασκευή και βαδίζοντας στα όρια του Υμηττού έφτανα στη μικρή πλατεία. Δεν ήταν μόνο δρόμος αναψυχής και σωματικής άσκησης, αλλά μαζί με την επιστροφή στη συνέχεια, ήταν και δρόμος στοχασμών πριν και μετά τη συνάντηση που, αν είχες ανοιχτά μάτια και αισθήσεις, μπορούσες να καταλάβεις περισσότερα και να διδαχθείς από αυτά που δεν φαίνονταν σε πρώτο επίπεδο.
Τρία τέταρτα της ώρας έκανα για να φτάσω από το σπίτι μου στην καφετέρια- στέκι και όταν έφτανα τον έβλεπα πότε μόνο του σκυμμένο σε ένα βιβλίο και πότε άλλες φορές με την παρέα του να μιλάει για κάποιο λογοτεχνικό θέμα.
Εκεί γνώρισα τους τακτικούς του φίλους, άλλους ποιητές και λογοτέχνες, που τον επισκέπτονταν μια φορά την εβδομάδα και κάποιους άλλους που έρχονταν εκτάκτως. Όλοι τους λάτρεις της λογοτεχνίας, μα το κεντρικό πρόσωπο ήταν πάντα ο Λουκάς Κούσουλας. Γιατί δεν ήταν μόνο η ευφυία το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. Ήταν το σκωπτικό του χιούμορ και η κρυφή ειρωνεία του ύφους του που σε έκαναν να γελάς και ταυτόχρονα να προβληματίζεσαι.
Είχε κάτι ξεχωριστό πάνω του που τον έκανε ελκυστικό σε ό,τι έλεγε. Γιατί δεν ήταν μόνο πολυμαθής. Είχε έναν καλλιτεχνικό τρόπο να εκφράζεται και να αφηγείται, που σε έκανε να προσηλώνεσαι και να τον παρακολουθείς προσεκτικά για να μην χάσεις τίποτα από αυτά που σου μεταφέρει.
Κάποτε που βρεθήκαμε οι δυο μας του έδειξα ένα πολύ μικρό κείμενο που είχα γράψει και όταν το διάβασε μου είπε «Γράψε κάτι παραπάνω, καημένε!» με αυστηρό ύφος, χωρίς να χάνει κάτι από την ευγένειά του. Μα την επόμενη βδομάδα μου είπε ότι ξαναδιάβασε το κείμενο και του άρεσε, πως έστεκε και στο εξής να μην ρωτάω του άλλους αν τους αρέσει αλλά να κάνω και να γράφω αυτό που εμένα μου γουστάρει, ενώ χτύπαγε με ύφος αγέρωχο το χέρι του πάνω στο τραπέζι.
Ήταν δάσκαλος με όλη τη σημασία της λέξης. Δεν ήταν μόνο ποιητής, γιατί θαρρώ είχε μια τέτοια συγκρότηση που τον έβαζε στην πρώτη γραμμή της πνευματικής πρωτοπορίας, ακόμη και της πιο σύγχρονης εποχής στις μέρες μας.
Ο Λουκάς έφυγε τον Μάη του 2019 κι άφησε πίσω του πλούσιο λογοτεχνικό έργο. Διαβάζω και δεν ξεχνώ «Το βουνό» του και βλέπω στο κείμενο «Ένα ελάφι στον Παρνασσό» την ψυχή του ποιητή να φτερουγίζει στα βουνά και στα λαγκάδια, τον δάσκαλο που συνεχίζει να τραγουδά και πάντα να διδάσκει.
Το μήνυμα δεν έρχεται μόνο σαν ένα καλλιτεχνικό γεγονός, είναι μήνυμα που μας ενώνει με την μήτρα την ίδια που μας έχει γεννήσει. Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού φαίνεται ο τεχνίτης του λόγου, που ξέρει την πέτρα του να σμιλεύει.