Ο γιατρός Αλιφέρης επανήλθε στη γενέτειρά του, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ήταν παντρεμένος με μια πρωτευουσιάνα που είχε δεχθεί να τον ακολουθήσει στην επαρχία. Μαζί της είχε αποκτήσει ήδη δύο παιδιά. Η επάνοδός του τότε, για την τοπική κοινωνία ήταν ένα σημαντικό γεγονός κι ας είχε γίνει κάπως καθυστερημένα.
Στη μικρή κωμόπολη είχε προηγηθεί η εγκατάσταση δυο παλαιότερων γιατρών. Η παρουσία και η προσφορά ενός εξ αυτών ήταν αναγνωρισμένη στην ευρύτερη περιοχή και ακόμη πιο πέρα σε όλη την επαρχία, πριν ακόμη ο Αλιφέρης ανοίξει το ιατρείο του.
Ο νέος γιατρός όμως διέθετε την ιδιαιτερότητα να είναι ο πρώτος εντόπιος γόνος, πάππου προς πάππου της περιοχής, τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα. Είχε τολμήσει να ξεπεράσει τις όποιες δυσκολίες και να επανεγκατασταθεί στην πατρίδα του.
Ήταν ένα χωριατόπουλο που κατόρθωσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, εκείνα τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια. Αργότερα υπήρξε εργαζόμενος στο νοσοκομείο λοιμωδών της πρωτεύουσας, όπου απέκτησε εμπειρία και γνώση. Τότε αποφάσισε οριστικά να ασκήσει το επάγγελμά του, υπηρετώντας οικειοθελώς στον γενέθλιο τόπο του.
Όντας μαθητής εγώ, τον γνώρισα από κοντά, ως καθηγητή, να μας διδάσκει στο Γυμνάσιο υγιεινή ή βιολογία ή κάποιο άλλο σχετικό μάθημα, που τώρα δεν θυμάμαι, διότι μιλάμε πλέον για τη μακρινή εκείνη εποχή, την προ πεντηκονταετίας.
Αλλά, πάντα μένει ανεξίτηλη στο μυαλό μου η ανάμνηση, όταν μας επισκέφθηκε στο σπίτι μας, ενώ ήμουν μαθητής, κλινήρης από σοβαρή γρίπη. Αμέσως διέγνωσε με επιτυχία την ασθένεια και συνέστησε την ενδεδειγμένη θεραπεία. Στη μνήμη μου έχει αποτυπωθεί το αίσθημα ασφάλειας, η οικειότητα και η ζεστασιά που μετέδιδε η επικοινωνία και η απλή επαφή μαζί του.
Ύστερα, επειδή έλειπα από το τόπο μας, επακολούθησε σχεδόν μια εικοσαετία που τυχαία τον συναντούσα και αυτό συνέβαινε μόνο στις καλοκαιρινές διακοπές, όταν ανταλλάσσαμε κάποιο χαιρετισμό μικρής διάρκειας, με αμοιβαία συμπάθεια, πάντα.
Είχα μείνει με την παλιά μου εντύπωση γι’ αυτόν, που ήταν στέρεα, μέχρι που κάποτε τον συνάντησα στο δρόμο και τότε πρωτοκατάλαβα ότι κάτι είχε αλλάξει στην γνώριμη συμπεριφορά του και εμφάνιση. Ήταν κάτι το αδιόρατο και φευγαλέο στο βλέμμα του, που αντιστοιχούσε και σε κάποια ίσως του μυαλού του αμφισημία.
Αλλά τι είχε συμβεί που τον έκανε να αλλάξει; αναρωτήθηκα.
Δεν άργησα να μάθω ότι αυτός, ο κατά γενική ομολογία εξαίρετος γιατρός, σε κάποιο στάδιο του βίου του, εξαιτίας δικής του ψυχολογικής ανασφάλειας και άγχους, έστελνε τους ασθενείς του, μικρούς, μεγάλους, λίγο ή βαριά πάσχοντες, για την οποιαδήποτε ασθένεια, προς εξέταση στο νοσοκομείο των Πατρών.
Έχει περάσει πια μισός αιώνας από κείνη την εποχή χωρίς να ασχοληθώ περισσότερο με γεγονότα εκείνης της περιόδου και χωρίς να έχω ποτέ δώσει κάποια βαθύτερη εξήγηση για τη συμπεριφορά του γιατρού και τους λόγους που τον ώθησαν σε κάποια αστάθεια της προσωπικότητάς του, όπως οι φήμες έλεγαν.
Έτσι προσπάθησα τελευταία να ενημερωθώ από δικό του συγγενικό πρόσωπο. Έμαθα λοιπόν, ότι ένα πρωί φθινοπώρου του κτύπησε την πόρτα του ιατρείου ένας ξωμάχος από τα ορεινά της περιοχής, που έφτασε στην κωμόπολη με αγοραίο αυτοκίνητο, στο οποίο μετέφερε την θυγατέρα του, μία πανέμορφη κοπέλα, που έκειτο ξέπνοη, χλωμή σαν πεθαμένη.
Αυτός τη σφυγμομέτρησε, πήρε τη θερμοκρασία και αμέσως κατέληξε, χωρίς να το ανακοινώσει, σε ενδεχόμενο τυφοειδή πυρετό, αλλά και με μικρότερη πιθανότητα σε εκδοχή οξείας γαστρεντερίτιδας. Αλλά με σταθερό ύφος και χωρίς να υψώσει τη φωνή συνέστησε στον χωριάτη τη μεταφορά της ασθενούς στο πλησιέστερο νοσοκομείο για την αναγκαία περίθαλψη ή αλλιώς την επανεξέταση αυτής από τον ίδιο την ακριβώς επομένη ημέρα.
Ήξερε μέσα του από εμπειρία ότι οι χωριάτες, αλλά και οι κάτοικοι της κωμόπολης θα έπρεπε να φτάσουν στο απροχώρητο για να επισκεφτούν το γιατρό και ακόμη περισσότερο να οδηγηθούν σε κάποιο νοσοκομείο και ότι προτιμούσαν μόνοι τους να γιατρευτούν, πίνοντας ζεστά τσάγια ή δικής τους έμπνευσης μαντζούνια και γιατρικά.
Φεύ, ο πατέρας εκείνος για άλλη μια φορά καθυστέρησε και αντί να ακούσει τις συμβουλές του θεράποντος ιατρού κράτησε την κόρη τρεις μέρες ακόμη χωρίς να τη μεταφέρει στο νοσοκομείο, ενώ αυτή σιγοπέθαινε στο κρεβάτι με πόνους και επιθανάτιο ρόγχο.
Έτσι τελικά η κοπέλα πέθανε και χωρίς να κλείσουν οι πληγές, προ της παρέλευσης του σαρανταημέρου και των άλλων μεταθανάτιων τελετών, κάποιοι «έξυπνοι» συνέστησαν στον κουτό χωριάτη να μηνύσει δικαστικά τον γιατρό και να ζητήσει χρηματική αποζημίωση.
Και η μήνυση έγινε μεσούσης της χουντικής περιόδου. Και ανέλαβε να τη «διεκπεραιώσει» διαδικαστικά ο τότε διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος, που δεν λησμονούσε με την ευκαιρία αυτή να καλεί τακτικά την «φανταχτερή» σύζυγο του γιατρού στο Αστυνομικό Τμήμα και να της υπόσχεται υποστήριξη και γενικότερα συμπαράσταση και κάθε προστασία, ερήμην του ατυχούς συζύγου της.
Η υπόθεση αυτή δεν έφτασε ποτέ στην καταδίκη του γιατρού, αφού απαλλάχτηκε κάποτε από κάθε κατηγορία. Του φόρτωσε όμως ένα δυσβάστακτο ψυχικό πρόβλημα ενοχών. Τέτοιο που στη συνέχεια του ιατρικού του βίου αμφέβαλε και ο ίδιος για τις ιατρικές του γνωματεύσεις και ικανότητες.
Μετά το μοιραίο αυτό «λάθος», ο ίδιος ο Αλιφέρης καταδίκασε τον εαυτό του, ανεξάρτητα από την έκβαση της δικαστικής του υπόθεσης και πλέον άρχισε, αποποιούμενος την ευθύνη σε κάθε περίσταση, να συνιστά ανυπερθέτως τη μετακίνηση των ασθενών του στο κοντινότερο νοσοκομείο της περιφέρειας, ακόμη και στις πιο συνηθισμένες ασθένειες σε έκταση ή βαθμό.
Οι συντοπίτες του δεν έχασαν ευκαιρία και άρχισαν, ξεχνώντας την πολυσχιδή ιατρική δράση και προσφορά του, να τον αντιμετωπίζουν ολοένα και πιο σκωπτικά και κάποτε με κρυφούς γέλωτες έλεγαν πως αυτός χρειάζεται επειγόντως έναν άλλο γιατρό.