Η υγρασία απλωνόταν ολόγυρα και ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Το σκοτεινό πέπλο έπεφτε γύρω και βάραινε το νου, και οι λιγοστοί διαβάτες βιαστικοί αποζητούσαν τη θαλπωρή των σπιτιών τους.
Είχε πια σκοτεινιάσει και ο Ν., με ψώνια στα χέρια, έφευγε από το σουπερ μάρκετ της γειτονιάς του.
Στο δρόμο του συνάντησε κάποιον που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν έως 25 ετών, ψηλός με σκουροκίτρινο δέρμα, μαλλιά μαύρα, φορούσε χακί μπουφάν, κουβαλούσε ένα ταλαιπωρημένο σακίδιο και στο πλάι του έσερνε ένα ποδήλατο.
Ήταν ένα άγνωστο πρόσωπο. Δεν το είχε ξαναδεί στην περιοχή του, κι όταν ο ξένος κοντοστάθηκε με σκοπό να του απευθύνει το λόγο, του δημιούργησε στην αρχή έναν περίεργο φόβο.
«Ξέρω, είναι ντροπή που ζητάω…», είπε σιγά ο άγνωστος, σε σπαστά ελληνικά. Και συμπλήρωσε σε χαμηλότερο τόνο: «Πεινάω!»,.
Ο ήχος της φωνής, το βλέμμα, η στάση του σώματος του ξένου ήταν που κατεύνασαν την ανησυχία του Ν. και τον έκαναν να πάψει να φοβάται.
Τον ρώτησε μόνο από πού ήταν και εκείνος απάντησε: «Από το Αφγανιστάν», χαμηλώνοντας τα μάτια του προς το έδαφος. Τότε ο Ν. έβγαλε και του έδωσε ό, τι ψιλά είχε στην τσέπη του, ένα σχεδόν ασήμαντο ποσό.
Ο ξένος απομακρύνθηκε και ο Ν. έμεινε μόνος του με τις σκέψεις του, που τον ακολούθησαν μέχρι το σπίτι και αργότερα στο γραφείο, στη δουλειά του.
Του φαινόταν ανεξήγητο το γεγονός αυτής της χειρονομίας του. Γιατί στο παρελθόν είχε επίμονα αρνηθεί τέτοιες ενέργειες, υποστηρίζοντας κάποιες σχετικές κοινωνιολογικές θεωρίες.
Πόσες φορές αρνήθηκε να δώσει κάποιο νόμισμα σε χέρια ανάπηρα και σώματα στρεβλά με πρόσωπα παραμορφωμένα, που ζητούσαν βοήθεια, αναρωτήθηκε.
«Έμεινα επτά ολόκληρα χρόνια στα ψυχιατρεία! Πάρτε ένα στυλό!», εκλιπαρούσε κάποιος τις προάλλες μες στο μετρό, θυμήθηκε.
Όμως, αισθανόταν κάποιο κενό. Στον Αφγανό επαίτη θα μπορούσε να έχει δώσει περισσότερα χρήματα, ακόμη και κάποια ψώνια που κράταγε, σκέφτηκε.
Μετά φαντάστηκε ότι αυτός που του ζήτησε τώρα τη βοήθειά του, ίσως να ήταν κάποιο πρόσωπο με κοινωνική θέση που ξέπεσε στην χώρα του, από γεγονότα ενός εμφύλιου πόλεμου κι ότι οι συγγενείς του δεν μπορούσαν να του στείλουν βοήθεια. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να έχει έλθει σε σύγκρουση με το καθεστώς στην πατρίδα του, σκέφτηκε, και να βρίσκεται εδώ σαν πρόσφυγας, μπορεί να διώκεται και να έχει ζητήσει την προστασία ασύλου.
Ήταν όμως πια αργά και δεν μπορούσε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες.
Ύστερα, ήρθε στη μνήμη του ένας Αλβανός στρατιώτης πεινασμένος και ρακένδυτος, που βρέθηκε έξω από το σπίτι του, τον πρώτο χρόνο που τα ανατολικά καθεστώτα κατέρρευσαν. Εκείνου του έδωσε και μάλιστα χωρίς να του το ζητήσει, ό, τι παλιά ρούχα είχε στην ντουλάπα του και λίγα χρήματα.
Ενώ, αντιθέτως, είχε αρνηθεί κάποτε τη βοήθεια σε ένα συντοπίτη του, που είχε καταδικαστεί για ακάλυπτες επιταγές. Δεν του έδωσε δανεικά χρήματα. «Για την ψυχή της κυρά Αγγελικής!», της μάνας του είχε ζητήσει αυτή τη χάρη. Καμιά δύναμη δεν βρέθηκε τότε να ανατρέψει την αρνητική του διάθεση.
Απανωτά ερωτήματα έρχονταν στο μυαλό του αλλά καμιά πειστική απάντηση δεν έβρισκε να δικαιολογήσει στον ιδανικό εαυτό του τις αλληλοσυγκρουόμενες μέσα του προσταγές.
Ένιωθε ότι κάτι τον ταύτιζε ψυχικά με τον ξένο που συνάντησε τυχαία, ότι υπήρχε κάτι κοινό μεταξύ τους, που ξύπνησε μέσα του. Έφερε ενεργά στην επιφάνεια δικά του βιώματα από γεγονότα που απαξίωναν το πρόσωπο και τα συναισθήματά του.
Και προχωρώντας βαθύτερα σκέφτηκε μήπως κι ο ίδιος ήταν ένα είδος μετανάστη που αδυνατεί να ξαναγυρίσει στον τόπο του.
Αργότερα, άρχισε ν’ αναρωτιέται μήπως αυτός ο ξένος ήταν ένα πρόσωπο διαφορετικό από αυτό που φαντάστηκε. Έβλεπε ότι η χειρονομία του μπορεί να ήταν μια αφελής αντίδραση μπροστά στην πειστικότητα ενός επαγγελματία ζητιάνου.
Κι ακόμη, αμφέβαλε αν αυτή η συνάντηση πράγματι είχε γίνει, καθώς η θύμηση αυτού του γεγονότος ολοένα και έσβηνε στην υγρή εικόνα του τοπίου εκείνης της νύχτας.