Δεν είχε ακούσει τίποτα από όσα είπε ο ομιλητής, το πιθανότερο γιατί τα θεωρούσε συνηθισμένα λόγια «ειδικών», τα οποία είχαν γι’ αυτόν μια αμφίβολη πρακτική σημασία. Κι ο «ειδικός», ένας ψυχίατρος, μιλούσε διαδικτυακά για την παιδική ηλικία και τον παρακολουθούσε η νηπιαγωγός συμβία του και κάποτε αναγκαστικά κι αυτός, λόγω στενότητας των χώρων της οικίας.
Ήταν αναπαυτικά ξαπλωμένος στην πολυθρόνα κι ο νους του βρέθηκε σ’ ένα κήπο με ρολογιές κι ηλιοτρόπια, ταξιδεύοντας στη δική του παιδική ηλικία. Δεν είχε πάει στον νηπιαγωγείο, γιατί δεν λειτουργούσε τότε ο θεσμός. Αλλά αυτός ένιωθε ότι είχε πάρει από μια μυστική δύναμη το προνόμιο να είναι πάντα μαθητής, σαν να ήταν εξαρχής έτσι γεννημένος.
Νοερά ξαναζούσε τη ζωή στο πατρικό του σπίτι. Ήταν ένα σπίτι διώροφο, πλίθινο. Δίπλα σε μια σκάλα ξύλινη, που έτριζε, όταν κάποιος ανέβαινε ή κατέβαινε, υπήρχε το δωμάτιο του παππού.
Ο παππούς τούς κρατούσε συντροφιά, σ’ αυτόν και στην αδελφή του, τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες, όταν οι γονείς τους έβγαιναν έξω για διασκέδαση. Κάθονταν γύρω από το μαγκάλι κι εκείνος έλεγε παλιές ιστορίες και παραμύθια.
Αργότερα πέθανε ο παππούς και το δωμάτιο αυτό έγινε ο τόπος της δικής του ψυχαγωγίας. Ήταν ο χώρος που έπαιζε. Από το εξωτερικό παράθυρο έβλεπε τον κατάφυτο κήπο του γειτονικού σπιτιού, όπου έμενε η μικρή του φίλη, η Μαρία, που μαζί της έπαιζε ώρες ατέλειωτες.
Τότε, δεν ήξερε ακόμη να διαβάζει. Κρατούσε τα βιβλία στα χέρια του και παράσταινε πως ξέρει. Είχε απομνημονεύσει τα κείμενα και τα απάγγελε σαν ποιήματα. Ποιον παράσταινε και τι έκφραζε αυτή του η συμπεριφορά; Εξακολουθεί να είναι μια απορία μέσα του.
Ένα χρόνο πριν πάει κανονικά στο δημοτικό σχολείο, πήγαινε και στεκόταν έξω από το παράθυρο μιας τάξης του δημοτικού σχολείου και άκουγε τον δάσκαλο που δίδασκε στα μεγαλύτερα απ’ αυτόν παιδιά.
Το σχολείο δεν ήταν μακριά από το σπίτι, ήταν στο διπλανό οικοδομικό τετράγωνο, αλλά οι αποστάσεις τότε του φαίνονταν τεράστιες. Διέσχιζε τον κήπο του σπιτιού για να φτάσει στο σχολείο. Το πιο οικείο γι’ αυτόν σημείο ήταν η μουριά και η συκιά στην άκρη της αυλής τους. Τα μεσημέρια του έλεγαν να μην κάθεται κάτω από τη συκιά γιατί είναι βαρύς ο ίσκιος της. Τότε δεν υπήρχε περίφραξη και τα παιδιά του σχολείου στα διαλείμματα σκαρφάλωναν πάνω στη μουριά ή κατέβαζαν κλάρες της στο έδαφος, τρώγοντας τους ζουμερούς και βαθυκόκκινους καρπούς της. Ο κήπος του σπιτιού ήταν γεμάτος αγριόχορτα. Αυτός, φοβόταν τα φίδια και τα άλλα ερπετά που κυκλοφορούσαν. Στη μέση του κήπου υπήρχε το αχούρι, ένα πλίθινο κτίσμα μέσα από το οποίο αναδυόταν μια δροσιά το καλοκαίρι. Στον τοίχο υπήρχε μια σιδερένια διχάλα που παλιότερα έδεναν άλογα ή γαϊδούρια.
Μετά, το μυαλό του κατακλύσθηκε από εικόνες του σχολείου. Ήταν ένα ισόγειο, μακρόστενο κτίριο, κτισμένο με πέτρες, με τεράστια παράθυρα και πόρτες, μόλις τριακόσια βήματα από το σπίτι, αλλά φάνταζε σαν επίσκεψη σε άλλη άγνωστη περιοχή.
Ένας ηλικιωμένος, με γκρι κουστούμι, κοντά κουρεμένα μαλλιά και ύφος αυστηρό, ήταν ο δάσκαλος, που παραστατικά, με κινήσεις του σώματός του, των χεριών και του κεφαλιού του, μιλούσε στους μαθητές. Ο μικρός παρατηρητής στο παράθυρο βέβαια ούτε καταλάβαινε, αλλά ούτε και θυμάται κάτι από αυτά που τότε είχε ακούσει.
Ο δάσκαλος τον φώναξε και τον έμπασε μέσα στην αίθουσα και ο μικρός παρακολουθούσε καθισμένος σε ένα θρανίο, μόνος, στο βάθος της αίθουσας, χωρίς να κατανοεί και χωρίς να ενσωματώνεται στην ομάδα των άλλων μαθητών. Ήταν ένας αθώος μικρός που κάτι τον έσπρωχνε ενδόμυχα προς τη μάθηση.
Ο κύριος με το γκρίζο κουστούμι, στην αρχή της δεκαετίας του ΄60 δίδασκε ιστορία. Μιλούσε για τη γερμανική κατοχή και τότε αφηγήθηκε στους μαθητές του μια αστεία ιστορία.
Κουνούσε το κεφάλι και το σώμα του, σαν να έπαιζε θέατρο και τους έλεγε: Ένας χωρικός παραπατώντας, πάτησε ένα φτυάρι και το ξύλινο χερούλι τον κτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Τότε, αυτός φώναξε «παραδίνομαι!», νομίζοντας ότι τον κτύπησε με το όπλο του ένας Γερμανός στρατιώτης.
Οι μαθητές γελούσαν και ήταν σαν να έβλεπαν βουβό κινηματογράφο ή κάποια ταινία του Σαρλώ. Κι ο δάσκαλος ήταν πιο αστείος με τις κινήσεις του παρά με το γεγονός που διηγήθηκε της ιστορίας του.
Μετά, οι συνειρμοί του οδηγήθηκαν σε διαφορετική ποιότητα, χωρίς τα χρώματα και τις μυρωδιές του παιδικού κήπου.
Αναρωτήθηκε τι μπορεί να είχε χάσει που δεν πήγε καθόλου στο νηπιαγωγείο. Κι ακόμη, πόσο είχε μετρήσει ο χρόνος της παιδικής του ηλικίας και καθορίσει τη μετέπειτα εξέλιξή του.
Δεν θυμάται κανένα να τον είχε ωθήσει σ΄ αυτήν την κατεύθυνση, να ήταν ο πρώτος του δάσκαλος. Αλλά και δεν ήταν σίγουρος αν μια εσωτερική δύναμη υπήρχε μέσα του εξαρχής, που τον κατεύθυνε μυστικά στην προσχολική του εμπειρία και ζωή.
Τα λόγια της συζύγου του που ακούστηκαν στη συνέχεια: «Το σεμινάριο τέλειωσε, πήγαινε τώρα για ύπνο, θα ξυπνήσεις αύριο πρωί- πρωί», τον επανέφεραν απότομα στο συνηθισμένο χωρόχρονο της σπιτικής καθημερινότητας.