Το δωμάτιο του παππού που είχε πεθάνει, το είχε μετατρέψει σε ένα είδος βιβλιοπωλείου. Στο δωμάτιο αυτό υπήρχε, στον εσωτερικό του πλίθινο τοίχο, ένα ξύλινο συρόμενο παράθυρο, που το έκανε να μοιάζει με θυρίδα περιπτέρου.
Τότε, ήταν πολύ μικρός, κάτω από έξι ετών. Κρεμούσε, σε ένα σχοινί, στον τοίχο περιοδικά και εφημερίδες και παράσταινε τον εφημεριδοπώλη, με αγοραστές τους συγγενείς ή τους επισκέπτες του σπιτιού.
Έτσι είχε την πρώτη του γνωριμία με τους οικονομικούς νόμους της «αγοράς». Τα περιοδικά: «Το Ρομάντζο», «Πάνθεον», η εφημερίδα «Βραδυνή» και τα «Κλασικά Εικονογραφημένα» ήταν τα εμπορεύματά του. Ήταν ένα αγόρι που φορούσε κοντά παντελόνια, αλλά καμωνόταν ότι ήταν μεγαλύτερο από την ηλικία του, χωρίς να μπορεί να διαβάσει και χωρίς να ξέρει τη μαγεία και την κρυφή γοητεία των εμπορευμάτων του.
Κοντά στο σπίτι του ήταν ο πιο παλιός οδοντίατρος. Τον είχαν πάει εκεί γιατί τον πονούσε το δόντι του. Ο γιατρός ήταν ένας πολύ κοντός άνθρωπος, που τον λέγανε Γιάννη Λέπεση. Ήταν χαμογελαστός κι έβαλε τον μικρό να κάτσει σε μια μεγάλη σιδερένια πολυθρόνα, λέγοντάς του: «Καλώς το κουμπαράκι μου! Αποφάσισα όταν παντρευτείς να γίνω κουμπάρος σου….».
Το αγόρι ντράπηκε, γιατί σκέφτηκε ότι κάποιος είχε μαρτυρήσει το μυστικό του. Τις προηγούμενες μέρες είχε ανυποψίαστα ανακοινώσει στη μάνα του ότι θα παντρευόταν μια όμορφη κοπέλα, που πέρναγε κάτω από το σπίτι τους. Ήταν την ίδια ώρα που ο ήλιος έστελνε τις τελευταίες αχτίδες του στις γλάστρες του μπαλκονιού τους και τα γεράνια μάζευαν σιωπηλά τα φύλλα τους.
Μετά ο γιατρός του είπε: «Όλα τα μηχανήματα θα στα χαρίσω όταν σπουδάσεις και γίνεις γιατρός».
Δίπλα στη μεγάλη πολυθρόνα, με τα μεγάλα ξύλινα χερούλια και την τεράστια πλάτη της, ήταν ένα σιδερένιο μηχάνημα, που με αυτό τρόχιζαν τα δόντια. Ο γιατρός πατούσε το πόδι του σε ένα πεντάλ και γύριζε με θόρυβο ο τροχός, όπως η ρόδα του ποδηλάτου. Το ιατρείο είχε έντονη μυρωδιά από γαρυφαλέλαιο και τα χέρια του γιατρού μύριζαν οινόπνευμα.
Ο γιατρός ρωτούσε το «κουμπαράκι» του αν πονάει. Του απόθεσε πάνω στο δόντι του με προσοχή ένα λευκό υλικό, που είχε πλάσει με μεταλλικό κουταλάκι και έκλεισε μια τρυπούλα που του έκανε με τον ποδοκίνητο τροχό.
Και βέβαια ένιωθε φοβισμένο, μα παράσταινε το μεγαλύτερο παιδί που μπορούσε να αντέξει τον πόνο.
Τα πρώτα χρόνια του δημοτικού σχολείου, το παιδί μετακινήθηκε, τις ελεύθερες ώρες του, πιο πέρα από τον εξωτερικό χώρο του σπιτιού. Σε κοντινή απόσταση ήταν το δημαρχείο, ένα διώροφο κτήριο, στο κεντρικό σημείο της κωμόπολης. Η απόσταση αυτή όμως, για τα δικά του μέτρα, φάνταζε τεράστια. Εκεί δούλευε ο πατέρας του.
Άλλα παιδιά, στη δική του ηλικία, δούλευαν βοηθοί σε μπακάλικα, σιδηροπωλεία ή μανάβικα και είχαν άμεση γνώση για το τι σημαίνει δουλειά.
Στο μπαλκόνι του δημαρχείου, από περίοπτη θέα, έβλεπες όλη την κίνηση της αγοράς, τους μπακάληδες, τους ψαράδες και τους μανάβηδες να φωνάζουν για την πραμάτεια τους. Κι οι βοηθοί τους να κουβαλάνε τα ψώνια στα σπίτια των πελατών, τρέχοντας στους λασπωμένους δρόμους.
Την άνοιξη, τα μεσημέρια, έβλεπες απέναντι το ουζοπωλείο, με παρέες, που συνομιλούσαν στον εξωτερικό χώρο, καθισμένους σε ψάθινες καρέκλες στο πεζοδρόμιο, να απολαμβάνουν τα ποτά τους, μασουλώντας λαχανικά ή άγριες πικρόγλυκες αγκινάρες.
Στο εσωτερικό του δημαρχείου υπήρχαν μεγάλες σιδερένιες γραφομηχανές, ξύλινες σφραγίδες και πλήθος χειρόγραφων ή δακτυλογραφημένων χαρτιών. Σε ένα ξεχωριστό γραφείο, από δρύινο σκούρο ξύλο, καθόταν συχνά ο δήμαρχος και συζητούσε με άλλους ή διάβαζε βιβλία κι έγγραφα.
Ένας νέος υπάλληλος, λίγο φαλακρός και με γαμψή μύτη ήταν σκυμμένος προσεκτικά σε ένα τεράστιο βιβλίο και έγραφε με έναν κοντυλοφόρο με πένα, γράμματα μεγάλα, καλλιγραφικά, σαν να ζωγράφιζε. Σταματούσε κάποτε και ρωτούσε τον μεγαλύτερο σε ηλικία υπάλληλο, αν σωστά τα αντέγραψε, από ένα μικρότερο και πολύ τσαλακωμένο βιβλίο με δυσανάγνωστα γράμματα. Τον ρωτούσε ακόμη αν κάποιοι ζουν ή έχουν πεθάνει.
Στο πίσω μέρος του δημαρχείου ήταν μια μεγάλη αίθουσα, σχεδόν σκοτεινή, που στο βάθος της υπήρχε ένας μικρότερος χώρος, ανήλιαγος, με σιδερένια κάγκελα στην πόρτα. Τα παλιότερα χρόνια το κτήριο αυτό ήταν γραφεία της χωροφυλακής και ο κατασκότεινος χώρος ήταν κρατητήριο.
Αργότερα, όταν μεγάλωσε, έμαθε ότι τα χρόνια του εμφυλίου πολλά λέγονταν, για τις κραυγές από τους ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια που γίνονταν εκεί μέσα.
Στη μεγάλη αίθουσα που χρησίμευε για αποθήκη, όλα τα πράγματα ήταν γεμάτα σκόνη. Εκεί, υπήρχε μια σιδερένια σειρήνα της γερμανικής κατοχής, που παλιότερα ειδοποιούσε τους κατοίκους για βομβαρδισμούς. Όταν γύριζες το μοχλό της, έβγαζε ένα παράξενο ήχο, που έμοιαζε με εκκωφαντική στριγκλιά πολλών ανθρώπων.
Πάνω στο δάπεδο υπήρχαν, σε μια άκρη ακουμπισμένα, τα όργανα μουσικής της φιλαρμονικής. Ήταν ταμπούρλα, τρομπέτες, κλαρίνα, κύμβαλα. Και μαζί πιο πέρα στον ίδιο χώρο, ήταν παλιά χαρτιά και έγγραφα και αχρησιμοποίητα εκλογικά ψηφοδέλτια κομμάτων και δημοτικών συνδυασμών, σε στοίβες ριγμένα, που έφτιαχναν έναν ετερόκλητο κι εντελώς ανάκατο διάκοσμο.
Αργότερα, οι πρώιμες αυτές αναζητήσεις φάνταζαν μόνο σαν παιδικά βιώματα και επισκιάζονταν από άλλα αισθήματα, που έρχονταν ορμητικά και ολοένα τον κυριαρχούσαν.
Ήταν ένα πρωινό, 21 Απρίλη του 1967, όταν ήλθε στο Γυμνάσιο, ένας κοντός αξιωματικός της χωροφυλακής, με ξίφος και σιρίτια στα μανίκια της στολής του και με ύφος που έμοιαζε σε αρχιστράτηγο. Διέταξε να κλείσει το σχολείο γιατί έγινε «επανάσταση» και στη συνέχεια οι καθηγητές έδιωξαν τους μαθητές για να πάνε στο σπίτι τους.
Την ίδια μέρα, το δωδεκάχρονο αγόρι είχε καταλάβει καλύτερα όταν είδε να κλαίει μια συμμαθήτριά του, που είχαν συλλάβει τον πατέρα της. Το κτήριο του δημοτικού σχολείου, είχε γίνει χώρος κράτησης των συλληφθέντων. Εκεί, απέξω από το φρουρούμενο κτίριο, είδε απαρηγόρητη όλη την οικογένεια του φυλακισμένου Αυγερινού, που ήταν ο πιο ήσυχος και καλοκάγαθος άνθρωπος της κωμόπολης.
Το μεσημέρι εκείνης της μέρας, από το μπαλκόνι του δημαρχείου, ο μικρός έφηβος, παρατηρούσε τον κόσμο της αγοράς να πηγαινοέρχεται ανήσυχος για τις εξελίξεις που θα έρχονταν στη συνέχεια.
Ταυτόχρονα, ένα άγριο κιρκινέζι έκοβε βόλτες πάνω στον απριλιάτικο ουρανό, έκανε βουτιές στον αέρα, ψάχνοντας για το θύμα του, που θα το έδινε μετά για τροφή στα μικρά του πουλιά.