You are currently viewing     Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: Χρήστου Ντάντου «Τα ψαλιδόνια και άλλα ριψοκίνδυνα σλάλομ», Εκδόσεις Περισπωμένη

    Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: Χρήστου Ντάντου «Τα ψαλιδόνια και άλλα ριψοκίνδυνα σλάλομ», Εκδόσεις Περισπωμένη

                                                                                                                         

               

  Στον δρόμο της παλιάς αγοράς, εκεί που ήταν το κατάστημα του πατέρα του, πρωτοσυνάντησα τον Χρήστο Ντάντο. Τον θυμάμαι παιδί στις μεγαλύτερες τάξεις του δημοτικού σχολείου και δεν ξεχνώ τη σκηνή μπροστά στα σκαλοπάτια, να παίζει κότσι ή μπίλιες με τον άλλο Χρήστο, τον Σπηλιάδη, συνομήλικό του που έφυγε νωρίς από τη ζωή.   

  Αυτή  η εικόνα του είναι που μου ξανάρχεται στο μυαλό,  διαβάζοντας στο βιβλίο του «Τα ψαλιδόνια», στο κείμενο «Η κλώσα», όταν γράφει: «Και μόνο το αλλαγμένο πουκάμισο της παιδικότητας, κρεμασμένο από ανοξείδωτο καρφί στο κενό, θροΐζει δροσερά, καταπραϋντικά, κάθε που επάνω του παγώνει το βλέμμα και κοιτάζω…..».

  Τα χρόνια  της μεταπολίτευσης πρωτοδιάβασα ποιήματά του και άκουσα στην κιθάρα του δικά του τραγούδια, στον κήπο του σπιτιού του ή με παρέα στα γραφεία του πολιτιστικού συλλόγου ή σε παραλία της περιοχής.

  Είναι αλήθεια ότι μέχρι σήμερα, δύσκολα καταλάβαινα τα γραφτά του,  που μου χάριζε πάντα ευγενικά. Αλλά, τα χρόνια που πέρασαν, έκαναν το βιβλίο που κρατάω σήμερα στα χέρια μου, «Τα ψαλιδόνια», που είναι πεζά κείμενα γραμμένα με ποιητικό τρόπο, να μου μιλήσουν ζωηρά στην ψυχή.

    Στο προλογικό του κείμενο ο συγγραφέας μάς μιλάει για την αγωνία του δημιουργού μπροστά στη λευκή σελίδα, για την επιθυμία του να αποτυπώσει στο χαρτί αυτό που αισθάνεται να καταφέρει να το μετατρέψει σε ζωντανό «ψαλιδόνι». Και μας μιλάει για τη σχέση του βαθύτερου εαυτού του καλλιτέχνη με το δημιούργημά του και μέσω αυτού με τον περιβάλλοντα κόσμο, με κάποια απαλή ειρωνική διάθεση και αυτοσαρκασμό «να συγκινήσουν, να συγκινηθούν, να καταπλήξουν τα αλλοπρόσαλλα πλήθη».

  Το αφήγημα «Πηνελόπειο ίδρυμα»  προσπαθεί να μας εισαγάγει στη βαθύτερη έννοια της ψυχικής υπόστασης του δημιουργού και της πολύπλοκης δομής του εσωτερικού του κόσμου, δίνοντας τα μυστικά κλειδιά για την κατανόηση του έργου σε μια διαχρονική οδύσσεια πορεία.

  Τα ψαλιδόνια είναι τα ποιητικά παραμύθια του με αλληγορική σημασία   και ιστορούν την έως τώρα λογοτεχνική παραγωγή του συγγραφέα. Είναι μια ποιητική παρομοίωση που μας παραπέμπει νοσταλγικά στα παιδικά μας χρόνια, στην αθωότητα των συναισθημάτων και στην πηγή, στον αρχικό πηλό της δημιουργίας. «Το εσωτερικό γινόμενο χαρτοψαλιδονιών, σάρκα παλλόμενη μετατρεπόταν και αίμα….».

  Στη συνέχεια μας εκμυστηρεύεται τη μυστική σχέση του με τους μεγάλους δασκάλους: Σολωμό και Καβάφη,  Σκαρίμπα, Σεφέρη,  Εμπειρίκο, κ.α ,  και τον θαυμασμό του σ΄ αυτούς.

  Στη δασκαλομάνα παρομοιάζει τον δημιουργό και τη βασανιστική προσπάθεια να διαμορφώσει το προσωπικό του ύφος, με τη μάνα που ζυμώνει το ψωμί.

  Σταδιακά και με εκλεπτυσμένη μαεστρία μας εισαγάγει στο κυρίως θέμα, στη μέθεξη των βιωμάτων και συναισθημάτων, στην καλλιτεχνική δημιουργία. Οι πιστοί όμως είναι ελάχιστοι και τότε ισχύει: «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μοι τη θύρα». Κάθε κείμενο ενώνεται με το επόμενο και αποτελεί στάδιο της ίδιας διαδικασίας. Κάθε λέξη έχει ιδιαίτερο νόημα σε συνδυασμό αρμονικό και σε μουσική συνήχηση με το συνολικό ανάγλυφο των  λέξεων.

    Όποιος κατανοήσει τα επόμενα κείμενα θα αισθανθεί ότι ανέβηκε με κόπο στην ψηλή κορυφή και γύρω του αντικρίζει ένα παρθένο έδαφος. Η ατμόσφαιρα πια είναι ονειρική και ο δημιουργός του παίζοντας και περιγελώντας, ως το τέλος, ανατρέπει, στο εργαστήριο του μέσα, το δημιούργημά του και τον ίδιο του τον εαυτό.

    Το αποκορύφωμα είναι το Λατομείο. Εκεί κατασκευάζει από την αρχή τον κόσμο ως δημιουργός. Και ο τεχνίτης αγωνίζεται για το δημιούργημά του. Αγωνιά γι’ αυτό αλλά και περιγελά το έργο του,  ανατρεπτικός και πάντα οργισμένος νεαρός.

   Στα αφηγήματά του ξανακτίζει ναό στον δικό του θεό και μας καλεί σε μυστική επικοινωνία. Τα ερωτικά σύμβολα διαχέονται σε όλο το έργο, με τιμητική θέση στο «Λιώμα».

   Η γραφολεμονιά είναι η καταβύθιση σε πιο βαθιά υπαρξιακά νερά του συγγραφέα, που το σκοτεινό στοιχείο ολοένα κερδίζει έδαφος και το βίωμα του καλλιτέχνη έπαψε να αποτελεί πρώτη ύλη από πηλό. Είναι η βιογραφία πια το ίδιο το κείμενο, που για να το καταλάβεις και να επικοινωνήσεις μαζί του θα πρέπει να έχεις συμμετοχή σε όλα τα προηγούμενα έργα του ποιητή.

   Εκεί, στο βιβλίο του συναντάς κάτι από το απώτερο μέλλον, με το όνειρο και το όραμά του συμπυκνωμένο πια, χωρίς περιττά στολίδια και  εκπέμπεται φως από το μεγαλείο του πιο μικρού σημείου του προσωπικού του σύμπαντος.

   Ο Ντάντος είναι πρωτίστως ποιητής, ακόμη και όταν γράφει πεζά κείμενα. Το ύφος των κειμένων του είναι εξαιρετικά δουλεμένο και επεξεργασμένο αριστοτεχνικά, με πάθος για την τελειότητα.

   Τα κείμενά του ξεχωρίζουν με τον λιτό τρόπο έκφρασης και τη σοφία που κρύβουν˙ συμπυκνωμένα και μεστά μας μιλούν για τον βαθύτερο εαυτό  και την ανάγκη του να εκφραστεί, αλλά, ποτέ δεν χάνουν την αγνότητα και την  λεπτεπίλεπτη ευαισθησία. Έτσι ακριβώς όπως περιγράφεται στο αφήγημα «Κατοικίδιο»:

  – Δεν βαριέσαι, κατέληξα, ας μην ωριμάσω ποτέ. Ας μην αποκτήσω ποτέ τα σκληρά χαρακτηριστικά επιτυχημένης επιβίωσης…… Και ό,τι πλήρωσα (και ακόμη πληρώνω) σε νόμισμα γενικής ασυνεννοησίας – άρα και θανάσιμης μοναξιάς, χαλάλι της, χαλάλι.

                                                                         

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.