Στις είκοσι μία ιστορίες του βιβλίου οι αλήθειες άλλοτε λυτρώνουν κι άλλοτε συντρίβουν. Τα παιδικά μάτια γίνονται ενήλικα, για να μπορέσουν να καταλάβουν, ενώ τα ενήλικα επιστρέφουν στην πρώτη αθωότητα, για να ξορκίσουν το τραύμα. Τα ζώα, έντομα, πουλιά και αιλουροειδή, μεσολαβούν, θεραπεύουν ή συντροφεύουν αόρατα. Σαν μικροί θεοί. Κι όταν δεν υπάρχουν ζώα, είναι ο άνθρωπος που παίρνει τη θέση τους: κυνηγός ή θήραμα, λαβωμένος ή έτοιμος να γευτεί τις ομορφότερες νύχτες.
«Σκέφτομαι πως, όταν ο παππούς δεν φοράει τη μασέλα του, είναι τόσο γλυκός. Αθώος. Κρίμα να ξέρω την ιστορία για το τσεκούρι. Τώρα τελευταία πέσανε και τα δόντια του γιου του, πράγμα που τον κάνει να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο είναι. Σουφρώνει τα χείλη προς τα μέσα και μιλάει σαν ψευδός. Είναι τόσο γλυκός. Αθώος. Κρίμα να ξέρω την ιστορία για το τσεκούρι».
«Μεταξοσκώληκες»