Βόας
Το ήθελε πολύ αυτό το παιδί η Παγώνα. Χρόνια παιδευόταν να πιάσει ο σπόρος του Γιάννου. Αλλά τίποτα. « Βρε λες να είναι τζούφιος;» έλεγε η μάνα της. «Τον έχουμε για μανάρι τόσο καιρό, κι αυτός θα μας το φάει το βιος.»
«Όχι μάνα, ο Γιάννος είναι εντάξει» χύθηκε να την φάει η Παγώνα που έλιωνε σαν άκουγε το όνομά του. «Και πού το ξέρεις μαρή, τόσο καιρό είστε στεφανωμένοι, αλλά τίποτα…Μπας κι είσαι στέρφα; Ααααχ! Αυτό θα ‘ναι…
Με τη σκέψη αυτή άρχισε τώρα να μαραζώνει. Η πίστη της γυναίκας κλονίστηκε, παρότι την έταξε η γερόντισσα σε όλους τους αγίους που ήξερε. Στα τελευταία άρχισε να κουβαλάει ό,τι ματζούνια και βότανα, της έδιναν, γιατί ήτανε, λέει ένα κι ένα για γκαστριά.
Ως την Εύβοια έφτασε. Ήταν εκεί ένας πρακτικός, που θεράπευε όλες τις ασθένειες. Από δέντρα μέχρι άλογα και ζωντανά θεράπευε. Οι χωριανοί τον φώναζαν, άμα αρρώσταινε κάνας γάιδαρος ή ήταν στην ώρα της να γεννήσει η κατσίκα τους στο στάβλο. Αυτός πήγαινε με το φορτηγό. Όλα τα κατάφερνε , χωρίς δυσκολία. Γυρνοβολούσε κοντά στα Στύρα, άλλοτε τον έβλεπαν να μπαινοβγαίνει σ’ ένα δρακόσπιτο, και κάθονταν εκεί με τις ώρες, ένα πράγμα μυστήριο. Στην αυλή του σπιτιού του γύρω γύρω έβρισκες λογιού λογιού δεμάτια με βότανα.
«Αυτό εδώ, κάνει για τη θυγατέρα σου. Να το βράσεις και να το πιει, το πρωί. Ενάμιση μήνα, ένα φλυτζανάκι του καφέ κι άμα σου τελειώσει να ξαναρθείς. Έχω έτοιμο κιόλα, αλλά είναι για παραγγελία.»
«Από αυτό το μαυροζούμι θα βγει παιδί», είπε με τον νου της η μάνα και γύρισε σπίτι.
Η Παγώνα χάρηκε, προσωρινά όμως, γιατί ενώ όλα έδειχναν ότι πήγαιναν καλά και το βοτάνι είχε κάνει κιόλας τη δουλειά του, σε λίγες εβδομάδες την έπιασαν κάτι πόνοι, που έγινε η κοιλιά της πέτρα και ένα πράγμα ξεκόλλησε από μέσα της.
«Εμ, άντρα με τα μάγια και παιδί με το βοτάνι προκοπή δεν κάνει», έλεγαν όλες οι γειτόνισσες, που έβλεπαν την πίκρα ζωγραφισμένη τώρα στα πρόσωπα των δύο γυναικών.
«Δώστε του το πανί να φύγει, γιατί άλλη προκοπή δεν κάνει.»
Μόνο η Πόπη, η γειτόνισσα της, που ήταν λίγο διαβασμένη και είχε γεννήσει τρίδυμα στον καλύτερο γιατρό των Αθηνών στάθηκε μια μέρα πίσω απ’ το συρματόπλεγμα πού χώριζε τα δυο οικόπεδα και τους είπε με ύφος, εκειδά που κουβέντιαζαν ο Γιάννος με την Παγώνα , κάτω από την κληματαριά: «Μα τόσο μαλάκες είστε, που κάθεστε και ακούτε τον ένα και τον άλλο; Πάρε τη γυναίκα σου, ρε άνθρωπε, και πήγαινε την στην τάδε διεύθυνση. Κι αν δεν τρέχεις σ’ ένα χρόνο για πάνες και για ζιπουνάκια, εμένα να μου κοπεί η γλώσσα και να μη με λένε Πόπη.»
Τρεις φορές επισκέφτηκαν τον γιατρό. Μια βιταμίνη έλειπε της Παγώνας κι άρχισε να φουσκώνει πάλι η κοιλιά της. Στους εννιά μήνες ακούστηκε το κλάμα του μωρού.
«Αγόρι, είπε ο γιατρός. Εσείς δεν κάνατε παιδί. Βόα, κάνατε. Τέσσερα τριακόσια το βάρος του.»
Όμως τώρα πια δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο την Παγώνα. Είχε κανάτια γάλα να το μεγαλώσει. Προτού αρχίσει, τα βυζιά της έσταζαν κιόλας γάλα, κάθε φορά που ερχόταν η ώρα να το βυζάξει. Κοίταζε το μωρό της , μες τα μάτια. Κι αυτό γινόταν θεριό να τη φάει.