You are currently viewing Άννα Πετρίδου:  Με το κερί και το λιβανιστήρι.

Άννα Πετρίδου:  Με το κερί και το λιβανιστήρι.

Το σπίτι μύριζε λιβάνι. Η Κατίνα στεκόταν ώρες ολόκληρες μ’ ένα κερί αναμμένο μπροστά στην εικόνα.

– Κάνε, Παναγιά μου το θαύμα σου. Να, εδώ το έχω…

και κούναγε  τον καρπό της με το λαχείο στη χούφτα.

Το σταύρωνε και το ξανασταύρωνε…

Σταύρωνε και το κεφάλι  της Φιλιώς με αυτό πολλές πολλές φορές…

Σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών της, τέντωνε το χέρι της και το έβαζε στο εικονοστάσι, ανάμεσα στις εικόνες των αγίων.

-Άντε βρε μάνα, που τα πιστεύεις αυτά, έλεγε η κόρη της η Φιλιώ που ήταν ασθενική και λιγάκι κούτσαυλη.

-Όσες τρίχες στα μαλλιά σου τόσα κέρδη να μας φέρει και απίθωνε το λαχείο στα εικονίσματα.

-Πώς να παντρέψω τη Φιλιώ μου; μονολογούσε όταν έμενε μονάχη της .

– Όλοι οι άγιοι καλοί είναι. Κάποιος θ’ ακούσει την προσευχή μου. Το’ χω προαίσθημα.

Μια μέρα έβαλε στο σπίτι μια τσιγγάνα που της έπλασε μια ιστορία, ότι τάχα μου ένα κακό μάτι έχει το σπίτι και το κορίτσι, και  ξέρει αυτή ένα ξόρκι που θα μεταμόρφωνε σε νεράιδα την θυγατέρα της.

Έκατσε η Γύφτισσα οκλαδόν στην αυλή, σκέπασε και τα κανιά της και άρχισε να λέει κάτι ακαταλαβίστικα…

Το Κατινιώ στεκόταν αποσβολωμένη κι άκουγε τις ασυναρτησίες της τσιγγάνας.

-Φέρε ότι λεφτά έχεις, της είπε. Δεν ξορκίζεται έτσι το κακό…

Η Κατίνα έφερε ένα μάτσο χαρτονομίσματα απ’ αυτά που έφερνε ο Τάκης, o γιος της  απ’ τις λαϊκές.

Τα  φύλαγε για μια ώρα ανάγκης. Να, σαν κι αυτή εδώ, καλή ώρα.

Η Γύφτισσα μόλις πήρε τα χαρτονομίσματα  στα χέρια άρχισε να τα φυσάει και να τα κουνάει στον αέρα. Σήκωνε και τα φουστάνια της και έχωνε ότι μπορούσε στις βράκες της.

Η Κατίνα κόντευε να λιποθυμήσει απ’ την έκσταση.

Η τσιγγάνα  έπιανε μια μυρωδιά στον αέρα όση ώρα κρατούσε ο ξορκισμός .

 -Παναγιά μου, ξεφώνισε η Κατίνα βλέποντας τη γύφτισσα να μυρίζει συνέχεια γύρω της, όπως ο  σκύλος της Παναγιώτας της γειτόνισσας .

-Το φαί …θα μου καεί το φαί.

Τότε,  σταμάτησε τη λειτουργία με την τσιγγάνα.

Μάζεψε ότι χρήματα είχαν μείνει στα χέρια της, και δείχνοντας την πόρτα, την έδιωξε κακήν κακώς.

-Άμ, εσύ δεν ήρθες για καλό, μονολογούσε . Θα μου καεί το φαί και ποιος τον ακούει τον άντρα μου τον Γιώργη που θα’ ρθει απ’ το χωράφι.

Ώσπου να μπει μέσα στην κουζίνα, το δωμάτιο είχε γεμίσει καπνούς …

-Θα μας κάψεις ζωντανούς, βρε γυναίκα! ακούστηκε η φωνή του Γιώργη που όρμησε απ’ την πόρτα σαν ταύρος.

-Άνοιξε την εξώπορτα και τα παράθυρα να ξεμυρίσει.

Δεν κάθεσαι άλλο εδώ …Μάζεψε τα, να πας στο καλύβι να μείνεις, στο κτήμα…Πάρε και τη Φιλιώ να ησυχάσουμε από σας. 

Η Κατίνα στεκόταν στην πόρτα της καλύβας με το λιβανιστήρι στο χέρι και μουρμούριζε.

 Καθόταν με τις ώρες όταν έβγαινε καινούριο φεγγάρι και το κοίταγε.

Έτριβε τη βέρα της και έλεγε από μέσα της ένα δικό της ξόρκι. Νόμιζε ότι ο Θεός βρέχει λίρες, και θα γέμιζε το πουγκί της φλουριά και νομίσματα, ώσπου να γίνει πανσέληνος.

-Θα φτιάξουμε μια βίλα για τη Φιλιώ μας και θα καλοπαντρευτεί το κορίτσι μου… Όλα θα γίνουν, όλα…με την ώρα τους.

 

 

Βιογραφικό
 
Η Άννα Πετρίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966.  Εργάζεται ως εκπαιδευτικός  στα σχολεία της Ηλιούπολης.  Έχει γράψει παραμύθια, πεζά κείμενα, ποιήματα, έμμετρα και σε ελεύθερο στίχο, τάνκα, χαϊκού, γνωμικά, παραβολές, εκπαιδευτικά σενάρια κ.ά. τα οποία αναρτά κατά καιρούς στο διαδίκτυο. Η γραφή γι αυτή είναι έμπνευση και δημιουργία.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.