ΓΙΟΡΤΗ
Εκείνα τα φώτα που έρχονται και πάνε
αιώνες τώρα παραμερίζουν τις σκιές
γλιστράνε λαθραία από σπασμένα παντζούρια
και σκαρφαλώνουν στους τοίχους
σαν πληγωμένα ερπετά
Διανυκτερεύουν σε κάμαρες που σιγοκαίνε
πίσω από σβησμένες προσόψεις
και γίνονται συντρίμμια στο πάτωμα
μόλις τελειώνει η γιορτή
Στεγνώνουν τα μάτια μας
εκείνα τα φώτα που πάνε κι έρχονται
Μένουν ανήμπορα
σε κάθε νωπό ξημέρωμα
Ρόδινα μάγουλα
Φιγούρες που τρεμοπαίζουν
σ’ ένα σινιάλο στιγμιαίο
σε μία πρόσκαιρη αναλαμπή
Θα βρει και πάλι η γιορτή
μια χαρακιά στη νύχτα να περάσει
ΑΣΤΟΧΙΑ ΥΛΙΚΩΝ
Μοιάζουμε απελπιστικά
έχουμε την ίδια σύσταση
σκόρπιες σταγόνες χλωροφύλλης
μέσα σε χώμα ξερό
και στο μέτωπο την ίδια ρυτίδα
που ευθύβολα μας σημαδεύει
πάσχουμε από την ίδια αστοχία υλικών
όπου μας αγγίζουν
γινόμαστε τρίμματα
σε τσέπες περαστικών
Παλεύουν οι άκρες μας
να σμίξουν στερητικά
[μα εγώ μέσα στα χέρια σου
ολότελα συνοψίζομαι
κι εσύ σαν κόμπος στον λαιμό μου
ολάκερα σωρεύεσαι]
και κάπως έτσι οι νύχτες μας
ασελγούν πάνω στις μέρες τους
και είναι τρύπια τα σώματα
στεγνά τα σεντόνια