Μπήκαμε με τη γυναίκα μου στο σαλόνι. Μύριζε βρύα και υγρασία. Εκατομμύρια αρουραίοι και ποντικοί πετάχτηκαν στις άκρες καθώς φωτίσαμε τους τοίχους που είχαν να δουν φως έναν ολόκληρο αιώνα. Όταν κλείσαμε πίσω μας την πόρτα, φύσηξε αέρας και ανακάτεψε τα χαρτιά που ήταν στοιβαγμένα στις γωνίες. Το φως έπεσε πάνω τους και είδαμε παλιά κείμενα και μεσαιωνικές εικόνες. Στους πρασινισμένους από τους χρόνους τοίχους κρέμονταν πορτρέτα προγόνων που έμοιαζαν να κοιτούν αλαζονικά και αυστηρά, σαν να ήθελαν να πουν:
«Θα ’θελα να σε δείρω, αδελφέ!»
Τα βήματά μας ακούγονταν σε όλο το σπίτι. Στον βήχα μου απαντούσε η ηχώ, η ίδια ηχώ που κάποτε απαντούσε στους προγόνους μου…
Ο άνεμος ούρλιαζε και στέναζε. Από την καμινάδα κάποιος έκλαιγε, και σε αυτό το κλάμα ακουγόταν μια απόγνωση. Μεγάλες σταγόνες βροχής χτυπούσαν στα σκοτεινά, θαμπά παράθυρα και το χτύπημά τους με οδηγούσε σε θλίψη.
– Ω, πρόγονοι, πρόγονοι! Είπα, αναστενάζοντας με νόημα. – Αν ήμουν συγγραφέας, κοιτάζοντας αυτά τα πορτρέτα, θα έγραφα ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Αφού καθένας από αυτούς τους γέρους ήταν κάποτε νέος και ο καθένας ή για τον καθένα υπήρχε ένα ρομάντζο… και τι ρομάντζο! Ρίξτε μια ματιά, για παράδειγμα, σε αυτή τη γριά, την προγιαγιά μου. Αυτή η άσχημη, τερατώδης γυναίκα έχει τη δική της, πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. «Βλέπεις, -ρώτησα τη γυναίκα μου,- βλέπεις τον καθρέφτη που κρέμεται εκεί στη γωνία;»
Και έδειξα στη γυναίκα μου έναν μεγάλο καθρέφτη με μια μαυρισμένη χάλκινη κορνίζα που ήταν κρεμασμένος στη γωνία κοντά στο πορτραίτο της προγιαγιάς μου.
«Αυτός ο καθρέφτης έχει μαγικές ιδιότητες: κατέστρεψε την προγιαγιά μου». Πλήρωσε γι’ αυτόν ένα τεράστιο ποσό και δεν τον αποχωρίστηκε μέχρι τον θάνατό της. Κοιταζότανε σ’ αυτόν μέρα και νύχτα, δεν σταματούσε να κοιτάζεται ακόμα κι αν έπινε ή έτρωγε. Ξάπλωνε να κοιμηθεί, και κάθε φορά τον έπαιρνε μαζί της στο κρεβάτι και, πεθαίνοντας, ζήτησε να τον βάλουν μαζί της στο φέρετρο. Δεν εκπλήρωσαν την επιθυμία της επειδή ο καθρέφτης δεν χωρούσε στο φέρετρο.
«Ήταν κοκέτα;» – με ρώτησε η σύζυγος.
«Ας το υποθέσουμε. Αλλά δεν είχε άλλους καθρέφτες; Γιατί της άρεσε τόσο πολύ ο συγκεκριμένος και όχι κάποιος άλλος; Μήπως δεν είχε καλύτερους καθρέφτες; Όχι, εδώ, γλυκιά μου, κρύβεται κάποιο φοβερό μυστικό. Δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Η παράδοση λέει ότι κάθεται στον καθρέφτη ο καλικάντζαρος και ότι η προγιαγιά είχε κάποια αδυναμία στους καλικάντζαρους. Φυσικά, αυτό είναι ανοησία, αλλά είναι αναμφίβολο ότι ο καθρέφτης με τη χάλκινη κορνίζα έχει μια μυστηριώδη δύναμη».
Καθάρισα τη σκόνη από τον καθρέφτη, κοίταξα μέσα και χασκογέλασα. Στο χαχάνισμά μου απάντησε υπόκωφα η ηχώ. Ο καθρέφτης ήταν παραμορφωτικός και η φυσιογνωμία μου αλλιωνόταν από όλες τις μεριές: η μύτη μου κατέληγε στο αριστερό μάγουλο και το πηγούνι διπλασιασμένο σκαρφάλωνε στο πλάι.
«Περίεργο γούστο είχε η προγιαγιά μου!» -Είπα.
Η γυναίκα μου πλησίασε διστακτικά στον καθρέφτη, κοίταξε κι εκείνη μέσα και την ίδια ακριβώς στιγμή συνέβη κάτι φοβερό. Χλόμιασε, άρχισε να τρέμει όλο της το σώμα και στρίγκλιξε. Το κηροπήγιο της έπεσε από τα χέρια, κύλησε στο πάτωμα και το κερί έσβησε. Μας τύλιξε σκοτάδι. Τότε ακριβώς άκουσα να πέφτει κάτι βαρύ στο πάτωμα: είχε λιποθυμήσει η γυναίκα μου.
Ο αέρας ούρλιαζε ακόμα πιο λυπητερά, έτρεχαν αρουραίοι, στα χαρτιά άρχισαν να σέρνονται τα ποντίκια. Τα μαλλιά μου σηκώθηκαν όρθια και αναδεύτηκαν όταν έπεσε ένα παντζούρι. Το φεγγάρι εμφανίστηκε στο παράθυρο…
Πήρα τη γυναίκα μου, την αγκάλιασα και την οδήγησα έξω από το σπίτι των προγόνων μου. Ξύπνησε μόνο την άλλη μέρα το βράδυ.
– Τον καθρέφτη! Δώστε μου τον καθρέφτη! έλεγε, έχοντας συνέλθει. – Πού είναι ο καθρέφτης;
Για μια ολόκληρη εβδομάδα δεν έπινε, δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν και όλο ζητούσε να της φέρουν τον καθρέφτη. Έκλαιγε με λυγμούς, μάδαγε τα μαλλιά της, στριφογύριζε και, εντέλει, όταν ο γιατρός ανακοίνωσε ότι μπορεί να πεθάνει από την εξάντληση και ότι η κατάστασή της ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη, εγώ, εξουδετερώνοντας τον φόβο μου, ξανακατέβηκα κάτω και της έφερα από εκεί τον καθρέφτη της προγιαγιάς μου. Βλέποντάς τον, έσκασε στα γέλια από ευτυχία, μετά τον άρπαξε, τον φιλούσε και άρχισε να τον κοιτάζει επίμονα.
Και να που πέρασαν περισσότερα από δέκα χρόνια και εξακολουθεί ακόμα να κοιτάζεται στον καθρέφτη και δεν σταματάει ούτε μια στιγμή.
– Εγώ είμαι αυτή; ψιθυρίζει και στο πρόσωπό της μαζί με το κοκκίνισμα ακτινοβολεί μια έκφραση ευδαιμονίας και απόλαυσης. – Ναι, εγώ είμαι! Οι πάντες, εκτός από αυτόν τον καθρέφτη, ψεύδονται! Οι άνθρωποι λένε ψέματα, ο άνδρας μου λέει ψέματα! Ω, αν είχα δει πιο πριν τον εαυτό μου, αν ήξερα ποια πραγματικά είμαι, δεν θα παντρευόμουν αυτόν τον άνθρωπο! Δεν είναι αντάξιός μου! Στα πόδια μου θα έπρεπε να πέφτουν οι πιο όμορφοι, οι πιο ευγενείς ιππότες!
Μια φορά, καθώς στεκόμουν πίσω από τη γυναίκα μου, κοίταξα τυχαία στον καθρέφτη και ανακάλυψα το φοβερό μυστικό. Στον καθρέφτη είδα μια γυναίκα με εκθαμβωτική ομορφιά, την οποία δεν είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Ήταν ένα θαύμα της φύσης, μια αρμονία ομορφιάς, χάρης και αγάπης. Αλλά τι ήταν αυτό; Τι συνέβαινε; Γιατί η άσχημη, αδέξια γυναίκα μου στον καθρέφτη φαινόταν τόσο όμορφη; Γιατί;
Επειδή ο παραμορφωτικός καθρέφτης καμπύλωνε το άσχημο πρόσωπο της συζύγου μου σε όλες τις πλευρές και από αυτή την αλλαγή των χαρακτηριστικών, έγινε τυχαία όμορφη. Πλην επί πλην κάνει συν.
Και τώρα οι δύο μας, εγώ και η γυναίκα μου, καθόμαστε μπροστά στον καθρέφτη και χωρίς να χάνουνε ούτε ένα λεπτό, τον κοιτάζουμε: η μύτη μου σκαρφαλώνει στο αριστερό μάγουλο, το πηγούνι μου γίνεται διπλό και μετακινείται στο πλάι, αλλά το πρόσωπο της γυναίκας μου είναι γοητευτικό – και ένα τρελό, παράφρον πάθος με καταλαμβάνει.
– Χα χα χα! – Γελάω άγρια.
Και η γυναίκα μου ψιθυρίζει με σιγουριά:
– Τι όμορφη που είμαι!
Ο Άντον Τσέχοφ (1860- 1904) σπούδασε ιατρική στη Μόσχα. Παράλληλα με τις σπουδές του άρχισε να δημοσιεύει μικρά διηγήματα, κυρίως για βιοπορισμό. Ποτέ δεν εγκατέλειψε τη ιατρική. Το διήγημα αυτό είναι από τα πρώιμα και δημοσιεύθηκε το 1882.
[1] Χριστουγεννιάτικο δωδεκαήμερο: από 24 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου.