Η Μαρία Δ. Σφήκα στην τρίτη της ποιητική αυτή συλλογή με τίτλο «Άλογα στο στήθος» καταθέτει με οξυδέρκεια κι ευαισθησία, με βλέμμα και γλώσσα γενναία, αυτό που την κινητοποιεί ποιητικά κι εντέλει υπαρξιακά: το βίωμα ως προσωπικό κι ως συλλογικό κεφάλαιο. Κινείται με ματιά διεισδυτική με κάποια δόση σαρκασμού και ειρωνείας στον κόσμο της, που όμως δεν παύει να είναι ο κόσμος της ανθρώπινης παρουσίας, καθώς πορεύεται επωμιζόμενη ρόλους και ταυτότητες. Η απουσία στοχασμού δε γεννά πνευματικό έργο, δε γεννά ποίηση. Η Μαρία Σφήκα όμως στοχάζεται. Ο λόγος της ρευστός, με την ελευθερία του μοντερνισμού, χωρίς να γίνεται ασαφής -με εκείνην την ασάφεια που ενίοτε υποκρύπτει την απουσία περιεχομένου- και την αβίαστη, ενίοτε, ομοιοκαταληξία, σε γοητεύει, οδηγώντας μας σε μονοπάτια ποιητικής αλήθειας. Η αγριότητα της μεγαλούπολης «Πλήθος» (Μetropolis) της μοναξιάς, του βάρβαρου καταναλωτισμού σχηματοποιείται σε στίχους όπως:
(ξεχύθηκε από μέσα
του παφλάζοντας, ζεστό, πηχτό σκοτάδι.)
Ήταν ένα φαινόμενο τοπικού στροβιλισμού,
ασήμαντο, αμελητέο,
πρακτικά
ανίκανο να ανακόψει τη ροή του κόσμου προς το καινούριο εμπορικό
που είχε εγκαίνια: οι δέκα που θα φταναν πρώτοι,
θα κέρδιζαν το βάρος τους σε δώρα. (σελ. 11).
Το περιεχόμενο δε λειτουργεί σε βάρος της έκφρασης, η ποιητική ισορροπία επιτυγχάνεται χωρίς να προδίδει τον κάματο, την προσπάθεια για το αποτέλεσμα που φτάνει σε μας με τη μορφή αβίαστης προσπάθειας-έμπνευσης -ταλέντου. Το επίπλαστο του κόσμου μας, αυτή η θεατρική σκηνή της «Αληθινής ζωής», το επιβεβλημένο βάσανο του κυνηγητού της «τελειότητας» σε έναν κόσμο που προβάλλονται απενοχοποιημένα μόνο οι .. «όμορφοι, νέοι, γελαστοί….» (σελ. 13) η «παρουσιάστρια» σύμβολο αυτής της πλασματικής εικόνας-επιτυχίας…:
Είναι όμως κάνα δυο βδομάδες τελευταία
που ανελλιπώς κάθε πρωί την πιάνει
μια απαίσια, (η λέξη Καβαφικού εκτοπίσματος με καίρια χρήση)
ακατάσχετη ναυτία
περνάει από το μυαλό μα το αποκλείει (σελ. 17)
Για να καταλήξει στην εξαιρετική παρατήρηση
δεν είναι
δεν μπορεί να είναι,
(με μια φορά
που ακούμπησε βιβλίο)
ενδιαφέρουσα,
έγκυος στη σκέψη. (σελ. 17)
Ή η προσέγγιση του «ήρωα», του πρωταγωνιστή του θεάτρου της ζωής, που πρέπει πρώτα να βγάλει όλα αυτά που στην πραγματικότητα είναι, να τα αποθέσει
σ’ ένα βλέμμα τρυφερό,
δικού του ανθρώπου, εμπιστοσύνης (σελ. 20),
θίγοντας με ιδιαίτερη αβρότητα την σκληρότητα των πραγμάτων και της ζωής, την ανάγκη του «άλλου», της παρουσίας που απαλύνει τις γωνίες της μοναξιάς, για να επισημάνει την εσαεί παρουσία της συγκυρίας, της ανατροπής:
Άδικα δένει,
στερεώνει τους ιμάντες ,
σφίγγει ένα- ένα
τα λουριά της πανοπλίας·
τα πλήγματα τα θανάσιμα
σπανίως
έρχονται από κει που περιμένεις:
….
έρχονται πάντα
από την ακάλυπτη πλευρά σου ,
από το πλάι (σελ.22)
Με φιλοσοφικό στοχασμό προσεγγίζει τους «θεατές» που «πα-ρα-κο-λου-θούν», σε αναμονή μιας κάθαρσης που δε φαίνεται να έρχεται αφού τα
αναρίθμητα,
άπαιχτα, φανταστικά σενάρια
δεν πρόλαβαν να ξετυλιχτούν….
οι θαρραλέες πράξεις…
έμειναν στις πρόβες ...
και οι
παρ’ ολίγον θρίαμβοι ακυρώθηκαν
πριν από την πρεμιέρα… (σελ. 25), τον «σκηνοθέτη» ως παρουσία θαυμασμού και τρόμου, όπως για τον καθένα με τον ρόλο αυτό στην καθημερινότητα μας για να προχωρήσει ευφάνταστα στον κόσμο των διαφημίσεων: με το «λευκότερο λευκό» αφού στη μνήμη
τίποτα, τελικά, δε μένει: όλα -και τα χειρότερα – ξεχνιούνται..
Διαπίστωση, αναντίρρητα, δοκιμασμένα αληθινή! Η συνειδητή μοναξιά του σκεπτόμενου ανθρώπου, του ποιητή, μας μεταφέρει στην απέλπιδα διαμαρτυρία του «Καιόμενου» του Σινόπουλου με άλλο τρόπο, με άλλο ύφος, σε άλλη εποχή και το χαϊκού του Issa: «Σκαρφαλώνουμε στη σκέπη της κόλασης για να δούμε τα λουλούδια» στο ωραίο ποίημα: «Κόμπος στο λαιμό». Η ποιήτρια καταθέτει τη διαμαρτυρία, παράπονο, διαπίστωση ότι «επικρατεί μια γενική αναισθησία, σαφώς προεγχειρητική», χωρίς όμως να χαρίζεται, πορεύεται στην επόμενη διαπίστωση
«κάποια στιγμή θ’ αποφασίσει το μαχαίρι πόσο βαθιά χρειάζεται να μπει» (σελ. 42) και την επόμενη
“-πως όσο κι αν το προσπαθώ, έχω μείνει πίσω, δε συμβαδίζω με την εποχή μου” (σελ. 43)
χωρίς μάλλον να μας πείθει ότι προσπαθεί, αλλά μάλλον ταγμένη στην αλήθεια του δικού της ψυχονοητικού σύμπαντος προτιμά να ζει, να παρατηρεί στο μέσα – έξω ενός κόσμου αφιλόξενου, ανοίκειου που, όμως, η ποίηση της, αμβλύνει κάπως τις ακίδες για να γίνεται υποφερτός.
Οι πολλοί δε διαβάζουν ποίηση, σε εποχές αντιποιητικές όμως η ποίηση είναι ανάγκη. Σε ποιον να το πει κανείς και να το καταλάβει, σ’ αυτήν την έρημο με απόντα τα ευήκοα ώτα…
Παρ’ όλα αυτά, η Μαρία Δ. Σφήκα, γενναία, προστρέχει στην «Τέχνην της Ποιήσεως» που κάπως ξέρει από φάρμακα και με μικροχειρουργική προσέγγιση ιχνογραφεί το πλήθος των αδιάφορων του κόσμου τούτου: ανόρεχτοι, απλοί διεκπεραιωτές, του γρήγορου, του εύκολου, που δε διαθέτουν «τον εξελικτικό εξοπλισμό για τα μεγάλα βάθη» κινούμενοι «στα όρια του κοινού νου, της αστικής ευπρέπειας και του μικρού βεληνεκούς μιας μέσης φαντασίας… κι έτσι παραμένουν στα γενικώς αποδεκτά στα ξώβαθα και τα ρηχά...» («Αυτοί που δε διαβάζουν Ποίηση», σελ. 46, 47, 48).
Παρά τις όποιες ενστάσεις απέναντι σε μια κάπως ναρκισσιστική διάθεση μονοπωλίου της ποιητικής ευαισθησίας, δεν παύει η σκέψη, η γραφή, η έκφραση να καρφώνει αλήθειες Σαχτουρικής σύλληψης «Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν, τι κάνει, την καρδιά μας καρφώνει; ναι την καρδιά μας καρφώνει ώστε λοιπόν είναι ποιητής». Υπερασπίζεται την ποίηση γράφοντας, έτσι κι αλλιώς δε γίνεται διαφορετικά, χωρίς να παραλείπει τον αυτοσαρκασμό στο ποίημα «Τα ανίψια»: «όσο κι αν προσπαθώ, δεν το’ χω με τους κήπους: οι λέξεις κι αν ανθίζουν, δεν καρπίζουν, ποιήματα όλο φύλλωμα, και μήλο πουθενά» (σελ. 57), θίγοντας την αγωνία του/της ποιητή/ τριας για την τέλεια σύλληψη κι απόδοση, ανέφικτος στόχος εσαεί, παρότι ο δέκτης αναγνώστης συχνά θα την διαψεύσει, αφού η γραφή της συν-κινεί, οδηγεί στη μέθεξη βιωμάτων, αλώνοντας εντέλει τη μοναξιά …
Το ποιητικό αφήγημα της «Συμβιωτικής αναπηρίας» αποτελεί μια ιδιαίτερα προσεκτική ματιά στο αιώνιο θέμα της συζυγικής συμβίωσης όπου «μας συμψηφίζει ο χρόνος χοντρικά, απλοποιεί εγωισμούς» (σελ. 68), όμως η καταγραφή όσων πληγώνουν δεν παύει να υφίσταται αφού «η οφειλόμενη χρεωστική μονάδα πίσω αποδίδεται συνήθως… τόσες φορές στη μνήμη ανατοκισμένη..» (σελ. 69).
Η ποιήτρια προσεγγίζει την ανθρώπινη ατέλεια, το ζήτημα της συμβίωσης,της συζυγικής αναπόφευκτης ρουτίνας, φθοράς, «εμπόλεμης» τάσης, συνήθειας, ανακωχής , αποδοχής με τρόπο διεισδυτικό, ενός προσεκτικού, ευαίσθητου παρατηρητή, που βιώνει αλλά δεν παύει να αποστασιοποιείται για να το συλλάβει, κρίνει, κατανοήσει πιο καίρια, αποδίδοντας τις σκέψεις της, τιμώντας και την ποιητική έκφραση. Με την βέρα που «με τον καιρό γίνεται ένα με το χέρι» και για να βγει «αρχίζεις δοκιμάζεις γιατροσόφια….-κάποια στιγμή το έπαθαν κι αυτοί ..» (σελ. 75),το οικείο ,το συνηθισμένο, το καθολικό γίνεται ποίηση κατανοητή, συγκινητική… χωρίς ασάφεια, πικρή με μια ειρωνεία που κάπως θυμίζει Δημουλά, αλλά δε την αντιγράφει: «Αγάπη ως τον θάνατο και ακόμη παραπέρα, όταν πεθαίνουνε τους θάβουν με τη βέρα», (σελ. 76)
…
νικάει όποιος προλάβει
να φτάσει πρώτος στο ψυγείο,
ν’αρπάξει
το τελευταίο γλυκό…, (σελ. 77)
…
Και λίγο πριν οριστικά
χρεοκοπήσει η λογική,
είναι έτοιμο το φαγητό :
κηρύσσεται ανακωχή. (σελ. 79).
Κι αφού, όπως φαίνεται, η ανθρώπινη ύπαρξη δε δύναται να βρίσκεται εσαεί σε status έρωτα, πορεύεται, συχνά με τον γάμο, πραγματώνοντας το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Ενίοτε η δικτατορία του έρωτα μεταβάλλεται σε δημοκρατία συνύπαρξης..Η ποιητική γραφή της Μαρίας Δ. Σφήκα βάζει στο μικροσκόπιο την τελευταία και με ειλικρίνεια, την αποδομεί, δεν χαρίζεται: «σε λίγο θα απαντάμε στο ίδιο όνομα…. στο ίδιο μέρος θα πονάμε, ακριβώς …» (σελ. 80, 81) ειρωνευόμενη: «θα είναι συγκινητικό τα δέντρα θα υποκλίνονται, θα ραίνουν με λουλούδια έναν έρωτα Φονταινεμπλώ». Με ακρίβεια χειρουργική, στοχαζόμενη πάνω στην ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά δε λειαίνει τις ακίδες της συμβίωσης, των “αήττητων εγωισμών” για αυτό και παρακαλεί ή μάλλον, διεκδικεί το δικαίωμα:
δος μου την ευχαρίστηση
πάντα εγώ να σου στερώ
ό,τι ακριβώς χρειάζεσαι:
άλλος δεν θα μπορέσει
να σε πονέσει εκεί ακριβώς
σε ξέρω περισσότερο. (σελ. 81)
Ωραία γραφή, ωραία ποίηση η ποιητική αυτή συλλογή της Μαρίας Δ. Σφήκα. Η ποιήτρια αναζητά, σκάβει, μεγεθύνει τα πράγματα, τα φωτίζει, ανανεώνει τους λεκτικούς σχηματισμούς, διαχειριζόμενη τις λέξεις πέρα από την μετριότητα της χρήσης τους, συλλαμβάνοντας την ανθρώπινη ανάσα, την τραγικότητά της, με λεπτότητα, γενναιότητα, ειλικρίνεια, εκφράζοντας εντέλει όλα αυτά που συσσωρεύονται, καλπάζουν ως «Άλογα στο στήθος».