Ι
Τα στενά δρομάκια χάνονται μέσα στην πλατειά δημοσιά στο Σοάν,
Σκουρόχρωμα βόδια, άσπρα άλογα
Τραβούν βαριεστημένα τις εφτά άμαξες με τους λακέδες,
Οι άμαξες ξύλινες και αρωματισμένες,
Ο καταστόλιστος θρόνος στηριγμένος γερά στη διασταύρωση
Λίγο πριν από το βασιλικό κατάλυμα:
Λάμψη από ανθοστόλιστες σέλλες, περιμένοντας την πριγκίπισσα,
Στροβιλίζονται μπροστά από την πύλη των μεγιστάνων.
Το σκιάδιο διάστικτο με δράκοντες πίνει και απωθεί τον ήλιο.
Βραδιάζει.
Τα χάμουρα τυλίγονται στην ομίχλη.
Τα εκατόν της δίχτυα απλώνονται παντού και διπλασιάζουν τα δέντρα,
Πουλιά της νύχτας και γυναίκες της νύχτας,
Σκορπίζουν τις φωνές τους στους κήπους.
ΙΙ
Πουλιά με ανθοστόλιστες φτερούγες, πεταλούδες που αιωρούνται
Σπρώχνονται πάνω από τις χίλιες πόρτες
Δέντρα που λάμπουν σαν πολύτιμες πράσινες πέτρες,
Σχηματίζουν πεζούλες βαμμένες ελαφρά με ασήμι,
Η πηγή μυριάδων αποχρώσεων,
Ένα πλέγμα από κρεβατίνες και περάσματα και δρόμους σκεπασμένους,
Πύργοι διπλοί, οροφές σαν φτερούγες, πλαισιώνουν το δίχτυ των δρόμων:
Ένας τόπος για μία ευτυχή συνάντηση,
Το παλάτι του Ρίου αντιστέκεται στον ουρανό, με τη λάμψη του χρώματος
Σαν τον Μπουτέι του Καν που δημιούργησε τους λεπτούς χρυσούς λωτούς
Για να μαζεύει τις δροσοσταλίδες του,
Πριν απ’ αυτό κάποιο σπίτι που δεν ξέρω:
Πώς θα γνωρίσουμε όλους τους φίλους που συναντήσαμε σε παράξενους δρόμους;