Σιωπή –Ένας μύθος
Ο δικός μας κόσμος είναι ένας κόσμος λέξεων: Ησυχία αποκαλούμε τη σιωπή που είναι η πιο ισχυρή λέξη απ’ όλες.
Αλ Ααραάφ[1]
«Άκουσέ με», είπε ο Δαίμονας, βάζοντας το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. «Υπάρχει ένα σημείο σε αυτή την καταραμένη γη, το οποίο δεν έχεις δει ποτέ και, αν ενδεχομένως το έχεις δει, θα ήταν σε ένα από αυτά τα ζωηρά όνειρα που έρχονται σαν το σιμούν στον εγκέφαλο εκείνου που πέφτει για ύπνο ανάμεσα στις απαγορευμένες ηλιαχτίδες -ανάμεσα στις ηλιαχτίδες, λέω, που γλιστράνε από τους ιερούς στύλους των μελαγχολικών ναών της ερήμου. Η περιοχή για την οποία μιλάω είναι μια θλιβερή περιοχή της Λιβύης, στα όρια του ποταμού Ζαΐρ.[2] Και εκεί δεν υπάρχει τίποτε ήσυχο, ούτε σιωπή.
»Τα νερά του ποταμού έχουν μια ασθενική απόχρωση σαφράν -και δεν ρέουν προς τη θάλασσα, αλλά πάλλονται αέναα κάτω από το κόκκινο μάτι του ήλιου με μια ταραχώδη, σπασμωδική κίνηση. Για πολλά μίλια και στις δυο πλευρές της γλοιώδους κοίτης του υπάρχει μια χλωρή ερημιάμε γιγάντια νούφαρα. Αναστενάζουν το ένα στο άλλο μέσα σε αυτή τη μοναξιά, και τεντώνουν προς τον ουρανό τους μακριούς απαίσιους λαιμούς τους κάνοντας νεύμα προς τα πίσω με τα αιώνια κεφάλια τους. Και υπάρχει ένα ακαθόριστο μουρμουρητό που έρχεται από αυτά, σαν τη βιασύνη των υπόγειων νερών. Και αναστενάζουν το ένα στο άλλο.
»Όμως, υπάρχει ένα όριο στη σφαίρα τους -το όριο του σκοτεινού, φοβερού, ψηλού δάσους. Εκεί,όπως τα κύματα γύρω από τις Εβρίδες, οι χαμηλοί θάμνοι είναι συνεχώς ταραγμένοι. Αλλά δεν υπάρχει άνεμος σε όλο τον ουρανό. Και τα μεγάλα αρχέγονα δέντρα κατρακυλούν αιώνια εδώ και εκεί με έναν συντριπτικό και ισχυρό ήχο. Από τις ψηλές κορυφές τους, σταγόνα-σταγόνα στάζει η ατέλειωτη δροσιά.Και στις ρίζες τους παράξενα δηλητηριώδη λουλούδια είναι κουλουριασμένα σε έναν ταραγμένο ύπνο.Ψηλά, με ένα βουερό και δυνατό θόρυβο, τα γκρίζα σύννεφα τρέχοντας πάντα δυτικά κυλούν σε έναν καταρράκτη, πάνω από τον φλογερό τοίχο του ορίζοντα. Και καθ’ όλη τη διάρκεια δεν υπάρχει άνεμος στον ουρανό.Και στις ακτές του ποταμού Ζαΐρ δεν υπάρχει ούτε ησυχία ούτε σιωπή.
»Ήταν νύχτα και έπεφτε βροχή. Και για όσο έπεφτε ήταν βροχή, αλλά μετά ήταν αίμα. Εγώ στεκόμουν στον βάλτο ανάμεσα στα ψηλά νούφαρα καθώς η βροχή έπεφτε στο κεφάλι μου -και τα νούφαρα αναστέναζαν το ένα στο άλλο στην μεγαλοπρέπεια της ερήμωσής τους.
»Και, μονομιάς, το φεγγάρι ανέβηκε μέσα από μια λεπτή απαίσια ομίχλη με χρώμα πορφυρό.Τα μάτια μου έπεσαν πάνω σε έναν τεράστιο γκρίζο βράχο ο οποίος στεκόταν κοντά στις όχθες του ποταμού που έλαμπε μες το φως του φεγγαριού. Και αυτός ο βράχος ήταν γκρίζος, τρομαχτικός ψηλός. Στην πρόσοψή του υπήρχαν χαραγμένα γράμματα· περπάτησα μέσα στον βάλτο των νούφαρων, μέχρι που έφτασα στην όχθη, απ’ όπου μπορούσα να δω τους χαρακτήρες. Αλλά δεν μπορούσα να τους αποκρυπτογραφήσω. Γύρισα, λοιπόν, πίσω στον βάλτο, ενώ το φεγγάρι έλαμπε με ένα εκτυφλωτικό κόκκινο, στράφηκα πάλι πίσω και κοίταξα τον βράχο και οι χαρακτήρες έγραφαν ΕΡΗΜΙΑ.
»Κοίταξα επάνω και εκεί στην κορυφή του βράχου στεκόταν ένας άνδρας, και εγώ κρύφτηκα ανάμεσα στα νούφαρα για να μπορώ να ανακαλύψω τις πράξεις του. Ο άνδρας ήταν ψηλός με εντυπωσιακή μορφή, τυλιγμένος από τους ώμους μέχρι τα πόδια με την τήβεννο της αρχαίας Ρώμης. Το περίγραμμα της φιγούρας του ήταν ασαφές -αλλά είχε χαρακτηριστικά θεότητας· τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν ακάλυπτα στο πέπλο της νύχτας, στην ομίχλη,στο φεγγάρι και στη δροσιά. Είχε αγέρωχο σκεπτικό μέτωπο, μάτι προσεκτικό και άγριο και μέσα από τις λιγοστές ρυτίδες των παρειών του διάβασα τους μύθους της θλίψης, της κούρασης και της αηδίας για την ανθρωπότητα και μια λαχτάρα για μοναξιά. Το φεγγάρι έλαμπε στο πρόσωπό του και τα χαρακτηριστικά του, ω! ήταν πιο όμορφα κι από τα πιο ανάλαφρα όνειρα που κυριαρχούσαν στις ψυχές των θυγατέρων της Δήλου![3]
»Ο άνδρας κάθισε πάνω στον βράχο, ακούμπησε το κεφάλι του στο χέρι και κοιτούσε από πάνω την ερημιά. Κοιτούσε κάτω στην κοντή λόχμη και πάνω στα ψηλά παρθένα δέντρα και ψηλότερα στον θορυβώδη ουρανό, και κατευθείαν στο πορφυρό φεγγάρι. Και εγώ ξαπλωμένος στο καταφύγιο με τα νούφαρα, παρακολουθούσα τις πράξεις του. Ο άνδρας έτρεμε από τη μοναξιά -αλλά η νύχτα κρατούσε πολύ κι εκείνος καθόταν πάνω στον βράχο.
»Ο άνδρας έστρεψε την προσοχή του από τον ουρανό και κοίταζε το θλιβερό ποτάμι Ζαΐρ, τα απαίσια κίτρινα νερά και τις χλωμές λεγεώνες των νούφαρων. Και άκουγε τους αναστεναγμούς των νούφαρων και τα μουρμουρητά τους. Και εγώ ξαπλωμένος στην κρυψώνα μου παρακολούθησα τις πράξεις του. Ο άνδρας έτρεμε από τη μοναξιά -αλλά η νύχτα κρατούσε πολύ κι εκείνος καθόταν πάνω στον βράχο.
»Τότε κατέβηκα στα κοιλώματα του βάλτου,τσαλαβούτησα μακριά ανάμεσα στην έρημο των νούφαρων, και φώναξα στους ιπποπόταμους που κατοικούσαν μέσα στα έλη στις εσοχές του βάλτου.Οι ιπποπόταμοι άκουσαν το κάλεσμά μου και ήρθαν μαζί με τον Βεεμώθ,[4] στους πρόποδες του βράχου, φωνάζοντας δυνατά και τρομαχτικά κάτω από το φεγγάρι. Και εγώ ξαπλωμένος στην κρυψώνα μου παρακολουθούσα τις πράξεις του. Ο άνδρας έτρεμε από τη μοναξιά – αλλά η νύχτα κρατούσε πολύ κι εκείνος καθόταν πάνω στον βράχο.
»Καταράστηκα τα στοιχειά με το ξόρκι του περισπασμού∙ και τότε χωρίς να υπάρχει άνεμος ξέσπασε στον ουρανό μια τρομακτική καταιγίδα. Και ο ουρανός μάνιασε από τη βία της καταιγίδας, η βροχή χτυπούσε πάνω στο κεφάλι του άνδρα, το πλημμυρισμένο ποτάμι κυλούσε και θρυμματιζόταν σε αφρό, τα νούφαρα κραύγαζαν μέσα στην κοίτη τους, το δάσος κατέρρεε απ’ τον άνεμο, βρόντηξε ο κεραυνός, έπεσε μια αστραπή και ο βράχος κύλησε από τα θεμέλιά του. Και εγώ ξαπλωμένος στην κρυψώνα μου παρακολουθούσα τις πράξεις του. Ο άνδρας έτρεμε από τη μοναξιά – αλλά η νύχτα κρατούσε πολύ κι εκείνος καθόταν πάνω στον βράχο.
»Και τότε θύμωσα και καταράστηκα, με την κατάρα της σιωπής, τον ποταμό, τα νούφαρα, τον άνεμο, το δάσος, τον ουρανό, τον κεραυνό και τους στεναγμούς των νούφαρων. Και έγιναν καταραμένα και παρέμειναν έτσι. Και το φεγγάρι έπαψε την πορεία του προς τον ουρανό, οκεραυνός έσβησε μακριά, δεν έλαμψε η αστραπή, τα σύννεφα κρέμονταν ακίνητα, τα νερά βυθίστηκαν πιο χαμηλά και παρέμειναν έτσι, τα δέντρα έπαψαν να κλυδωνίζονται, τα νούφαρα δεν αναστέναζαν πια, και δεν ακουγόταν μουρμούρισμα ανάμεσά τους, ούτε κάποιο ίχνος ήχου πάνω στην απέραντη έρημο. Κοίταξα τους χαρακτήρες στον βράχο που είχαν αλλάξει και έγραφαν ΣΙΩΠΗ.
»Τα μάτια μου έπεσαν πάνω στο πρόσωπο του άνδρα που είχε όψη νικημένη από τον τρόμο. Σήκωσε βιαστικά το κεφάλι από τα χέρια, στάθηκε πάνω στον βράχο και άκουγε. Αλλά δεν υπήρχε φωνή πάνω στην απέραντη έρημο και οι χαρακτήρες πάνω στον βράχο έγραφαν ΣΙΩΠΗ. Ο άνδρας έφριξε,απέστρεψε το πρόσωπό του, έφυγε μακριά και δεν τον ξαναείδα ποτέ».
***
Τώρα υπάρχουν ωραίες ιστορίες στους σιδερόδετους τόμους για Μάγους –στους μελαγχολικούς τόμους των Μάγων. Εκεί, λέω, υπάρχουν οι δοξασμένες ιστορίες του Ουρανού, της Γης και της ισχυρής Θάλασσας, και των Τζίνι που υπερισχύουν της θάλασσας, της γης και του υψηλού ουρανού. Παλιά υπήρχε περισσότερη σοφία σε όσα έλεγαν οι Σίβυλλες∙ τα άχραντα, τα άγια πράγματα ακούγονταν από τα σκοτεινά φύλλα που έτρεμαν γύρω από την Δωδώνη, αλλά -μα τον Αλλάχ-τον μύθο που μου είπε ο Δαίμονας,καθώς καθόταν πλάι μου στη σκιά του τάφου, τον κρατώ σαν τον θαυμαστότερο από όλους! Και έχοντας τελειώσει την ιστορία του ο Δαίμονας, έπεσε μέσα στη λακκούβα του τάφου και άρχισε να γελάει. Και επειδή δεν μπορούσα να γελάσω μαζί του με καταράστηκε, ενώ ο λίγκας που κατοικεί πάντα στον τάφο, βγήκε έξω και ξάπλωσε στα πόδια του, κοιτάζοντάς τον σταθερά στο πρόσωπο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849), πεζογράφος και ποιητής από τις ΗΠΑ. Ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού. Το έργο του επέδρασε στην εξέλιξη της αστυνομικής λογοτεχνίας και στις ιστορίες τρόμου και φαντασίας.
Πρώτη δημοσίευση 1838 με τον ελληνικό τίτλο Σιωπή με αγγλική γραφή: Siope -A Fable.
[1]Ένα πρώιμο ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε που δημοσιεύθηκε το 1829.
[2] Σήμερα ο ποταμός αυτός ονομάζεται Κονγκό.
[3]Οι αγαπημένες κόρες του Βασιλιά Άνιου: Σπερμώ, Οινώ, Ελαΐς, οι λεγόμενες «Οινοτρόποι». Τα ονόματά τους αντιστοιχούσαν στα βασικά είδη διατροφής:το σιτάρι, το κρασί και το λάδι. Κατά τον Τρωικό πόλεμο οι Αχαιοί τις απήγαγαν για να τους υπηρετούν, αλλά ο Διόνυσος τις έσωσε μετατρέποντάς τες σε άσπρα περιστέρια.
[4]Θηρίο που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη: Ιώβ 40,15-24.