Στα μάτια των ανθρώπων του 21ου αιώνα τα μεσαιωνικά κάστρα περιβάλλονται από μια αύρα που είναι πολύ ρομαντική. Όντας κτίρια εντυπωσιακά και αγέρωχα, χτισμένα σ’ εποχές ανήσυχες και επισφαλείς, κατέληξαν να στολιστούν στο πέρασμα μεταγενέστερων, πιο αφελών αιώνων, με πινελιές ανιδιοτελούς ιπποτισμού και ηρωικών κατορθωμάτων που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πεζή και κυνική καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου.
Η εικόνα ενός φτερωτού δράκου που πετάει πάνω απ’ τους πέτρινους πύργους ενός απόκρημνου κάστρου ή που πυρπολεί τις ανεμοδαρμένες επάλξεις του, έχει εντυπωθεί τόσο βαθιά στο συλλογικό υποσυνείδητο της ανθρωπότητας ώστε δύσκολα θα βρει κανείς κάποιο έργο ηρωικής φαντασίας που να μην περιέχει μια τέτοια η έστω κάποια παραπλήσια εικόνα. Ο έρωτας του Λανσελότου με τη Γουινεβίρα, τη νεαρή σύζυγο του ψυχρού βασιλιά Αρθούρου, έχει κάνει πολλές νεανικές καρδιές να χτυπήσουν ανήσυχα.
Δυστυχώς όμως, το πραγματικό πρόσωπο της ζωής μέσα σ’ εκείνα τα εντυπωσιακά επιτεύγματα της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής ήταν αρκετά διαφορετικό απ’ τις όμορφες εικόνες που έχουν ξεπηδήσει μέσα απ’ τα μυαλά των ευφάνταστων συγγραφέων και των σκηνοθετών της εποχής μας. Η καθημερινότητα στα μεσαιωνικά κάστρα σπανίως περιείχε ονειροπαρμένες δεσποσύνες, ερωτευμένους ιππότες και εκθαμβωτικά συμπόσια σε πελώριες αίθουσες με εντυπωσιακές ταπισερί, θυρεούς και καλογυαλισμένες πανοπλίες.
Στην πραγματικότητα, αγαθά που θεωρούνται αυτονόητα, όπως είναι οι βρύσες με πόσιμο ή έστω τρεχούμενο νερό-ζεστό και κρύο-ο πλούσιος φωτισμός που μας προσφέρει το ηλεκτρικό ρεύμα, η ζεστασιά μιας εγκατάστασης κεντρικής θέρμανσης, ήταν ανύπαρκτα.
Η λυτρωτική τεχνολογία των υδραυλικών εγκαταστάσεων και των αποχετευτικών συστημάτων που είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα στα Ελληνιστικά και στα Ρωμαϊκά χρόνια, είχε χαθεί. Η κατάρρευση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η επικράτηση ενός σκοταδιστικού χριστιανισμού που θεωρούσε το σώμα μιαρό και πηγή κάθε είδους αμαρτίας, είχε βυθίσει όλες τις σωτήριες εκείνες γνώσεις που είχαν συσσωρεύσει οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι αρχιτέκτονες στη λήθη. Αποτέλεσμα αυτού του δυσάρεστου γεγονότος ήταν η παροχή του νερού-που ήταν αμφίβολης ποιότητας-να γίνεται από πηγάδια ποτάμια και ρυάκια. Επιπλέον, τα αποχωρητήρια ενός τυπικού μεσαιωνικού κάστρου- τα οποία πρέπει να σημειωθεί ότι δεν ήταν προσβάσιμα απ’ όλους τους ενοίκους του-αποτελούνταν από απλές τρύπες που οδηγούσαν σε υπόγεια κοιλώματα. Δυστυχώς, η πράξη της αφόδευσης δεν ήταν καθόλου προσωπική υπόθεση. Τα χρόνια του μεσαίωνα, τα αποχωρητήρια ήταν δημόσια, με όλη τη σημασία της λέξης. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια σειρά από τρύπες όπου οι χρήστες τους κάθονταν όλοι μαζί και σχολίαζαν τα νέα της ημέρας τυλιγμένοι από τη δυσοσμία των περιττωμάτων τους. Ο μοναδικός άνθρωπος σ’ ολόκληρο το κάστρο που διέθετε το δικό του αποχωρητήριο ήταν ο ιδιοκτήτης του. Μάλιστα, προκειμένου να διατηρεί τις πολυτελέστατες ερμίνες που φορούσε ελεύθερες από ψύλλους ψείρες και άλλα παρεμφερή παράσιτα, τις κρεμούσε γύρω από την τρύπα του εν λόγω αποχωρητηρίου έτσι ώστε, η δυσοσμία που τις διαπότιζε, να λειτουργεί αποτρεπτικά. Η δε κίνηση που έκαναν οι αυλικοί του όποτε τους πλησίαζε, δηλαδή ένα βήμα προς τα πίσω, αρχικά δεν εκτελούνταν ως πράξη σεβασμού όπως κατέληξε να εκλαμβάνεται αργότερα, αποτελούσε αντίθετα μια ενστικτώδη αντίδραση ενάντια στην ανυπόφορη αποφορά που ανέδιδαν τα πανέμορφα εκείνα ενδύματα.
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, η σωματική υγιεινή, ιδιαίτερα ανάμεσα στους φτωχούς κατοίκους ενός κάστρου, που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία των ενοίκων του, ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Εκείνη την εποχή δύσκολα μπορούσε κανείς να καθαρίσει τον εαυτό του με αποτέλεσμα να ενδημούν μολυσματικές ασθένειες που θεραπεύονταν, τρόπος του λέγειν, με τη χρήση βοτάνων και με εμπειρικά γιατροσόφια αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Αν και άνθρωποι εκείνων των καιρών απολάμβαναν τα λουτρά όσο και οι σημερινοί, επειδή το τρεχούμενο νερό και οι μπανιέρες δεν ήταν καθόλου συνηθισμένα αγαθά, το μοναδικό αντίστοιχο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποιος ήταν κάτι πελώρια βαρέλια από ξύλο τα οποία έπρεπε να γεμίζουν με ζεστό νερό δύστυχοι υπηρέτες, κάθε φορά που ο αφέντης τους ή η σύζυγός του ένιωθαν βρώμικοι.
Επιπρόσθετα, οι κάτοικοι των μεσαιωνικών κάστρων ήταν υποχρεωμένοι να ζουν μέσα σε σκοτεινά και μελαγχολικά δωμάτια που τα φώτιζαν πυρσοί και τζάκια τα οποία όχι μόνο γέμιζαν τον αέρα που ανέπνεαν με αποπνιχτικό καπνό, αλλά μόλις και κατάφερναν να μετριάσουν το ψύχος και την υγρασία του χειμώνα. Τα κάστρα ήταν φτιαγμένα από πέτρα και ο κύριος στόχος τους δεν ήταν η εξασφάλιση των ανέσεων στο εσωτερικό τους αλλά η άμυνα ενάντια σε εξωτερικούς εχθρούς. Τα παράθυρα τους ήταν ως εκ τούτου στενά και μακρόστενα και χρησίμευαν ως πολεμίστρες. Επίσης, η πέτρα ως υλικό δεν κρατούσε τη ζέστη και τα μικρά παράθυρα δεν άφηναν το θερμό φως του ήλιου να μπει μέσα με αποτέλεσμα τα εν λόγω δωμάτια να είναι παγερά και γεμάτα υγρασία κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Το αμυδρό φως που περνούσε μέσα απ’ τις στενές πολεμίστρες του κάστρου σπανίως επαρκούσε για την εκτέλεση των αγγαρειών της καθημερινότητας. Και σαν να μην ήταν αυτό από μόνο του αρκετό, ακόμα και οι προνομιούχοι ιδιοκτήτες των πελώριων εκείνων οικοδομημάτων, έπρεπε να ανεχτούν την καθολική σχεδόν έλλειψη ιδιωτικής ζωής που ταλαιπωρούσε τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις. Τα μεσαιωνικά κάστρα ήταν βλέπετε υπερβολικά στριμωγμένα. Επειδή, όπως έχει ήδη ειπωθεί, οι κατασκευαστές τους τα έχτιζαν με αποκλειστικό κριτήριο την αντιμετώπιση αδίστακτων πολιορκητών και επομένως έδιναν ελάχιστη σημασία στον παράγοντα άνεση ή αισθητική, ήταν πολύ δύσκολο για όλους, ακόμα και για τους πυργοδεσπότες που κληρονομούσαν εκείνα τα σκυθρωπά κατασκευάσματα, να απολαμβάνουν το προνόμιο ενός δωματίου που θα τους ανήκε αποκλειστικά.
Έτσι λοιπόν, εκτός από τον άρχοντα του κάστρου και τη γυναίκα του, σχεδόν κανείς άλλος δεν είχε το δικό του δωμάτιο για να κοιμάται, να ντύνεται και να αφοδεύει. Όλοι οι άλλοι έπρεπε να ανεχτούν μέρα και νύχτα την παρουσία των άλλων. Ίσως βέβαια αυτό να είχε και τα καλά του. Οι περισσότεροι χώροι του κάστρου ήταν τόσο σκοτεινοί υγροί και κρύοι που η ζεστασιά των άλλων ήταν απαραίτητη αν όχι καλοδεχούμενη. Ίσως πάλι να χρησιμοποιούσαν και άλλους πιο πιπεράτους τρόπους για να διατηρούνται ζεστοί. Στο κάτω-κάτω, στα χρόνια του Μεσαίωνα, ο μόνος λόγος για τον οποίο επιτρεπόταν η σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ συζύγων, ήταν η αναπαραγωγή του είδους. Ακόμα και ο σεξουαλικός πόθος προς τον/την σύζυγο θεωρούνταν αμαρτωλός. Σκεφτείτε τώρα ότι ένα τυπικό κάστρο εκείνων των καιρών φιλοξενούσε μέχρι και εκατό ανθρώπους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν υπηρέτες που φρόντιζαν την απρόσκοπτη συνέχεια της καθημερινότητας ενώ η αυλή του πυργοδεσπότη αποτελούνταν από ευγενείς και τις γυναίκες τους που ζούσαν από γενιά σε γενιά μέσα στους ίδιους τοίχους. Αυτό σήμαινε ότι οι περισσότεροι ζούσαν στριμωγμένοι, ο ένας πάνω στον άλλο, μέσα σε μικρά δωμάτια μέρα και νύχτα.
Πέρα απ’ όλα αυτά ωστόσο, τα κάστρα είχαν και μπουντρούμια, υπόγεια κελιά όπου φυλακίζονταν οι εγκληματίες ή απλά όσοι δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς στα μάτια του ιδιοκτήτη του. Αυτά ήταν τα πιο βαθιά, σκοτεινά και κρύα δωμάτια του εν λόγω κάστρου, χώροι όπου οι συνθήκες επιβίωσης ήταν εντελώς τραγικές ακόμα και για τα κριτήρια εκείνης της εποχής. Οι φυλακισμένοι, το μεγαλύτερο λάθος των οποίων ήταν συνήθως το ότι είχαν δυσαρεστήσει τον κύριο του κάστρου ή τη γυναίκα του, έπεφταν συχνά θύματα βασανιστηρίων.
Πέρα από τα μαστιγώματα, τη χρήση πυρακτωμένων λαβίδων και το βγάλσιμο των νυχιών, μια δημοφιλής μέθοδος βασανισμού ήταν η εισαγωγή ενός ζωντανού αρουραίου στο εσωτερικό του σώματος του θύματος. Το πανικόβλητο ζώο προσπαθούσε να βγει απ’ τη σάρκινη φυλακή του σκάβοντας ένα μονοπάτι προς τα έξω. Η συγκεκριμένη μέθοδος βασάνιζε μεν το θύμα μέχρι θανάτου αλλά εξάγνιζε παράλληλα την ψυχή του. Εκείνα τα χρόνια γινόταν αποδεκτό ότι μέσω του πόνου κάποιος μπορούσε να απαλλαχτεί από τις αμαρτίες του και να εισαχθεί στον παράδεισο. Και μια και αναφέρθηκαν τα ποντίκια, καλό θα ήταν να διευκρινιστεί ότι αυτά τα ενοχλητικά τρωκτικά, καθώς και τα ξαδέλφια τους, οι αρουραίοι, κυκλοφορούσαν παντού, σε αποθήκες, κουζίνες και κρεβατοκάμαρες, ακόμα και στην αίθουσα των συμποσίων.
Από την άλλη, ένα από τα ελάχιστα ευχάριστα χαρακτηριστικά εκείνου του αντίξοου περιβάλλοντος ήταν ότι υπήρχε αφθονία μπύρας η οποία ήταν διαθέσιμη σε όλους. Αυτό γινόταν για λόγους ανάγκης καθώς το πόσιμο νερό δεν ήταν καθόλου υγιεινό ενώ η κατανάλωση μπύρας ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος για να μην πεθάνει κανείς από τύφο ή από κάποια άλλη, ακόμα χειρότερη ασθένεια. Οι πλούσιοι της εποχής βέβαια προτιμούσαν να καταναλώνουν ακριβά κρασιά, από τη Γαλλία ή την Ιταλία κυρίως.
Μια τυπική μέρα λοιπόν ξεκινούσε από το ξημέρωμα. Οι λιγότεροι προνομιούχοι μάλιστα ξυπνούσαν πριν καν ξεμυτίσει ο ήλιος για να ανάψουν τις φωτιές της κουζίνας του κάστρου και να ετοιμάσουν τα πάντα για τους υπόλοιπους υπηρέτες. Οι κουζίνες ήταν αρχικά φτιαγμένες από ξύλο με αποτέλεσμα να διατρέχουν συνεχώς τον κίνδυνο να πάρουν φωτιά. Το φλέγον, στην κυριολεξία, εκείνο πρόβλημα λύθηκε επιτέλους, μόνο όταν άρχισαν να χτίζονται από πέτρα.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να ειπωθεί ότι η κοινωνία της Μεσαιωνικής εποχής ήταν αυστηρά ταξική. Αποτελούταν από τους κληρικούς και τους ευγενείς, και από τους πληβείους που μπορούσαν να γίνουν είτε έμποροι είτε τεχνίτες είτε απλοί εργάτες υπηρέτες και κολίγοι στα χωράφια.
Όσον αφορά τα συμπόσια που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτού του απομυθοποιητικού άρθρου, ως κοινωνικές εκδηλώσεις ήταν πολύ συνηθισμένα και δημοφιλή. Λειτουργούσαν ως μέσο σύσφιξης των σχέσεων ανάμεσα σε γείτονες φεουδάρχες, κυρίως μέσω γάμων συμφέροντος όπου ο έρωτας απουσίαζε εντελώς από τη σχέση των νεόνυμφων. Επίσης, αποτελούσαν ένα μέσο εκτόνωσης και μια πηγή χαράς σε μια ζωή που ήταν πληκτική και αντίξοη για όλους. Οι οικοδεσπότες καλούσαν περιπλανώμενους βάρδους για να συναρπάσουν τους καλεσμένους τους με όμορφα τραγούδια και συναρπαστικές αφηγήσεις των ηρωικών κατορθωμάτων των άξιων προγόνων τους. Επίσης, συχνά συντηρούσαν έναν γελωτοποιό, συνήθως κάποιον άνθρωπο που έπασχε από κάποια σωματική ιδιαιτερότητα, συνήθως νανισμό, η οποία θεωρούνταν απ’ όλους πολύ διασκεδαστική. Βέβαια, πολλοί απ’ αυτούς τους γελωτοποιούς, είχαν καταφέρει να αποκτήσουν ένα πολύ σπάνιο προνόμιο: Ήταν οι μοναδικοί που είχαν το δικαίωμα να διακωμωδήσουν ανθρώπους και καταστάσεις ατιμώρητοι.
Από την άλλη, οι υπηρέτες που ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον της προετοιμασίας των συμποσίων ήταν λιγότερο τυχεροί: Δουλεύανε όλη μέρα, στα μαγειρεία, στη λάντζα και στην τακτοποίηση της κεντρικής αίθουσας του κάστρου. Ένα απ’ τα έργα που καλούνταν να επιτελέσουν ήταν να στρώνουν το δάπεδο με πάμπολλα μυρωδικά χόρτα και βότανα για να καλύπτουν τη δυσοσμία των περιττωμάτων των σκύλων και των γατιών που περιφέρονταν ανενόχλητα, αλλά και των υπολειμμάτων από τα τρόφιμα που πέταγαν εδώ και εκεί οι υψηλοί καλεσμένοι.
Στα συμπόσια συμμετείχαν όλοι, άντρες και γυναίκες. Οι συμμετέχοντες κάθονταν ανάλογα με την κοινωνική τους θέση. Ο άρχοντας και η γυναίκα του καταλάμβαναν την κορφή του τραπεζιού, ενώ το απλό προσωπικό καθόταν πίσω-πίσω, στα σκοτεινά, αθέατο απ’ τα μάτια των σημαντικών καλεσμένων.
Τέλος, η τακτική, καθημερινή σχεδόν, παρουσία στο παρεκκλήσι του κάστρου ήταν επιβεβλημένη για όλους μια και η εκκλησία ήταν ένας θεσμός πανίσχυρος και καθοριστικός για την επιβίωση του κάθε ανθρώπου. Ο αφορισμός ενός μέλους του θεοσεβούς ποιμνίου, είτε ήταν αυτό απλός χωρικός, είτε φεουδάρχης, ισοδυναμούσε με το θάνατό του. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την παράνοια που επικρατούσε ως προς την απειλή της μαγείας και την δαμόκλειο σπάθη της θείας τιμωρίας, σήμαινε ότι η ευλαβική τήρηση των θρησκευτικών καθηκόντων κρίνονταν απαραίτητη.
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, αν ένας σύγχρονος άνθρωπος βρισκόταν σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον θα είχε ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης. Αν δεν πέθαινε από κάποια μολυσματική αρρώστια ή από το κρύο και την κακή διατροφή της εποχής, σίγουρα θα πάθαινε νευρικό κλονισμό όντας αντιμέτωπος με την καθολική σχεδόν έλλειψη ιδιωτικής ζωής.
Λοιπόν, τι λέτε, μετά απ’ όλα αυτά που διαβάσατε, εξακολουθούν να σας συναρπάζουν οι έρωτες του Λανσελότου και της Γουινεβίρας και τα ηρωικά κατορθώματα δρακοκτόνων ιπποτών;