Το τσιμπούσι ξεκίνησε. Ύστερα από λίγο άρχισαν να γελάνε και να μιλάνε όλοι μαζί και το σπίτι που ήταν συνήθως σιωπηλό και γαλήνιο σαν εκκλησία πλημμύρισε από γέλια και φωνές που έκαναν τις βροντές της καταιγίδας να μοιάζουν μακρινές και ασήμαντες. Η Σοφία άρχισε και αυτή να γελά και ν’ αστειεύεται μαζί τους. Ένιωθε τα μάγουλά της να καίνε, την καρδιά της να σκιρτά χαρούμενη και τα μάτια της να λάμπουν σαν πετράδια. Άνοιξε το ραδιόφωνο και βρήκε ένα σταθμό με χορευτική μουσική. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πετάχτηκαν όρθιοι, όλοι μαζί, και άρχισαν να χορεύουν και να κυνηγιούνται γύρω απ’το τραπέζι, μαζί και ο Άρης που χοροπηδούσε και γαύγιζε ενθουσιασμένος. Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε τόσο χαρούμενη και ανάλαφρη, σαν να της ανήκε ο κόσμος όλος.
Η καταιγίδα κόπασε σιγά-σιγά αλλά κανείς τους δεν έδωσε σημασία σ’ αυτό το γεγονός.
-«Αφού θα μείνετε εδώ απόψε,» τους είπε κάποια στιγμή, αφού είχαν καταρρεύσει όλοι μαζί στους καναπέδες και στις πολυθρόνες του σαλονιού κατάκοποι απ’ τα χοροπηδητά και τους χορούς, «βοηθήστε με να κουβαλήσουμε σεντόνια και κουβέρτες απ’ τα υπνοδωμάτια. Μπορείτε να ξαπλώσετε εδώ, δίπλα στη σόμπα, που είναι ζεστά!»
Όπερ και εγένετο. Μέσα σε μισή ώρα, το σαλόνι είχε μεταμορφωθεί σε κοιτώνα. Πάνω στους καναπέδες και στις πολυθρόνες στρώθηκαν σεντόνια μαξιλάρια και κουβέρτες. Τα φώτα έσβησαν και μέσα στο σκοτάδι άρχισαν ν’ ακούγονται απαλά ροχαλητά.
Η Σοφία ξαναμπήκε στην κουζίνα όπου άρχισε να βάζει ένα-ένα τα φλυτζάνια και τα πιατάκια στο πλυντήριο πιάτων.
-«Είσαστε μια γυναίκα με πολύ ευγενική καρδιά!»
Γύρισε το κεφάλι της ξαφνιασμένη και βρέθηκε αντιμέτωπη με κάποιον από τους μικρόσωμους επισκέπτες της. Ήταν αυτός που της είχε ζητήσει να περάσουν τη νύχτα στο σπίτι. Τον είδε να τοποθετεί μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας και να κάθεται πάνω της. Για να καθίσει χρειάστηκε βέβαια να σκαρφαλώσει πάνω στην καρέκλα.
-«Γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησε καθώς συνέχισε να βάζει τα φλιτζάνια στο πλυντήριο.
-«Κανείς άνθρωπος δεν θα μας έβαζε στο σπίτι του και δεν θα μας φιλοξενούσε με τόση γενναιοδωρία, και μάλιστα μια τέτοια νύχτα.» της εξήγησε εκείνος.
Η Σοφία τον κοίταξε κατάματα.
-«Ξέρετε καλά τους ανθρώπους;»
-«Όχι πολύ, γενικά μας αρέσει να περνάμε απαρατήρητοι!»
-«Και τι σας έκανε ν’ αλλάξετε γνώμη απόψε;»
-«Η καταιγίδα. Χάσαμε τον προσανατολισμό μας και δεν ξέραμε τι να κάνουμε και που να πάμε!»
-«Πες μου κάτι όμως, τι κάνατε εκεί έξω, μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή;»
-«Ψάχναμε να βρούμε έναν φίλο μας. Τον περιμένουμε να φανεί από προχθές αλλά εκείνος έχει γίνει άφαντος. Μαζευτήκαμε λοιπόν, μια ομάδα από μας, και βγήκαμε έξω να τον βρούμε.»
-«Τον βρήκατε τελικά;»
-«Βρήκαμε ότι είχε απομείνει από αυτόν…»
Ο τόνος της φωνής του μικρόσωμου εκείνου μουσαφίρη ήταν τόσο θλιμμένος που η Σοφία δεν τόλμησε να τον πιέσει περισσότερο. Αποφασισμένη ωστόσο να ξεδιαλύνει το μυστήριο που περιέβαλλε του επισκέπτες της πιάστηκε από αλλού:
-«Βγήκατε έξω είπες;»
-«Απ’ το σπιτικό μας, από εκεί που ζούμε.»
-«Και που ζείτε δηλαδή;»
Εκείνος την κοίταξε χωρίς να της απαντήσει και η Σοφία κατάλαβε ότι η ερώτηση που του είχε κάνει τον είχε φέρει σε δύσκολη θέση.
-«Νομίζω πως είναι ώρα να πέσουμε όλοι για ύπνο, δεν συμφωνείς και εσύ;» τον ρώτησε με φιλικό ύφος. Εκείνος συμφώνησε μαζί της με έκδηλη ανακούφιση.
Αφού βεβαιώθηκε πως όλοι κοιμόνταν ήρεμα στο σαλόνι, μαζί και ο Άρης που είχε κουλουριαστεί στη συνηθισμένη του θέση, μπροστά απ’ τη σόμπα, ανέβηκε τη σκάλα που έβγαζε στον πάνω όροφο του σπιτιού και μπήκε στο δωμάτιό της.
Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι, ο ύπνος έπεσε πάνω της σαν βαριά κουβέρτα και βυθίστηκε σ’ έναν κόσμο παράξενων ονείρων.
————–
Ξύπνησε απότομα. Η καρδιά της γοργοχτυπούσε σαν φυλακισμένο πουλί. Οδηγημένη από κάποιο αρχέγονο ένστικτο ένιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Τέντωσε τ΄αυτιά της και κοίταξε το ταβάνι, εκεί όπου το φως της λάμπας που φώτιζε το δρόμο έξω απ’ το σπίτι, ζωγράφιζε ένα κίτρινο τετράγωνο.
Άκουσε κάτι μεγαλόσωμο να πηδάει πάνω απ’ τον χαμηλό φράχτη με τα κάγκελα που περιέβαλλε τον κήπο και να προσγειώνεται απαλά στο χορτάρι.
Γλύστρησε έξω απ’ το κρεβάτι, φόρεσε τις παντόφλες της, τυλίχτηκε μ’ ένα ζεστό μπουρνούζι και βγήκε απ’ το δωμάτιο κλεφτά, περπατώντας στις μύτες των ποδιών της.
Με κινήσεις ανάλαφρες και λάθρες, κατέβηκε αθόρυβα τη σκάλα που κατέληγε στο σαλόνι. Οι επισκέπτες της κοιμούνταν ακόμα βαθιά και ροχάλιζαν ξέγνοιαστοι μέσα στο σκοτάδι, ξαπλωμένοι σε πολυθρόνες και καναπέδες. Ο Άρης, κουλουριασμένος ακόμα μπροστά απ’ τη σόμπα, πάνω στο χαλάκι του, έμοιαζε επίσης να έχει παραδοθεί στις αγκάλες του Μορφέα. Της φάνηκαν όλοι τους πολύ ευάλωτοι εκείνη τη στιγμή, εύθραυστοι σαν νήπια έτσι όπως ξάπλωναν ο ένας δίπλα στον άλλο, τυλιγμένοι με τις κουβέρτες τους και με τα κεφαλάκια τους να εξέχουν έξω απ’ τα στρωσίδια.
Κάρφωσε το βλέμμα της στη μπαλκονόπορτα. Πάνω στις λευκές κουρτίνες της που έκρυβαν τον έξω κόσμο, διαγράφονταν τα κλαδιά της αμυγδαλιάς που φύτρωνε στον κήπο, γυμνά τώρα εξαιτίας του χειμώνα, λεπτά και μαύρα σαν κοφτες πινελιές από σινική μελάνη.
Έφερε τα χέρια της στο στόμα της για να μην φωνάξει:
Υπήρχε και κάτι άλλο εκεί έξω, μια κινούμενη σκιά. Στην αρχή έμοιαζε με μεγαλόσωμο σκύλο αλλά μετά ορθώθηκε στα πίσω πόδια της και το σχήμα της άλλαξε, μετατράπηκε σ’ έναν συνδυασμό γορίλα, σκύλου και ανθρώπου.
Είδε την απόκοσμη εκείνη σιλουέτα να πλησιάζει το τζάμι και το περίγραμμά της να γίνεται πιο συγκεκριμένο και συμπαγές. Ένα μακρύ χέρι απλώθηκε και ψαχούλεψε το πλαίσιο της μπαλκονόπορτας, λες και γύρευε κάποιο τρόπο να την ανοίξει.
Μέσα απ΄το βαθύ και αφύσικο ύπνο που τον είχε κυριεύσει, ο Άρης κλαψούρισε τρομαγμένος.
Απόλυτη σιωπή γέμιζε το σπίτι. Η βροχή είχε σταματήσει. Η Σοφία, βρίσκοντας ένα θάρρος που δεν φαντάζονταν ποτέ ότι ήταν δυνατόν να διαθέτει, πλησίασε βήμα-βήμα τη μπαλκονόπορτα και τη συρταριέρα που βρίσκονταν δίπλα της, άνοιξε αργά-αργά το συρτάρι όπου φύλαγε τα καλά της μαχαιροπήρουνα και έβγαλε ένα μακρύ μαχαίρι που χρησιμοποιούσε για να κόβει κάθε χρόνο τη Χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα.
Στη συνέχεια, σφίγγοντας το μαχαίρι στο δεξί της χέρι, στάθηκε μπροστά απ’ το τζάμι της μπαλκονόπορτας και έσφιξε τα δόντια της, αποφασισμένη ν’ αντιμετωπίσει μαχητικά την επικείμενη εισβολή του εξωπραγματικού εκείνου πλάσματος.
Μια βαριά αναπνοή ακούστηκε έξω απ’ το γυαλί. Ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκώνονται όρθιες η μια μετά την άλλη. Το μακρύ και δύσμορφο χέρι του όντος βρήκε το χερούλι της μπαλκονόπορτας και άρχισε να το στρίβει. Εκείνη καταράστηκε τον εαυτό της που ξέχασε να το κλειδώσει νωρίτερα. Ένα ανεπαίσθητο τριξιμο ακούστηκε μέσα στη σιωπή και οι λευκές κουρτίνες αναδεύτηκαν. Κάτι χώθηκε μέσα στο άνοιγμα που δημιουργήθηκε ενώ μια μακρυά μουσούδα ξεπρόβαλε ανάμεσα απ’ τις κουρτίνες και μύρισε τον αέρα. Στη συνέχεια, το πλάσμα που προσπαθούσε να εισβάλει στο σπίτι έχωσε όλο το χέρι του μέσα και ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει τη μπαλκονόπορτα διάπλατα.
Η Σοφία έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός και χωρίς να βγάλει άχνα, έμπηξε το μαχαίρι στο μπράτσο του εισβολέα, μέχρι τη λαβή.
—————-
Ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό έσκισε τον αέρα. Το τέρας τράβηξε το χέρι του αστραπιαία πέρνωντας μαζί του και το μαχαίρι. Το σκοτεινό ξόρκι που κρατούσε τους νάνους και τον Άρη κοιμισμένους διαλύθηκε και εκείνοι πετάχτηκαν όρθιοι φωνάζοντας δυνατά και πετώντας τις κουβέρτες τους εδώ και εκεί. Η Σοφία έκλεισε και κλείδωσε την μπαλκονόπορτα όσο πιο γρήγορα μπορούσε, απομακρύνθηκε μ’ ένα σάλτο από μπροστά της και χύμηξε στο διακόπτη του ηλεκτρικού για ν’ ανάψει το φως. Το ρεύμα όμως ήταν κομμένο.
-«Τι συμβαίνει Δεσποσύνη;» τη ρώτησε αλαφιασμένος ένας απ’ τους νάνους.
-«Υπάρχει κάτι εκεί έξω, κάτι σαν τέρας!» ψέλλισε εκείνη λαχανιάζοντας. Ένα κύμα παγωμένου ιδρώτα ανάβλυσε σ’ ολόκληρο το κορμί της. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν πλέον και η καρδιά της χτυπούσε παράξενα. Κάθισε σε μια καρέκλα για να μην καταρρεύσει στο πάτωμα. «Νομίζω ότι το τραυμάτισα,» δήλωσε.
Απ’ τον κήπο έρχονταν ένας καταιγισμός φριχτών ήχων, ένας απαίσιος σαματάς.
Λες και κάτι πάλευε με τον εαυτό του.
Η Σοφία άκουσε τις τριανταφυλλιές της να τσακίζονται και κάτι απαίσιο να τρίβεται πανω στον κορμό της αμυγδαλιάς.
-«Εσάς ψάχνει αυτό το πράγμα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε οδηγημένη από μια ξαφνική έκλαμψη διορατικότητας.
Η τρομερή σκιά διαγράφτηκε για δεύτερη φορά πίσω απ’ τις κουρτίνες και τότε, μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο γυαλιών που σπάζουν, μια πελώρια σιλουέτα, ένα πλάσμα που δεν ήταν ούτε ζώο αλλά ούτε και άνθρωπος, κομμάτιασε τη μπαλκονόπορτα, έσκισε τις κουρτίνες και χύμηξε μέσα στο σαλόνι.
—————
Μάτια που έλαμπαν κόκκινα σαν πυρακτωμένες πρόκες, καρφώθηκαν επάνω της εκδικητικά.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσε απόλυτα σίγουρη για το τι έπρεπε να κάνει. Πετάχτηκε όρθια και έτρεξε προς την εξώπορτα του σπιτιού.
Το κλειδί της πόρτας βρίσκονταν ακόμα χωμένο στην κλειδαρότρυπα. Το είχε ξεχάσει εκεί πέρα όταν είχε ανοίξει και είχε αφήσει τους νάνους να μπουν στο σπίτι, υπερβολικά έκπληκτη απ’ την όλη εμπειρία για να θυμηθεί να ξανακλειδώσει και να βάλει το κλειδί στη θέση του. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει ξυπόλητη μέσα στο σκοτάδι, πρώτα στον κήπο, μετά στο δρόμο και ύστερα στους πρόποδες του λόφου που υψώνονταν απέναντι απ΄το σπίτι.
«Έλα σε μένα, έλα σε μένα.,» μουρμούρισε πνιχτά καθώς προσπαθούσε ν’ ανέβει την λασπωμένη πλαγιά του στα τυφλά, «εμένα θέλεις, άσε τους άλλους ήσυχους!»
Το στήθος της άρχισε να πονάει και η αναπνοή της να σώνεται. Οι γυμνές πατούσες των ποδιών της κόβονταν απ’ τις αιχμηρές πέτρες που κάλυπταν το έδαφος, τα δάχτυλά της χτυπούσαν σε αγκωνάρια και αγκαθωτοί θάμνοι έσκιζαν τους αστράγαλους και τις γάμπες της. Εκείνη όμως συνέχισε να σκαρφαλώνει το λόφο επιστρατεύοντας όλες της τις δυνάμεις .
Άκουσε κάτι να τρέχει ξοπίσω της, κάτι ταχύτατο και τρομερό που σκαρφάλωνε τον λόφο με απίστευτη ευκολία. Ούτε καν τόλμησε να γυρίσει το κεφάλι της και να κοιτάξει. Διπλασίασε τις προσπάθειες της σπρωγμένη από ένα πρωτόγονο κύμα τρόμου, απ’ το ένστικτο του θηράματος που νιώθει τον διώκτη του να πλησιάζει αμείλικτος.
Κάτι τη χτύπησε στην πλάτη με συντριπτική ορμή και εκείνη σωριάστηκε καταγής πάνω στην πέτρινη πλαγιά.
Χέρια σκληρά σαν σίδερο την γύρισαν ανάσκελα. Τα μπράτσα της ακινητοποιήθηκαν, λες και σφίγγονταν στη λαβή μιας μέγγενης.
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το τέρας που πυργωνονταν από πανω της κατάματα:
Ο ουρανός είχε καθαρίσει επιτέλους και η παγωμένη λάμψη των άστρων γέμιζε τη νύχτα. Μέσα στο χλωμό εκείνο φως αντίκρυσε ένα φριχτό πρόσωπο, κάτι που δεν μπορούσε να είναι γέννημα αυτού του κόσμου αλλά που είχε δραπετεύσει από αλλού, από ένα σκοτεινό σύμπαν όπου τέρατα και δαίμονες ζούσαν ακόμα.
Πελώρια σαγόνια άνοιξαν διάπλατα και μια καυτή και δύσοσμη ανάσα καψάλισε το πρόσωπό της. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα κοφτερά δόντια που άστραψαν σαν λεπίδες στο σκοτάδι καθώς μια παχύρρευστη σταγόνα αηδιαστικού σάλιου έπεφτε πάνω στο δεξί της μάγουλο.
Το βλέμμα του πλάσματος διασταυρώθηκε με το δικό της και στα κόκκινα μάτια του άστραψε μια λάμψη σαδιστικής ικανοποίησης.
Εκείνη τη στιγμή, ένα θυμωμένο γαύγισμα ακούστηκε πίσω της και ο Άρης έπεσε πάνω στο τέρας σαν χιονοστιβάδα. Τα δόντια του βυθίστηκαν στο λαιμό του και τα νύχια των ποδιών του όργωσαν την πλάτη του σαν αλέτρια.
Το τέρας σηκώθηκε όρθιο, στα πίσω πόδια του. Άρπαξε τον Άρη απ’ το σβέρκο και τον τίναξε μακρυά σαν να ήταν παιδικό παιχνίδι.
Άκουσε τον σκύλο της να βγάζει ένα πονεμένο αλύχτισμα καθώς συγκρούονταν με το έδαφος.
Ο ήχος αυτός τη χτύπησε σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
Το χέρι της σφίχτηκε γύρω από ένα μακρόστενο αντικείμενο. Ήταν ένα στουρνάρι, μια μακρυά και μυτερή πέτρα. Ο λόφος ήταν γεμάτες από δαύτες. Το έσφιξε δυνατά, τόσο πολύ που ένιωσε τα δάχτυλά της να κόβονται στις αιχμηρές γωνίες του και καθώς το θηρίο έπεφτε πάνω της για να την αποτελειώσει, το κάρφωσε με όλη της τη δύναμη στο δεξι του μάτι. Μια άγρια χαρά άστραψε μέσα της καθώς ένιωσε το αυτοσχέδιο εκείνο όπλο να χώνεται βαθιά στο μάτι του κτήνους.
Το θηρίο ούρλιαξε για δεύτερη φορά και άρχισε να χτυπιέται. Η Σοφία ένιωσε να πνίγεται απ’ το βάρος του.
Ύστερα συσπάστηκε ολόκληρο και σωριάστηκε δίπλα της άτονο, σαν μια πελώρια μάζα από σάρκα τρίχες και κόκαλα.
Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρυσε το πρόσωπο του σκύλου της να της χαμογελά. Η γλώσσα του ήταν ματωμένη. Της έγλειψε το πρόσωπο που ήταν μουσκεμένο από ιδρώτα και δάκρυα.
Το τέρας είχε πεθάνει.
Εκείνη όμως ήταν ζωντανή.
—————
(συνεχίζεται)