Ποιητικό υφαντό ποιοτήτων
Εκεί που αρχίζει η ραφή το ξήλωμα ενεδρεύει, σκέφτηκα, κλείνοντας το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου Σωσίβιο χώμα, και, παραδομένη στο ρυθμό της γλώσσας του, αφέθηκα σε ένα ατελεύτητο παιχνίδι συνειρμών, σε μία ατέρμονη αλληλουχία εικόνων, φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους, μα εσωτερικά διαπερατών από την ίδια την ουσία της ποίησης, το βήμα και το ρυθμό του ποιητικού υποκειμένου και φαντάστηκα τη σύνθεση αυτή σαν ένα μεγάλο υφαντό, ποικίλων χρωμάτων και περίτεχνων διασταυρώσεων νημάτων, κινήσεων επαναληπτικών και αναιρέσεων, ενθρονίσεων και αποκαθηλώσεων, αποτυπωμένων στον καμβά της γλώσσας. Σαν μία εικόνα ελεύθερη, αφαιρετική, και ταυτοχρόνως απόλυτα πειθαρχημένη στην δική της εσωτερική αλήθεια, σε ένα σχήμα προσωπικό, στο οποίο υπακούει και το οποίο επιτρέπει στον αναγνώστη διακριτικά να εισέλθει, προκαλώντας τον να ανακαλύψει την δική του προσωπική είσοδο, όχι όμως πάντοτε και να την κατοικήσει. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι πρόκειται για μία ποίηση ερμητική, η οποία απαιτεί από τον αναγνώστη δουλειά ανάλογη με αυτή του ποιητή για να φτάσει σε κοινωνία μαζί της και ταυτόχρονα μία ποίηση απόλυτα απελευθερωτική για εκείνον που θα καταφέρει να κατακτήσει τις απόκρημνες κορυφές της. Το ποιητικό τοπίο, που υφαίνει ο Παπαγεωργίου, είναι ένα τοπίο δύσβατο, με συνέχειες και ασυνέχειες, κενά και πλήρη, διέσεις και υφέσεις στην κλίμακα της μουσικής, που στο μέτρο του ανθρωπίνου το καθιστούν αποκαλυπτικό.
Φράσεις, όπως, «ουράνιες ράφτρες μετρούν των μοιρών το λιγόστεμα», «βλεμμάτων ραφές να γαζώνουν τοπία μεσίστια», [1] «κραυγή τεντωμένη κλωστή περιβάλλει τους ίσκιους», «νοερής ρυτίδας τράβηγμα κουβάρι ατέλειωτο κυλάει», [2], «όπως χαράζεται κεντήματος η ανάποδη όψη με κόμπους τα κεφάλια των χρωμάτων να προεξέχουν ακατέργαστα» [30], με αναφορές σε μία αενάως επαναλαμβανόμενη διαδικασία ραφής και ξηλώματος επανέρχονται συστηματικά μέσα στη ροή της σύνθεσης οικοδομώντας μία ποιητική επιφάνεια αδρή και ποικιλόχρωμη, με κόμπους, που προϋποθέτουνε την παύση και χρώματα συνεχή που απεικάζουν τη ροή. Μέσα από αυτή την επιμονή του ποιητή να επανέρχεται σε αυτό το λεξιλόγιο, και ακολουθώντας ένα προσωπικό μονοπάτι συνειρμών, αντίκρισα την γυναίκα εκείνη, μίας περασμένης εποχής, που πλέκει, υφαίνει, που κεντά με ένα βλέμμα καρτερίας στα μάτια, τη μάνα, τη γιαγιά, την Πηνελόπη, την ίδια την μοίρα του ανθρώπου· και έπειτα έστρεψα το βλέμμα μου στον τοίχο και είδα τη ζωή κρεμασμένη σαν ένα πολύχρωμο κέντημα σχεδιασμένο κάποτε στο μάθημα των οικοκυρικών. Πίσω έσβηνε ο αχός ενός επαναλαμβανόμενου δεκαπεντασύλλαβου κάποιου αγαπημένου δημοτικού τραγουδιού. Και μέσα από αυτό το συνειρμικό ταξίδι ένοιωσα να ακουμπώ το κείμενο με τη θέρμη της οικειότητας, να κατανοώ τον ρυθμό και την σύνταξή του σαν μία ανάγκη, σαν φυσική συνέχεια μίας ολόκληρης ποίησης και άλλης μίας ζωής.
Οι τριάντα αυτόνομες και αλληλοσυμληρούμενες ενότητες που οικοδομούν τη σύνθεση, μορφικά αποδίδονται ως πεζοποίηματα, ουσιαστικά όμως διατηρούν τον αυστηρό ρυθμό και το εσωτερικό τους μέτρο, συνομιλώντας με την ιστορία και την προϊστορία του ποιητικού λόγου. Ο Παπαγεωργίου, του οποίου η ποίηση πάντοτε, ακόμη και στις πεζόμορφες εκδοχές της, διακρίνεται για τον εσωτερικό της ρυθμό, εδώ αγγίζει το ακρότατο όριό της. Κάθε εικόνα, κάθε εμπειρία υποτάσσεται απόλυτα στην γλώσσα. Συχνά, η σύνταξη αποκλίνει της συνήθους γλωσσικής διάταξης και ακολουθεί το ποιητικό συντακτικό που γεννά ο βηματισμός της γλώσσας, το εσωτερικό μέτρο του ποιητή. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Φθινόπωρο πάλι σκαρώνει ο καιρός βαριεστημένος κίτρινο διαιρεί σε όλων των φύλλων τον ατέρμονο αριθμό και ας νοερά βαριανασαίνουν οι αποχρώσεις και ας πέφτει χιόνι αιθέρια μουσική» [17] και αλλού «Λίκνισμα κατά τη μεριά κεριών σβησμένων μόλις από πνοής αιθέριο πέρασμα ένα σούφρωμα χειλιών γραμμένων από κόκκινο αίματος με αδίκως οι ευχές ν’ αναρριχώνται στου λιβανιού τα ισχνά τοιχώματα»[25], «μέρες ζυμώνουν πρόσφορα με αντί μαγιά προζύμι πυρετού σταματημένου σε δυσθεώρητες γραμμές εκεί που δέντρα σαρκοβόρα στην αρχή πώς μεταλλάσσονται ύστερα σε κατοικίδια κυπαρίσσια […] εδώ κοινόβιος ύμνος ας ακούγεται και με όπου όνειρο βελάσματα σβησμένων άστρων ίσα να προδίδεται η καταγωγή της στάχτης.»[30]. Τα σημεία στίξης, όπως συνηθίζει ο ποιητής, απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά, εξοστρακίζονται, θα μπορούσε κανείς να πει, μοιάζοντας πως η παρεμβολή τους θα τραυμάτιζε τη ροή της γλώσσας. Τα κόμματα, οι τελείες, τα ερωτηματικά στο σφιχτό και ροϊκό λόγο του Παπαγεωργίου, θα έστεκαν βράχοι έκπτωτοι, υλικά φερτά στον ρου του λόγου του, ή αλλιώτικα σαν υποδείξεις ανάγνωσης φευκταίες. Ακολουθώντας πιστά το εσωτερικό του σχήμα, ο ποιητης προβάλλει απόλυτα απελευθερωμένος από κάθε διάθεση καθοδήγησης του αναγνώστη. Σχεδιάζοντας την ρυμοτομία του ποιητικού του χώρου -εκ διαμέτρου διάφορη προς την ασφυκτική ρυμοτομία ενός ροδιού την αιματηρή οικονομία του κόκκινου, με γραμμές καμπύλες, συνεχείς και διασταυρούμενες, με χρώματα βαθιά και ανεξάντλητα, επιτρέπει στον κάθε αναγνώστη να γεννήσει τη δική του συναισθηματική διαδρομή, να τοποθετήσει κατά βούληση τα ερωτήματα, τις παύσεις και τον θαυμασμό του, να ματώσει και να σκεπάσει τις πληγές του ανάλογα με το χρόνο. «Και εξάλλου η ωριμότητα μιας μέρας εξαρτάται από τη συνέπεια των ωρών της», σημειώνει, και ακριβώς πάνω σε αυτή την συνέπεια εργάζεται, την συνέπεια των παρελθόντων και των μελλούμενων ωρών του.
Σε μία προσπάθεια ανασύνταξης του βιωμένου και του μελλούμενου χρόνου και χώρου του, επιστρέφει αφενός, στην οικειότητα των θερμών ωρών του, πλέκοντας ένα ιδιότυπο, σκοτεινών αποχρώσεων, εγκώμιο της αγάπης -σαν αντιστροφή, σαν προβολή του αποτυπώματος της μέσα από τη θέα παραμορφωτικού καθρέφτη, γράφοντας για παράδειγμα, «ολόσωμο το φόρεμα της αγάπης αν και αφόρετο βαδίζει εκεί που είδε ποιητής το όραμά του»[9], και αφετέρου στην ρωγμή που εγγράφει το τυχαίο στην ανασύνθεση των στιγμών, μέσα από την εικόνα μίας παρέλασης ρακένδυτης με πρόσωπα τυχαία βαλμένα ώστε κανείς να μην αναγνωρίζεται ή κάποιων τυχαίων διασταυρώσεων βλεμμάτων που λάβαρο υφαίνουν ώστε από φως η ραφή δεν ενώνει άλλα κόβει στα δύο του τοπίου τη θέα. Μέσα από μία υπερρεαλιστική πρόσληψη και ενσυναίσθηση του ορατού κόσμου, της εμπειρία που έχει συσσωρεύσει, ο Παπαγεωργίου, παραδίδει τελικά μία ποίηση εικόνων δεύτερης τάξης, που συνθέτονται και συναντιούνται μόνο μέσω μίας διαδικασίας απεμπλοκής από τον καθημερινό βίο και την γλώσσα των καθημερινών συναλλαγών, από το σαφές και παγιωμένο σύστημα προεικόνων, στο οποίο όλοι, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο έχουμε μάθει να υπακούμε και κάποτε να υποτασσόμαστε.
Και ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι μία σε βάθος παραχώρηση του ίδιου του εαυτού στο κείμενο, μία παραχώρηση προσωπικού χώρου και χρόνου στο γλωσσικό τοπίο που υφαίνεται ώστε να επιτευχθεί ο πολυπόθητος συντονισμός με τον βηματισμό του ίδιου του ποιητή, με το ρυθμό της ποίησης. «Με χάδι λιγοστεύει ότι χαϊδεύεται γι’ αυτό η παλάμη ανάστροφα κρατιέται ώστε άθελά της μην ορίζει των σωμάτων τα όρια» [6], γράφει ο Παπαγεωργίου, και ακριβώς σε αυτή τη ρήξη των ορίων μάς καλεί, στην αφή του κειμένου μέσα από τον ήχο, μέσα από την ρυθμική παραφορά της γλώσσας. Και προσωπικά, αναγνωρίζω τη μεγαλύτερη αρετή που κομίζει το Σωσίβιο χώμα, στο γεγονός ότι μας θυμίζει ξανά πως η ποίηση οφείλει να διαβάζεται δυνατά, είναι γλώσσα με ήχο κρουστό που οδηγεί τον άνθρωπο στα βάθη της ύπαρξης, όπως η ηχώ φωνής αγαπημένης που σβήνει στη νύχτα.