You are currently viewing Έφη Φρυδά. Έμψυχο δάσος

Έφη Φρυδά. Έμψυχο δάσος

 

Τη νύχτα εκείνη της Πεντηκοστής κάτι ξεκίνησε μέσα από τις στάχτες, ζωή σάλεψε μέσα από θάνατο τυραννικό. Πρώτα ένα φίδι, που χωρίς πουκάμισο, φίδι κατάμαυρο, με τις λεπίδες του κρυμμένες κάτω από δέρμα και σάρκα σκληρά, ατσάλι κορωμένο, ξετρύπωσε ψυχρό μέσα από τους μύδρους που ακόμα σιγοπύρωναν και, το κεφάλι ανασηκώνοντας, μαστίγωσε – τώρα δοκιμαστικά – τον τσικνιστό αέρα με τη διχαλωτή του γλώσσα. Ένας συριγμός ακούστηκε στον τόπο πέρα ως πέρα. Σιγανός ήταν, ανεπαίσθητος, κι όμως ακούστηκε παντού, και κάτω ακόμα από τα αποκαΐδια, εκεί κυρίως. Και ήταν σαν σύνθημα που η πλάση όλη, η περιφρονημένη, με αδημονία περίμενε.

Ο πεύκος, αυτός που η σκιά του αιώνες τον άνθρωπο δρόσιζε,  με τις σκοτεινές τις φυλλωσιές τώρα να βουίζουν ανθρώπου διαβολές, τον κορμό του επιτέλους άνοιξε και μάγμα από τα έγκατα της γης με τρομερό βουητό άφησε να ξεχυθεί. Κάποιες σκιές πυκνώσαν στους κοκκινοπύρωτους αχνούς, μέσα στη λάβα. Όντα παλιά, κάτοικοι του δάσους, στα δέντρα και στους θάμνους είχαν την κατοικία τους, στους λυγερούς τους μίσχους την πνοή τους, στα λουλούδια την ψυχή. Τώρα με πέτρες και μέταλλα απ’ τα κατάβαθα της γης – στιλπνοί κατάμαυροι αιματίτες, βαθυκύανα κοβάλτια, πράσινοι μαλαχίτες, χαλκός ο πιο ανθεκτικός – όλα μαζί ενωθήκαν, γινήκαν ένα. Βελόνες και φρύγανα, πεσμένα κάτω στη γη, ορθά, ανατριχιασμένα σηκωθήκαν κι από τη φωτιά ατσαλωμένες λάμες δίκοπες γινήκαν.  Τότε ο πεύκος πήρε τις ρίζες του και να βαδίζει άρχισε μαζί με τ’ άλλα – μίμησις ανθρώπου μοχθηρού και άπληστου.

 

    JMW Turner. Τhe death of the pale horse (The Fall of Anarchy)c.1833–4

Εκεί, μέσα στα συστραμμένα του πεύκου τα κλαδιά, σπίνος πήρε τη φωλιά του με τα καρβουνιασμένα νεογνά του και το λαμπερό κάποτε φτέρωμα με πόνο τώρα τίναξε και κίνησε· μαζί του ο κορυδαλλός με λοφίο καψαλισμένο και δυνατό κελάηδημα πολέμου, κι η κουκουβάγια, το πένθος της πλάσης ολόκληρης σπαρακτικά ιστορούσε· τώρα που το παιδί της τ’ όμορφο έχασε τίποτα δεν είχε πια να χάσει. Μια μικρομάνα αλεπού μισή μες στη φωλιά τ’ άψυχα τα παιδιά της φύλαγε, το κόκκινο της γούνας της πιο κόκκινο ακόμα κι απ’ τις φλόγες. Σοφή χελώνα αιωνόβια πολλές φωτιές με το γερό της καύκαλο είχε περάσει, αυτή όμως όχι. Το γέρικο κεφάλι από το κούφιο καύκαλο ξετρύπωσε, βρισιές από το στόμα το παραμορφωμένο να βογκάει. Σε μια φολίδα του φιδιού το νύχι της έδωσε και, γαντζωμένα, όλα συνεχίσαν. Νυκτόβιος ο λαγός της Μεγάλης Νύχτας στο κοντό σκληρό του τρίχωμα χρώμα άλλαξε και ένα σάλτο έδωσε στα αφανισμένα ψηλά χορτάρια της πεδιάδας. (Ο άνθρωπος, στο μεταξύ, τη λέξη αυτή πλέον δεν γνώριζε, εξόν κι αν τεχνητό γκαζόν ήταν σπαρμένη).  Στην κορυφή του σάλτου του εκεί ο λαγός μια λιβελούλα συνάντησε σε πτήση, κλάμα γοερό μετέφερε στο σπασμένο πέταγμά της. Νερό για ‘κείνη πουθενά, τ’ άνθη καρβουνιασμένα.

 

 

Abraham Mignon – Detail

 

Χυμοί και αίμα που αιώνες χύνονταν στη γη και η ανεμώνη φύτρωνε κι η παπαρούνα, θυγατέρα του Μορφέα, και ο νάρκισσος, ποινή φρικτή για τη ματαιότητα του ανθρώπου, την παγωμάρα της καρδιάς, κι η ντροπαλή μιμόζα κλειστή για πάντα πια στο καταστροφικό το πέλμα. Όλα ανάψαν τώρα το απαλό τους φως και, με  την  ταπεινή αγριοβιολέτα, την ευωδιά τους σκόρπισαν θυσιαστικά αγκαλιάζοντάς το σύμπαν. Ύστερα το κεφάλι πάνω στο μίσχο τους σήκωσαν και, καρβουνιασμένα απολιθώματα του κάτω κόσμου, μαζί με τα άλλα βάδισαν.

Λεβάντα για την ευσπλαχνία, δεντρολίβανο για θύμηση παντοτινή, μάραθο· όλα της Οφηλίας τα βότανα για το ανάθεμα, την οδύνη και την τρέλα. Ζητείται ακόμα η μετάνοια κι η προσευχή για το είδος που το κορίτσι εκπροσωπεί. Εκείνη τώρα, πλέοντας στα νερά του ξεραμένου ποταμού, ουράνια σώματα παρατηρεί, συγχώρεση ζητάει, κι ας είναι η αθωότερη όλων στη νεκρική την προσευχή της.

Ophelia by John Everett Millais. 1851-52.

 

Μαζεύτηκαν τα βότανα της μικρής τρελής μαζί με άνθη – φλισκούνι και χαμόμηλο και κατιφές, αγιόκλιμα, και γιασεμί, κι η δροσερή ταξιανθία της αφροξυλιάς, της αγριοτριανταφυλιάς ο άλικος λεκές πάνω στο κουλούριασμα της αρχαίας φτέρης. Ξετύλιξε το κλαδάκι της η φτέρη και μαζί τους κύλησε στο ομαδικό το μνήμα, το σφάλμα στο αστέρι του ανθρώπου θέλοντας να πληρώσει. Μαζί με του ελάτου την ευθύτητα, του κέδρου τον ευρύ κορμό που, καθώς καίγονταν παντού, την ιερή την ευωδιά τους τη σκορπούσαν, θέλοντας έτσι ευλογίες να μοιράσουν.

Ο πεύκος όμως ήξερε. Και τόσα άλλα έμψυχα μαζί του. Δέντρα που, πριν καούν, είχαν αλύπητα κοπεί, τσαλαπατηθεί, αφεθεί χωρίς στάλα νερό να ξεραθούνε. Το ταπεινό το σπάρτο στην άκρη του δρόμου γενναία αποφάσισε: τις λόγχες του ακόνισε πάνω στις κατακίτρινες του γλώσσες. Ήξεραν πια, όλα γνώριζαν την κακία! Χρόνια, αιώνες τώρα την ιεροσυλία ζούσαν και ξαναζούσαν.

 

Apel les Mestres , ‘The Trees Fleeing from Man, Destructor of the Forests’. 1905

 

Αίφνης  πνεύματα όντων απ’ την αυγή της ιστορίας, θανόντα και αγέννητα, πρόβαλλαν κι αυτά μαζί με τους δρυίδες, δαιμόνια αγαθά και μοχθηρά επίσης, και ξωτικά του δάσους. Ξέφωτα σκόρπια, μικρά νησιά, κάποτε δασωμένοι λόφοι, πυκνοί σαν προβιά αρκούδας, πράσινοι ωκεανοί κάποτε · βελανιδιά, φτελιά, καρυδιά, κυπαρίσσι, λεύκα δίμορφη, ασημοπράσινη. Ψυχές του μαύρου δάσους ανασυντάχθηκαν. Στην πόρτα του ανθρώπου με μακρύ καρφί της Οφηλίας το στεφάνι βαθιά έμπηξαν. Ήταν ο δούρειος ίππος τους, το ‘χαν αποφασίσει.

 

photo from film The Edge of Darkness, 1943 dir. Lewis Milestone

 

Κι ο πεύκος τις βαθιές του ρίζες σήκωσε και, απλώνοντας τα κατάφλεκτα κλαδιά του, τα ένωσε μαζί τους. Σύννεφα κλείσαν τον ουρανό, χαμηλώσαν κι ακούμπησαν στη γη κι ακόμα παρακάτω. Βροχή δεν ήταν, μόνο σκόνη κιτρινοπράσινη. Παντού σκόρπισαν θειάφι.

Ο πεύκος ετοιμάστηκε. Πίσω του, όλα στερεωμένα, παρατάχτηκαν. Μπροστά μπροστά δούρειο ίππο βάλανε το στεφάνι της συμπόνιας.

Ο άνθρωπος, τις σφυριές ακούγοντας, την πόρτα του άνοιξε. Αλλά, αντί το μυρωμένο στεφάνι να κοιτάξει, κοίταξε το ρολόι του. Και αυτό είχε σταματήσει.

Ένα γεράκι, από τη γη που μέχρι τώρα τα γαμψά τα νύχια του, σουβλιά τα βύθιζε, πράξη προετοιμασίας τέλειας και τελικής, με τίναγμα απότομο ψηλά ανέβηκε και κύκλωσε το σπίτι του ανθρώπου. Ύστερα, με δαίμονα ορμή, χύμηξε προς τον στόχο.

 

Andrew Wyeth. Soaring, 1942-1950

 

 

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

This Post Has One Comment

  1. Τζίμας Σπύρος

    Εύγε!

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.