On n’aime qu’une fois, la première.
-
Θάλασσα
Χαίρε
γιγάντια πάλλουσα πεδιάδα
πηγή σκότους και φωτός
γαβάθα ηδονής.
δώρο που μέσα σου αθώα
κι όλο και πιο ελεύθερη ανακάμπτω
τόσο εύκολη για σένα
ασύδοτη επιστρέφω.
απέραντο θηλυκό
κοντά σου,
στα πλάτη και τα βάθη σου
πλήθος ζωές σπαρταρούν
άσε με το δικό μου φύλο να βρω
σε μια διαφορετική κατάσταση ύπαρξης
εκεί όπου η κάποτε φλεγόμενη νιότη μου, οπαδός της αισθησιοκρατίας,
με συνοπτικές διαδικασίες
ακόμα παραδίνεται.
-
Πασπαλισμένο με σαφράν
o ήλιος που γύρω σου ξανοίγει
φτιάχνει μια περίμετρο αβγό μελάτο πασπαλισμένο με σαφράν
κι εσύ μια ξεροψημένη μπουκίτσα βουτάς χρυσαφένια
ήρθε – επιτέλους – η αμφίβια εποχή του χρόνου.
-
και το μολύβι του ήλιου να ξαναγράψει απ’ την αρχή
όσα θα σβήσει η θάλασσα.
-
Πήτερ Παν
βγήκες, μικρέ μου, από το αρματωμένο σου καράβι και τις πλησίασες. μοναδικό εφόδιο οι αισθήσεις κι καρδιά σου. την ξέχωσες από το στέρνο σου για να πάρει ανάσα, να υγρανθεί από το θαλασσινό αγέρι, να ψηθεί από την αλμύρα.
ανασαίνεις το θαλασσί άρωμα των πόθων σου, τον βυθό που καθρεφτίζεται στα μάτια τους, και που εσύ τόσο λαχταράς.
άοπλος είσαι, γι’ αυτό και τις κατέκτησες.
-
Θάλασσες και πλάσματα του βυθού
Θάλασσες και πλάσματα του βυθού βάζουνε πλάτη και ‘μεις σκαρφαλώνουμε τους πέτρινους μαντρότοιχους μιας ζωής που όλο μας τουμπάρει. Ήλιος και ιώδιο βαθιά στους πόρους.
Και ‘μεις αναμετριόμαστε με τους παγωμένους φόβους που ψιχαλίζουν φθονερά πρωτοβρόχια και ξεπλένουν το αλάτι που αφήσαμε πάνω μας μήπως και κάνει το πετσί μας αδιαπέραστο. Η απόσταση ανάμεσα στους τοίχους πλημμυρίζει, δόλια φυτά θα ξεμυτίσουν όπου να’ ναι.
Θυμήσου, ποτέ μην ξεχνάς πόσο δυνατός κι ωραίος είσαι στη θάλασσα, στη δροσιά του πλάτανου. Θυμήσου, ποτέ μην ξεχνάς πόσο δυνατός κι ωραίος είσαι μικρός σαν το θυμάρι που απλώνεται και πιάνει αιχμάλωτους με την ευωδιά του τους άγονους λόφους.
-
είδα ένα όνειρο κυκλικής ρευστότητας
μαζί του εγώ παιδί
από πέρασμα στενό
στο απέραντο κύλησα.