Το μοναχικό τούτο στειλιάρι άδοξα παρατημένο στη γωνιά, αυτό που τώρα εγώ βαστώ, κάποτε το γνώριζα σε Κατάσταση Ανθηρή στου Δάσους τα βάθη, όλο Χυμούς, όλο Φυλλωσιές, όλο Κλαριά.
Τώρα όμως μάταια η Τέχνη η πολυάσχολη του Ανθρώπου καμώνεται πως με τη Φύση συμπορεύεται, ενώ στερεώνει το μάτσο αυτό με τα ξερόκλαδα πάνω στον κατάστεγνο Κορμό του.
Τώρα δεν είναι παρά το Ανάποδο αυτού που ήταν, ένα Δέντρο το πάνω κάτω αναποδογυρισμένο, με τα Κλαδιά του μες στη Γη, τις Ρίζες στον Αέρα. Τώρα είναι στα χέρια και στη χρήση κάθε Βρωμιάρας Τσούπρας, της κάθε καταδικασμένης να βγάζει ιδροκοπώντας, με χοντροδουλειές τον επιούσιον, θύμα είναι μιας Μοίρας ιδιότροπης που, ενώ το προορίζει να Καθαρίζει όλα τα άλλα, θέλει το ίδιο να Βρωμίζεται.
Με τον Καιρό, αφού φθαρεί, αφού κολοβωθεί υπηρετώντας Υπηρέτριες, έξω από την Πόρτα πετιέται, είτε καταδικάζεται στην έσχατη χρήση ως προσάναμμα για τη Φωτιά.
Σαν κράτησα το Αντικείμενο αυτό, βγήκε από μέσα μου ένας στεναγμός: Ω, ο Θνητός Άνθρωπος αναμφίβολα Σκουπόξυλο είναι, είπα. Η Φύση τον έστειλε στον Κόσμο ετούτο Εύρωστο και Ισχυρό, καθ’ όλα Ρωμαλέο, έχοντα στην Κεφαλή τα δικά του Μαλλιά, τις πρέπουσες Κλάρες του Έλλογου αυτού Ζαρζαβατικού, μέχρις ότου ο Πέλεκυς της Αμετροέπειας του αποκόψει τους Πράσινους Κλάδους και τον αφήσει ένα Μαραγκιασμένο Κούτσουρο.
Έκτοτε εκείνος ίπταται επί των Τεχνών, και φορά Περούκα δικαστή, αποτιμώντας εαυτόν αναλόγως μιας Παρά Φύσιν Μάζας Τριχών πασπαλισμένων ολούθε με Πούδρα, μιας Μάζας λέω, η οποία ουδέποτε εφύτρωσεν επί της Κεφαλής του.
Τώρα όμως αν το Σκουπόξυλό μας αυτό προσποιούταν πως μπαίνει στη Σκηνή, περήφανο για τούτα τα Λάφυρα Σημύδας που ποτέ δικά του δεν ήταν, και πλήρως κεκαλυμμένο με Σκόνη, από την Σάρωσιν των Διαμερισμάτων μιας Λαίδης Εξοχοτάτης πάντως, εμείς θα οφείλαμε κανονικά να γελοιοποιήσουμε και να περιφρονήσουμε την ματαιοδοξία του αυτή, Μεροληπτικοί Κριτές καθώς είμεθα της Προσωπικής μας Υπεροχής ενώπιον των Μειονεκτημάτων των Άλλων!
Όμως μια Σκούπα, ίσως μου πείτε, είναι το Έμβλημα ενός Δένδρου το οποίο στέκει επί της Κεφαλής του. Μα πείτε μου, παρακαλώ, ο Άνθρωπος τι είναι, τι περισσότερο από ένα αναποδογυρισμένο Ον, με τις Ζωικές του Λειτουργίες αενάως ανυψωμένες εις την δική του Λογική.
Με την Κεφαλή του στη θέση όπου οι Φτέρνες του θα έπρεπε να βρίσκονται, σερνάμενες στο χώμα, κι όμως, παρά τόσα Ελαττώματά του, κινά να γίνει οικουμενικός Μεταρρυθμιστής, ο Διορθωτής Καταχρήσεων Εξουσίας, ο Εξολοθρευτής Παραπόνων, ο οποίος τσουγκρανίζει και στην πιο απόμακρη και Ρυπαρή Γωνιά της Φύσης, φέρνοντας στο Φως κρυμμένες Διαφθορές, και σηκώνοντας άφθονη Σκόνη εκεί όπου πριν ίχνος δεν υπήρχε, και μοιραζόμενος εν τω μεταξύ αυτές καθαυτές τις Βρωμιές τις οποίες καμώνεται ότι απαλείφει. Για να διανύσει τις τελευταίες Ημέρες του ως Δούλος των Γυναικών, σε γενικές γραμμές παντελώς απαξιωμένος.
Κι ύστερα, ολότελα φθαρμένος, κολοβωμένος, σαν τον Αδελφό του το Σκουπόξυλο, είτε πετιέται με τις κλωτσιές έξω απ’ την Πόρτα, είτε χρησιμοποιείται ως προσάναμμα στις Φλόγες, προς παραδειγματισμόν των Υπολοίπων.