Ήρθες εχθές
πατέρα
Να βγαίνεις σ’ είδα πίσω από την κατάφορτη ροδιά
Πόση ομορφιά!
Οι φυλλωσιές οι πλούσιες σε σκεπάζαν
Ήσουνα δέντρο θαλερό
Μα τι παράξενο, στη χούφτα σου τα σπόρια αναφλέγονταν
Κι εσύ να τήνε κλείσεις πάσχιζες,
να εμποδίσεις προσπαθούσες
το κακό.
Πλεγμένο στα κατάμαυρα μαλλιά στεφάνι από στάχτη.
Στα όμορφα πόδια σου
καρφιά
τα βράχια της ακτής.
Πώς ήτανε που πέθανες
ετούτη τη φορά
πατέρα;
Ήτανε όταν τα πουλιά
πέταξαν όλα μαζί
στο έξοχο φουρφούρισμα της φλόγας;
Ή μήπως ήτανε αργά
στης αιωνόβιας χελώνας το μονοπάτι;
Τον ήχο της φωνής σου ξέρω.
Πνιχτό τον άκουσα
καθώς ο τρυφερός βλαστός
που έσπρωχνε το χώμα για να βγει,
έχυνε πρώτος του οριστικού αφανισμού το δάκρυ.
Ξέρω.
Είδα πώς τούτη τη φορά
– μαζί με τ’ όνειρό σου –
έσβησες πατέρα.