Η θλίψη σου (και η πρόοδός της)
Πρώτα σε σκουντάει απαλά στον ώμο
Κάποιος κοιμάται στα χαρτόκουτα
Ένα γατάκι, τυφλό, παρατημένο στο διάζωμα ενός γρήγορου αυτοκινητόδρομου
Η θλίψη σού δίνει αγκωνιές στα πλευρά.
Εσύ την καλοπιάνεις
Κι εκεί που της γλυκομιλάς,
Σ’ αναγνωρίζω, λες,
δική μου είσαι, δεν θα σε φοβηθώ
Ορμάει εκείνη καταπάνω σου
«Εύκολα νόμιζες ότι θα ξεμπέρδευες μαζί μου»,
συρίζει καθισμένη βαριά
πάνω στο στέρνο σου.
Τώρα εσύ μετράς
Ντριπ ντριπ
Ο ορός του πατέρα,
χρόνια νεκρός.
Η θλίψη σου αργά προχώρησε
και λυσσασμένα.
Και τώρα σε ξεσκίζει.
Σε πρώτο πλάνο
κομμάτια της καρδιάς σου
φύλλα φθινοπωρινά χορεύουν
Στο φόντο τ’ όμορφο, φθαρμένο πρόσωπό του.