Στάθηκε στην άκρη του βράχου κι αγνάντεψε τη θάλασσα. Δροσερή την ένιωθε, ρίγησε κι αυτός μαζί με την επιφάνειά της, γαλαζομέλανη, σε κάποια σημεία βαθυπράσινη, τι βάθος να’ χε άραγε στο σημείο αυτό; Ταλαντεύτηκε απαλά ζυγιάζοντας το βάρος του. Μήπως να μην πέσω με το κεφάλι; Το κεφάλι είναι που περιέχει τα πάντα, όχι η καρδιά. Η καρδιά προδίδει εύκολα, από πολλές απόψεις είναι ευάλωτη, πονάει όταν ραγίσει˚ το κεφάλι όμως, με τις τόσες του συνάψεις που καθορίζουν τη σκέψη, εύθραυστο σαν ζουμερό καρπούζι… Ανατρίχιασε βλέποντας μπροστά του ένα σπασμένο καρπούζι, τα κόκκινα ζουμιά να βάφουν τη λεία επιφάνεια της θάλασσας, τα σπόρια να επιπλέουν σκόρπια.
Συγκεντρώσου, επανέλαβε μέσα του τα λόγια που τόσο συχνά του έλεγε τελευταία η Μαρίνα. Βαλκανιονίκης της κολύμβησης κάποτε, παρολίγον ΟΫΚΑΣ, το νερό είναι σπίτι σου. Κάποτε, παρολίγον – λέξεις κλειδιά στο παρόν του Σταύρου… Κοίταξε χαμηλά, βλεμματικός στόχος τα πόδια του, το πάτημά του στη γη. Έλα όμως που το βλέμμα του έπεσε στην προεξέχουσα κοιλιά του. Έτσι και σκάσω με την κοιλιά θα πονέσω˚ χώρια που θα γίνω και ρεζίλι από πάνω. Στ’ αυτιά του σαν να έφθασε το ηχηρό ΠΛΑΑΑΑΦ, είδε το σώμα του να σκάει σαν κήτος στο νερό, είδε, λες, τα άφθονα, ντροπιαστικά πιτσιλίσματα, άκουσε το σούσουρο, τα γελάκια ένα γύρο, ένιωσε τις ματιές – καλοακονισμένες λόγχες, καρφωμένες πίσω, έφερε το χέρι στο σβέρκο του, πόνεσε ίσως.
Πάνω στην ώρα, ένας πιτσιρικάς, γύρω στα δέκα πρέπει να ’ταν, όρμησε σαν βολίδα και βούτηξε στα νερά αδίστακτα. Άψογος! Ο Σταύρος είδε, φωτογράφησε με την εσωτερική κάμερα του ματιού του, το τόξο που διέγραφε το σώμα, μετέωρο κόντρα σε θάλασσα και ουρανό – τι ομορφιά, αρμονία ανθρώπου και φύσης – πετώντας τα ελάχιστα νερά. Παρακολούθησε το μικρό κορμάκι να απομακρύνεται σε ένα ατελείωτο μακροβούτι, λαμπερό, ψαρίσιο κάτω από την επιφάνεια του νερού. Σαν βελόνι με ακρίβεια κεντήστρας έπεσε.
Τώρα θα πέσω κι εγώ, πρέπει να πέσω, γιατί να στερώ μια τέτοια απόλαυση από τον εαυτό μου; Πάνω στην ώρα όμως, ένα ταχύπλοο περνάει αναταράσσοντας ελαφρώς τη θάλασσα. Ένα κυματάκι αγγίζει τις άκρες των δακτύλων του. Ήταν ανάγκη γι’ αυτό το αντιμάμαλο; Όχι, όχι τώρα, τα πόδια μου βράχηκαν, δεν πατάω σταθερά, μπορεί να γλιστρήσω. Κι αν πέσω άτσαλα; Κι αν γκρεμοτσακιστώ; Ο βυθός από κάτω είναι βραχώδης, είναι επικίνδυνο, η κίνηση πρέπει να είναι προς τα πέρα, μακριά. Άσε καλύτερα, θα περιμένω λιγάκι ώσπου να στεγνώσουν τα πόδια μου για να μπορώ να τα ελέγχω.
Ο Σταύρος άνοιξε το βλέμμα, ατένισε πέρα το νερό ως την άκρη του ορίζοντα. Τα χρώματα της θάλασσας, ακουαμαρίνες, λάπις, σμαράγδια, ω οι πολύτιμοι λίθοι! Τι κρίμα, εκείνης μάλλον δεν της άρεσαν τα σκουλαρίκια άκουα μαρίνα που της πήρα! Σκέφτηκα ότι θα ταίριαζαν με τα γαλάζια μάτια της. Και με τ’ όνομά της – Μαρίνα, πρόφερε από μέσα του σχεδόν σαν μάντρα και, με την τρίτη επανάληψη, κάτι σαν τρόμος τον πλημμύρισε. Μπορεί να περίμενε κάτι άλλο, ένα δαχτυλίδι ας πούμε. Το δακτυλίδι όμως έχει το συμβολισμό του… Κι εγώ δεν είμαι έτοιμος.
Χθες, στημένος πάλι στο σημείο τούτο, αφού συγκεντρώθηκε, πέταξε, όπως έκανε συνήθως, τα βαριά, επαγγελματικά βατραχοπέδιλά του πριν πέσει κι ο ίδιος στη θάλασσα. Αυτή τη φορά όμως κάτι δεν πήγε καλά, ένα αεράκι ίσως που φύσηξε…; και παρατρίχα η Μαρίνα να φάει το ένα στο κεφάλι. «Ευτυχώς που μελέτησες καλά τις κινήσεις σου, αλλιώς πώς θα με πετύχαινες;» του φώναξε εκείνη, μετά το πρώτο σοκ, μέσα από τη θάλασσα. Το χιούμορ της γινόταν όλο και πιο δηκτικό. Παντελώς εξουδετερωμένος την είδε να απομακρύνεται με ένα πλατύ, άνετο κρόουλ.
Όταν γνωρίστηκαν η Μαρίνα δεν είχε ιδιαίτερη εξοικείωση με το υγρό στοιχείο. Εκείνος την ξεφόβισε για τα βαθιά, εκείνος την βοήθησε να αποκτήσει υγροβιότητα, την έμαθε να ρυθμίζει τις αναπνοές της για να μην λαχανιάζει κολυμπώντας. Της έφτιαχνε τη μάσκα, φροντίζοντας με μεγάλη επιμέλεια να μην μεσολαβεί ούτε μια τρίχα ανάμεσα στο δέρμα του προσώπου της και στη σιλικόνη για να εφαρμόζει με ακρίβεια, ίσιωνε τον αναπνευστήρα, την περίμενε υπομονετικά να φορέσει τα βατραχοπέδιλα… Αλλά αυτό όχι για πολύ, η Μαρίνα δεν άργησε να απαλλαγεί από τα αξεσουάρ, τώρα πια δεν χρειαζόταν τίποτα. Εν ολίγοις, ο Σταύρος την είχε μάθει να κολυμπά σωστά. Είσαι η μικρή μου Νηρηίδα, της έλεγε διδάσκοντάς την, ενώ φανταζόταν τον εαυτό του Ποσειδώνα, ή στο ελάχιστο Νηρέα, σε πίνακα του προ-ραφαηλικού σερ Ουίλιαμ Ουότερχαους.
Στο νου του ήρθε η πρώτη φορά που την είχε δει. Τότε παραθέριζε στη νότια Κρήτη, σε μια παραλία γυμνιστών όπου κατασκήνωναν παρέες μεταχίπιδων. Κάθε πρωί, πολύ νωρίς, κάτω από το δωμάτιό του – γιατί ο Σταύρος δεν μπορούσε να μην έχει δωμάτιο, είχε ανάγκη από τάξη και επιπλέον δεν άντεχε τα τριτσανίσματα της άμμου στα πράγματά του – έβλεπε μια κοπέλα με ένα κατακόκκινο μπατίκ παρεό να κάθεται και να αγναντεύει τη θάλασσα. Τι ωραία η χρωματική αυτή αντίθεση πάνω στην απλωσιά του Λιβυκού! Έπειτα, όταν την είδε να πετάει το πανί και να μπαίνει τρέχοντας τσίτσιδη στη θάλασσα, το αποφάσισε: θα της μιλήσω! Πάω στοίχημα ότι σας λένε Αλίκη. Μου θυμίζετε εκείνη, στη χώρα των θαυμάτων. Πείτε μου, μήπως κάνετε γιόγκα; την είχε ρωτήσει ύστερα από μερικές ημέρες κατά τις οποίες ασχολήθηκε με την επιλογή της πιο ενδιαφέρουσας ατάκας. Και μια μέρα αποφάσισε να κατέβει κι αυτός νωρίς για κολύμπι. Καθώς έβγαινε από τη θάλασσα την είδε να ανοίγει το παρεό της έτοιμη να πέσει. Περιέργως χωρίς δεύτερη σκέψη ο Σταύρος έτρεξε κοντά της. Και τότε έγινε το αναπάντεχο. Εκείνη έκλεισε ξανά το παρεό – τώρα όμως με εκείνον μέσα του. Ε ναι, τότε ήταν τολμηρός. Και δεινός κολυμβητής. Και με αυτό τον διπλό συνδυασμό την είχε καταφέρει. Μου αρέσει ο κολυμβητικός σου ρυθμός, του είχε πει με νόημα.
Ήταν μια ψηλή κοπέλα, και συχνά ο Σταύρος σκεφτόταν ότι με τα τακούνια μπορούσε να δει την κορυφή του κεφαλιού του, εκεί που τα μαλλιά του άρχιζαν να αραιώνουν. Τι την είχε πιάσει, αυτή την τόσο ελεύθερη και φυσική κοπέλα, που κάποτε τριγυρνούσε ξυπόλητη, με ένα πανί μόνο γύρω της, να φοράει τακούνια τελευταία; Δυο μέτρα γυναίκα, τι τους ήθελε τους κοθόρνους;
Με αυτή την μαδημένη κεφαλή και την μπάκα που αναθρέφω σε λίγο θα μοιάζω με τον Βούδα…
Βρασ’ το Βούδα, σκέφτηκε με μια αιφνίδια αναλαμπή. Πλησιάζει δεκαπενταύγουστο, μήπως να ’κανες ένα τάμα στην Παναγιά – την ειδικό, εκείνη τη θαλασσινή.
Και γυρνώντας την πλάτη στη θάλασσα κατευθύνθηκε, στεγνός και αποφασιστικός τώρα πια, προς το εκκλησάκι δίπλα στο ξενοδοχείο.