Η μετάφραση, θα έλεγε κανείς, σε βάζει πάνω σε μια ράγα, κινείσαι με τα αντανακλαστικά της πείρας, κάπως μηχανικά, το κείμενο σε πάει από μόνο του. Φορτώνεις το βαγονέτο σου με το οπλοστάσιό σου, με λέξεις και εργαλεία, λέξεις-εργαλεία, πορεύεσαι, καταβυθίζεσαι στο ορυχείο του κειμένου.
Μηχανικά, αντανακλαστικά; Μπα, κάθε άλλο. Ο μεταφραστής συχνά καλείται να παίξει έναν ρόλο πολύ πιο ενεργό απ’ αυτόν του ενδιάμεσου που μεταφέρει το γραπτό από τη γλώσσα πηγή στη γλώσσα στόχο. Μετά την πρώτη μετάφραση, μια διαδικασία που, για μένα τουλάχιστον, είναι μια γραπτή ανάγνωση, το λεξικό μπαίνει στην άκρη και, αφού έχει τρέξει το βαγονέτο πάνω στις ράγες, αφού έχει διανύσει τη διαδρομή εντοπίζοντας τις δυσκολίες μέχρι τέλους, ξέρω ότι ο συγγραφέας με καλεί να τον ακολουθήσω κατά πόδας σε μια πορεία που, ενίοτε, απαιτεί σχεδόν ενορατικές ικανότητες. Και αυτό διότι, κάτω από το κείμενο, υπάρχει ένα άγραφο μυθιστόρημα, αυτό της πραγματικής ζωής του συγγραφέα, του ποιητή, ο οποίος σε καλεί να αφήσεις κατά μέρους την ακριβολογία, την κυριολεξία, αφού βέβαια αυτά τα έχεις κατακτήσει, να αφήσεις κατά μέρους τη γραμματική και το συντακτικό και, με το υλικό που σου προσφέρει, να εισέλθεις, με τρόπο μεταφορικό, υπαινικτικό, στο απόκρυφο κείμενό του, στη ζωή που ίσως ο ίδιος δεν τόλμησε καν να ζήσει, μόνο αποτύπωσε στο χαρτί. Κάτι που σημαίνει ότι απαιτεί από εμένα, τη μεταφράστρια, μια μετενσάρκωση. Απαιτεί από εμένα να αφήσω κατά μέρους όχι μόνο τους κανόνες γραμματικής και συντακτικού της γλώσσας του και της γλώσσας της δικής μου, αλλά να παραμερίσω επίσης ένα κομμάτι του εαυτού μου και να παίξω, κάπως σαν τον ηθοποιό, τον ρόλο που εκείνος μου έχει αναθέσει.
Και στην αποστολή αυτή εγώ διαθέτω μόνο ένα υλικό. Σε αντίθεση με τον ηθοποιό που, ως εκφραστικό μέσον, έχει την ίδια του τη φυσική παρουσία, τις εκφράσεις του προσώπου, το σώμα, τις κινήσεις, τη φωνή, τις σιωπές του – εγώ η μεταφράστρια έχω μεγάλη ένδεια υλικού. Μοναδικό υλικό μου είναι οι λέξεις. Είναι όμως ένδεια οι λέξεις; Μπα, κάθε άλλο! Ωστόσο, πόσο συχνά οι λέξεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Εγώ πάντως αυτή την ανεπάρκεια την αντιμετωπίζω με διαρκείς και επίμονες συστάσεις, με μια διάθεση βαθύτερης γνωριμίας.
Η κάθε λέξη μπορεί να έχει πολλαπλά επίπεδα που μας αποκαλύπτονται κρεμμυδωτά, η κάθε λέξη ξεφλουδίζεται καθώς εγώ, η μεταφράστρια, προχωράω από το πρώτο επίπεδο της γραπτής ανάγνωσης σε μια βουτιά στα ενδότερα του κειμένου, σε μια καταβύθιση, σε μια σχέση βιωματική. Είναι η ώρα που αρχίζει η πραγματική συνομιλία με τον συγγραφέα, και ενίοτε με τους κριτικούς του, και εδώ οφείλω να μπω στη σκέψη, στη λογική, στην τέχνη, στο συναίσθημα, στη ζωή δηλαδή του ποιητή. Είναι η ώρα που μαθαίνω πολύ περισσότερα γι’ αυτόν απ’ ό,τι θα μου έδιναν όλες οι βιογραφίες που έχουν γραφτεί για το άτομό του και για το συγγραφικό αποτύπωμά του.
Στο σημείο αυτό καλούμαι να πάψω να εργάζομαι πλέον με το αριστερό ημισφαίριο – αυτό της λογικής, των εννοιών – και να αρχίσω να χρησιμοποιώ το δεξί – αυτό του συναισθήματος, της δημιουργικότητας.
Όμως, οι λέξεις δεν έχουν μόνο πολλαπλά επίπεδα, έχουν επιπλέον και πολλούς χαρακτήρες. Για να εξηγούμαι: στο πρώτο επίπεδο, αυτό της γραπτής ανάγνωσης, προσεγγίζω μια λέξη με αυτά που μου παρέχει το λεξικό, τα thesaurus και η εμπειρία μου στη γλώσσα και στην τέχνη της μετάφρασης. Υπάρχουν όμως λέξεις, φράσεις, συγγραφείς για τους οποίους αυτό δεν τους αρκεί. Εδώ οι λέξεις είναι πολύ πιο απαιτητικές, ακόμα και αν δεν το δείχνουν – κυρίως τότε. Αλλά ας πάρουμε, δειγματοληπτικά, μερικούς χαρακτήρες λέξεων με τη σειρά.
Ας ξεκινήσουμε από τη συνεσταλμένη λέξη. Αυτή είναι η λέξη που, αφού εγώ την επιλέξω ως εκπρόσωπο, ως μέσον για να μεταφέρει την έννοια, το συναίσθημα και τα σχετικά που θεωρώ ότι επιθυμεί ο συγγραφέας, θαμπώνει, κάνει πίσω, πέφτει συχνά μαραμένη, αλλά χωρίς να μου δώσει σημάδι ότι αποτελεί κακή επιλογή. Είναι τόσο δειλή, που δεν έχει τη δύναμη να μου δώσει το σύνθημα, να μου πει ότι σφάλλω και ότι και η ίδια κινδυνεύει. Έτσι, παρασύρει όλη την πρόταση, ο σφυγμός της αδυνατίζει και ενδέχεται να έχουμε σοβαρές απώλειες σε όλο το κείμενο, και μάλιστα – το σπουδαιότερο – χωρίς να το έχουμε πάρει χαμπάρι.
Αυτή συνήθως είναι μια λέξη υποκατάστατο, που ίσως ταιριάζει νοηματικά μέσα στο κείμενο, όμως μεταμορφώνει την πρόταση σε κάτι άνευρο κι επίπεδο.
Συχνά είναι μια λέξη κατάσκοπος, που σε σαγηνεύει, όπως το συνηθίζουν οι μυστικοί πράκτορες, μακριά από το πνεύμα του συγγραφέα, ενίοτε μακριά και από το γράμμα. Με εκμαυλιστική γοητεία παρασύρει σε άλλες ατραπούς.
Στην ίδια κατηγορία βάζω και κάτι άλλες λέξεις που μπορεί να μην είναι σαγηνευτικές που, αντιθέτως, είναι λέξεις διακριτικές, σεμνές και χαμηλοβλεπούσες οι οποίες αλλού τυρβάζουν και σε αφήνουν στην ησυχία σου – μια ησυχία όμως εντελώς απατηλή. Αυτές οι σιγανοπαπαδιές είναι λέξεις ύπουλες, όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους δηλαδή, είναι λέξεις που σου ρίχνουν την μπανανόφλουδα και σε ετοιμάζουν για τροφή στην αρένα, με λέοντες κάποιους «ενδελεχείς» αναγνώστες. Και, αν δεν σε θυσιάσει – η λέξη αυτή πάντα – το λιγότερο που μπορεί να κάνει είναι να σου αναθέσει έναν ρόλο καταγέλαστο, πολύ να διασκεδάσεις την κατηγορία αυτή των αναγνωστών, και να σε μνημονεύουν σε κάθε ευκαιρία.
Έπειτα, έχουμε τη λέξη μάρτυρα. «Είμαι δυστυχισμένη», μου κλαίει, και εμένα, που θέλω πάντα να βοηθάω, να διορθώνω την αδικία, μου σπαράζει την καρδιά. Την βλέπω ότι είναι παρείσακτη, δεν ταιριάζει, και οι γύρω της δεν χάνουν την ευκαιρία να την ενοχλούν. Γραμματικά, συντακτικά αρχίζουν να την τσιμπολογούν σαν κοτόπουλα που ψάχνουνε στο χώμα. Ακατάπαυστα, ασυγκράτητα κουτορνίθια την πνίγουν ανάμεσά τους, σχεδόν παύει να υπάρχει. Πρέπει να τη σώσω, πρέπει να διασωθεί, να λάμψει αυτή η, ουσιαστικά, φιμωμένη. Γιατί τώρα δεν μιλά όπως της αξίζει, δεν είναι ο εαυτός της.
Και σαν να μην έφταναν οι όμοιές της, οι αδελφές λέξεις, συχνά την ενοχλούν και τα σημεία στίξης. Γαντζώνεται ανάμεσα στα κόμματα που την τραβολογάνε δεξιά αριστερά και της χαλάνε εντελώς την πόζα, ενώ οι τελείες της κόβουν τη φόρα, της στερούν τον καθαρό αέρα, την κάνουν να ασφυκτιά, και οι άνω τελείες, που της κάνουν απονεύρωση χωρίς αναισθητικό, την αποδυναμώνουν, την εξουδετερώνουν, μετατρέποντάς την σε κάτι περιττό, σε ένα ράκος.
Καμιά φορά όμως η λέξη-μάρτυρας είναι μια λέξη ηρωική, φορά λευκό πουκάμισο που ανεμίζει, ανάμεσα σε ένα σωρό γκριζοφορεμένες, βαρετές συναδέλφισσές της. Εδώ έχουμε ζήλεια μεγάλη από τις άνοστες που την περιβάλλουν. Πολύς ο θυμός εναντίον της. Η δικαιολογία τους είναι ότι διαταράσσει την κανονικότητα, ενοχλεί, πρόκειται για μία ταραξία που αμαυρώνει ολόκληρη την περιοχή, της βγάζει κακό όνομα.
Άλλοτε η παρείσακτη αναβοσβήνει επιτακτικά σαν ασθενοφόρο, στέλνει σήματα μορς ικετεύοντας να τη σώσεις από το εχθρικό περιβάλλον όπου έχει βρεθεί. Κι άλλοτε πάλι, η παρείσακτη γίνεται διαφθορέας μικρών και μεγάλων προτάσεων, ή ακόμα υιοθετεί μια καθαρά επιθετική στάση προς τις γύρω της.
Μετά έχουμε τη λέξη μήλο της έριδος, που τη διεκδικούν αλυχτώντας γύρω της λέξεις αδέσποτες, ενώ αυτή προσπαθεί να αμυνθεί με παθητικοεπιθετικές μεθόδους. Η παθητικοεπιθετικότητα, σε εμένα τουλάχιστον, ενσπείρει υποψίες για άλλες ερμηνείες/ αποδόσεις/ λεκτικές αποχρώσεις. Οπότε αποφασίζω να μαζέψω τα αδέσποτα˚ όταν όμως, μετά βασάνων και κόπων, τα καταφέρνω, η λέξη σκάνδαλο – μη λησμονείτε τον παθητικοεπιθετικό της χαρακτήρα – υιοθετεί μιαν άλλη τακτική: κάνει την άσχετη, την ασήμαντη. Σφυρίζει κλέφτικα, κοιτώντας αλλού αφηρημένα. Αποσύρει την παρουσία της, ίσως δηλώνει ακατάλληλη. Κι άλλοτε πάλι δηλώνει άνευ σημασίας. Και ιδού ποια είναι η επικινδυνότερη των λέξεων.
Αυτό συμβαίνει επειδή υπόγειες συρράξεις απλώνονται, σαν τη φωτιά σε χαμηλή βλάστηση, απειλώντας το σύνολο του γραπτού. Ξανά εδώ, όσο πιο αφανείς οι εχθροπραξίες, τόσο πιο μοιραίες. Να εύχεσαι να πέφτουν οι λέξεις σαν κεφάλια στις γκιλοτίνες της γαλλικής επανάστασης. Αυτό θα σε σώσει.
Τέλος, είναι οι λέξεις που κηρύσσουν πόλεμο στις γύρω τους, ένας εμφύλιος ξεσπά. Η λέξη η αταίριαστη, η τελείως λάθος που ρίχνει γροθιές στις γύρω της, που παίζει μαζί τους κλωτσοπατινάδα, η εσφαλμένη λέξη, η ακατάλληλη, σε κρατάει δέσμια, κλειδώνει το κείμενο, το ακινητοποιεί. Λασπόνερα άλλων προτάσεων μαζεύονται δεξιά αριστερά, προηγούνται και έπονται, και η περιοχή όλη αρχίζει να μυρίζει, βρωμάει και ζέχνει, όσο η λέξη στο επίκεντρο – η λέξη σκάνδαλο – παραμένει ως έχει να κακοφορμίζει την περιοχή. Και το βιβλίο, εντέλει.
Αυτή, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, είναι και η προτιμητέα έκβαση. Γίνεται πανικός, αιματοχυσία, αδύνατον να μην το αντιληφθείς. Έτσι, το μακελειό δεν συμβαίνει επί ματαίω. Άλλωστε πόλεμος πατήρ πάντων.
Τέλος υπάρχει η ενδημική λέξη που έρχεται και προστίθεται, και η οποία προκύπτει ως υποκατάστατο, ωστόσο μπορεί να επεξηγεί – έστω και προσωρινά – και τελικά, αν καταφέρεις να το εκμεταλλευτείς, μπορεί ακόμα και να εμπλουτίσει τις έννοιες, την ουσία του κειμένου, το πνεύμα του.
Σε κάθε μεταφραστική περασιά – αν βέβαια έχω να κάνω με ένα ορυχείο πλούσιο – κατεβαίνω από το βαγονέτο μου και προσπαθώ να σκάψω γύρω γύρω την κάθε λέξη με προσοχή, με το κασμαδάκι του αρχαιολόγου, με ξύστρες και τσιμπιδάκι ακόμα, για να βρεθώ από κάτω, αφήνοντας τη λέξη του κείμενου πηγή ανέπαφη και ολοζώντανη για να με οδηγήσει τελικά στη λέξη στόχο. Πολύ νερό θα κυλήσει όμως στο μεταξύ. Γιατί κάτω από την αρχική λέξη θα βρω μιαν άλλη και μιαν άλλη, ίσως και μιαν ακόμα. Συχνά πολύτιμα ορυκτά εξορύσσονται.
Κι όταν τελικά αξιωθείς να την ξετρυπώσεις, μεγάλος χαλασμός ξεσπά. Αστραπόβροντα, λάμψεις, κρότοι, ενώ εσύ σκάβεις, σύρεις, ψάχνεις, σαν το λιμασμένο σκυλί, το κόκαλο, οι άλλες λέξεις γύρω της, με σύμμαχο στις εχθροπραξίες τη γραμματική και το συντακτικό, με τα σημεία στίξης επιπλέον, δίνουν την τελευταία τους μάχη. Συγκρούονται για έσχατη φορά δηλώνοντας ότι η λέξη αυτή, η σωστή που εσύ κατέληξες, καθόλου και με τίποτα δεν ταιριάζει. Η γραμματική είναι λάθος, οι πτώσεις, οι χρόνοι, τα κόμματα και οι τελείες, όλα έρχονται σε σύγκρουση μαζί της. Ένας ακόμα αγώνας θα δοθεί.
Κι έπειτα, όταν αυτή η μία, η άριστη, βρεθεί, όταν τη βρεις, εσύ η ταλαίπωρη η τυχερή η παλαβωμένη μεταφράστρια, και τη βάλεις στη θέση της, βροχούλα ποτιστική πέφτουν οι άλλες γύρω της γλυκά και ρυθμικά – ή ίσως πάλι αγριεμένα – ανάλογα με το τι επιθυμεί ο ποιητής.
Και εκεί που όλες οι γύρω την κατήγγειλαν, εκεί που είχαν ένα σωρό ράμματα για τη γούνα της, τώρα επιδίδονται σε εκδηλώσεις χαράς, πηδάνε πάνω της με αγκαλιές και φιλιά να τη συγχαρούν. Και νά λοιπόν που η άστατη φύση, η συναισθηματική ασυνέπεια/ ασυνέχεια δεν είναι μονάχα προνόμιο της ανθρώπινης φύσης. Είναι και οι λέξεις άστατες και ανακόλουθες στις μεταξύ τους σχέσεις. Εδώ είναι η φάση που εσύ καλείσαι, αν και απόλυτα συμμερίζεσαι τη χαρά τους, να σφίξεις τα δόντια, να συγκρατηθείς και να τις βάλεις σε μια σειρά. Στον χαρακτήρα σου δεν είναι ο νόμος και η τάξη, οφείλεις όμως να κάνεις την υπέρβαση. Εδώ είναι που καλείσαι να ενώσεις τα δύο ημισφαίρια. Αριστερό δεξί, λογική και συναίσθημα πρέπει να ανταλλάξουν πληροφορίες μέσω του μεσολόβιου, και να συνενωθούν δημιουργικά. Αν το πόνημά σου έχει αίσιο τέλος, τις βάζεις στη θέση τους, αφού βέβαια τις ανακατέψεις μια δυο φορές ακόμα τραπουλοειδώς, πίσω μπρος, μπρος πίσω και ξανά.
Επιτέλους, μια ήρεμη οικειότητα επικρατεί, αισθήματα εμπιστοσύνης δίνουν τη θέση τους στην ασυντονισία, στην ασυνεννοησία, στην εριστικότητα.
Και τώρα, εσύ η δόλια η μεταφράστρια, μπορείς να παραχωρήσεις στον εαυτό σου μια κάποια ανταμοιβή: Μια μους σοκολά, έναν περίπατο στη θάλασσα, στα δρομάκια κάτω από τις φυλλωσιές του πάρκου. Ένα δυνατό τζιν με τόνικ. Μπόνους μια λεπτή φλούδα λάιμ. Έξτρα μπόνους ζάχαρη στο χείλος του ποτηριού.
Μέχρι τότε όμως – με ένα σημειωματάριο στο προσκεφάλι και δύο στυλό. Όχι ballpoint, αυτά δεν γράφουν κατακόρυφα, σταματάνε όταν είσαι ξαπλωμένη, καλύτερα λεπτοί μαρκαδόροι, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, που να γράφει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Και τώρα ίσως είμαστε εντάξει. ΄Ως την επόμενη ανάγνωση τουλάχιστον…
Συχνά, καθώς εντρυφώ σε γλώσσες παλιές – βικτωριανές, εδουαρδιανές – και σε άλλες κάθε άλλο παρά αμιγείς γλώσσες, σε γλώσσες ιδιωματικές, με σύνταξη, τεχνική και ψυχή ουαλική, νεοϋρκέζικη, του νότου, σε γλώσσες patois ακόμα, παραφθαρμένες, με μακαρονισμούς ενίοτε, εγώ, γλωσσαμύντωρ αυτού που συχνά μοιάζει αδύνατο, αναρωτιέμαι τι να ψάχνω άραγε; Γιατί όλα αυτά;
Εγώ, κόρη μιας μάνας ξένης, αλλόγλωσσης με φιλοδοξίες γλωσσοδίφη, ψάχνω ίσως το ακατάτακτο, σκέφτομαι. Την ενδιάμεση γλώσσα που θα ενώσει τα δύο κομμάτια, που θα με φέρει κοντά στην πρωταρχική πηγή στις κοιλάδες της Ταρσού, σε πατρίδες για πάντα χαμένες και πανταχού παρούσες. Που θα με ενώσει με τη βαθύτερη, μυστική πατρίδα.
Τέτοια εξαιρετική ανάλυση της διαδικασίας της μετάφρασης, με διείσδυση στην ενόραση, την μετενσάρκωση, στον αγώνα του μεταφραστή να μην μετατραπεί το κείμενο σε κάτι επίπεδο και άνευρο ! Ένα κυριολεκτικό πεδίο μάχης, ανάμεσα στον μεσολαβητή- μεταφραστή και τις πολλαπλές ικανότητες των λέξεων να παρασύρουν το νόημα σε άλλα μονοπάτια ! Αυτή η αναζήτηση της μυστικής πατρίδας, που θα φέρει κοντά δυο πατρίδες ξένες, είναι μια μαγική διεργασία !
Συναρπαστικό το κείμενο της Έφης Φρυδά. Υποκλίνομαι !